ΤτΕ: «Καμπανάκι» για τον πιστωτικό κίνδυνο των επιχειρήσεων
- 13/05/2022, 09:18
- SHARE
Η επίδραση της τρέχουσας κρίσης στο διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών και το κόστος λειτουργίας των επιχειρήσεων θα επηρεάσει δυσμενώς και τον πιστωτικό κίνδυνο των επιχειρήσεων, σύμφωνα με τα όσα αναφέρει η Τράπεζα της Ελλάδος στην Έκθεση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας.
Ειδικότερα, η ενεργειακή κρίση, σε συνδυασμό με τις συνεχιζόμενες διαταραχές στην εφοδιαστική αλυσίδα έχει επιδράσει καθοριστικά στο κόστος λειτουργίας των επιχειρήσεων, εξαιτίας της ενίσχυσης των πληθωριστικών πιέσεων. Μεγαλύτερη επίδραση εκτιμάται ότι θα προκύψει στους κλάδους παραγωγής, όπου το κόστος λειτουργίας είναι άμεσα συναρτώμενο με τις τιμές των αγαθών, ωστόσο είναι σαφές, σύμφωνα με την ΤτΕ ότι το σύνολο της οικονομικής δραστηριότητας θα επηρεαστεί.
Ειδικότερα αναφορικά με τις πιέσεις στο εισόδημα των νοικοκυριών, υπενθυμίζεται ότι ο εναρμονισμένος δείκτης τιμών καταναλωτή (ΕνΔΤΚ) κατέγραψε θετικό ρυθμό και διαμορφώθηκε σε 0,6% το 2021 ύστερα από την υποχώρηση που σημειώθηκε το 2020 (-1,3%). Επιπροσθέτως, από τις αρχές του 2022 παρατηρείται μία αναζωπύρωση του πληθωρισμού (αύξηση κατά 9,1% τον Απρίλιο του 2022 σε σχέση με τον Απρίλιο του 2021) λόγω των σημαντικών αυξήσεων στις τιμές των διατροφικών αγαθών, του μεταφορικού και ενεργειακού κόστους, αλλά και της διατάραξης της λειτουργίας των παγκόσμιων αλυσίδων εφοδιασμού. Η πρόσφατη εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία ενέτεινε τις πληθωριστικές πιέσεις μέσω της αύξησης των τιμών ενέργειας και της διάχυσης των ανατιμήσεων στο σύνολο των αγαθών και υπηρεσιών.
Συνολικά, καθίσταται σαφές, σύμφωνα με την ΤτΕ, ότι το 2022 το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών θα δεχθεί προκλήσεις λόγω της απόσυρσης των περισσότερων δημοσιονομικών μέτρων στήριξης, των πληθωριστικών πιέσεων και των γεωπολιτικών εξελίξεων που προκαλούν αβεβαιότητα στις καταναλωτικές και επενδυτικές αποφάσεις.
Ελπίδες από οικοδομή και εξαγωγές
Εντούτοις, υπάρχουν παράγοντες που εξακολουθούν να επιδρούν θετικά, γεγονός που αντανακλάται στο ρυθμό μεγέθυνσης της ελληνικής οικονομίας που προβλέπεται για το 2022 και στην ενίσχυση της απασχόλησης από την ανθεκτικότητα μεμονωμένων κλάδων, όπως η οικοδομική δραστηριότητα και οι εξαγωγές.
Ενδεικτικά, ο ρυθμός αύξησης των τιμών των διαμερισμάτων επιταχύνθηκε το 2021 στο 7,1% σε ετήσια βάση, έναντι 4,5% το 2020. Μάλιστα, το δ ́ τρίμηνο του 2021 οι τιμές των διαμερισμάτων για το σύνολο της χώρας αυξήθηκαν κατά 9,1% συγκριτικά με το αντίστοιχο τρίμηνο του 2020. Για το 2021, υψηλότερο ετήσιο ρυθμό αύξησης των τιμών παρουσιάζουν τα νεόδμητα διαμερίσματα έναντι των παλαιών (ηλικίας άνω των πέντε ετών), όπου καταγράφηκαν αυξήσεις 7,4% και 6,9%, αντίστοιχα. Από την ανάλυση των στοιχείων κατά γεωγραφική περιοχή προκύπτει πως η μεγαλύτερη αύξηση καταγράφηκε, για το σύνολο του 2021, στην Αθήνα (9,1%).
Παρά την αστάθεια των τελευταίων δύο ετών, ως απόρροια της πανδημίας και προσφάτως της αύξησης του ενεργειακού κόστους, του κόστους κατασκευής και των επιπτώσεων του πολέμου στην Ουκρανία, οι προσδοκίες για την ελληνική αγορά ακινήτων παραμένουν θετικές. Αφενός η διαφαινόμενη πολύ καλή πορεία του τουρισμού και αφετέρου η προοπτική για άμβλυνση της γεωπολιτικής αστάθειας σε εύλογο χρονικό διάστημα, συντηρούν τις θετικές μεσοπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες προσδοκίες γεγονός που αποτυπώνεται στις αξίες και τις χαμηλές αναλογικά αποδόσεις των ακινήτων εισοδήματος. Παρά το γεγονός ότι η σύσταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για περιορισμό των προγραμμάτων χορήγησης άδειας διαμονής σε επενδυτές (χρυσή βίζα ή χρυσό διαβατήριο), ενδέχεται να επηρεάσει εν μέρει τη ζήτηση, εκτιμάται ότι το επενδυτικό ενδιαφέρον θα παραμείνει έντονο ειδικά για συγκεκριμένες προνομιακές θέσεις στο λεκανοπέδιο της Αττικής και σε περιοχές με τουριστικά χαρακτηριστικά.
Επιπροσθέτως, επισημαίνεται ότι οι τιμές απέχουν ακόμη σημαντικά από το ιστορικό υψηλό που είχε καταγραφεί πριν τη δημοσιονομική κρίση.
Με βάση το δείκτη τιμών διαμερισμάτων που καταρτίζει η Τράπεζα της Ελλάδος για το σύνολο της χώρας, η υψηλότερη τιμή του δείκτη παρατηρήθηκε το έτος 2008 (101,7) και στη συνέχεια ακολούθησε μία σταθερά καθοδική πορεία, για να καταγραφεί η χαμηλότερη τιμή το 2017 (59). Έκτοτε, ο δείκτης τιμών διαμερισμάτων καταγράφει σταθερά ανοδική πορεία, ανερχόμενος σε 72,1 το 2021.