Ο φόβος για την ενεργειακή επάρκεια της Ευρώπης προκαλεί “τριγμούς” στις διεθνείς αγορές

Ο φόβος για την ενεργειακή επάρκεια της Ευρώπης προκαλεί “τριγμούς” στις διεθνείς αγορές
Photo: pixabay.com
Η επενδυτική ψυχολογία παραμένει πιεσμένη, με τον πόλεμο στην Ουκρανία να μην δείχνει κανένα σημάδι αποκλιμάκωσης και τις πληθωριστικές πιέσεις να επιμένουν.

Με τις κυριότερες διεθνείς αγορές να έχουν στραμμένη τη ματιά τους στις 22 Ιουλίου οπότε κρίνεται, σε μεγάλο βαθμό, η ομαλή επαναφορά της παροχής του φυσικού αερίου από τη Ρωσία στην Ευρώπη, η συγκεκριμένη ημερομηνία ενδέχεται να αναδειχθεί στην πλέον σημαντική του έτους. Τουλάχιστον αυτό εκτιμά η Deutsche Bank σε σχετική ανάλυσή της.

Σύμφωνα με έρευνα μεταξύ διεθνών αναλυτών, εάν επαληθευτεί το αρνητικό σενάριο της συγκεκριμένης υπόθεσης, αναμένεται υποχώρηση των τιμών των ευρωπαϊκών μετοχών. Τα spreads των κρατών του Ευρωπαϊκού Νότου θα ανέλθουν στα επίπεδα των αρχών του 2020, το ευρώ θα βυθιστεί στα 90 σεντς και μια μεγάλη ύφεση θα καθηλώσει την Ευρώπη. Οι μεγαλύτερες “αρκούδες”, δε, εκτιμούν ότι ο δείκτης – βαρόμετρο των αμερικανικών αγορών, S&P 500, μπορεί να υποχωρήσει ακόμη έως και 20%.

Την ίδια ώρα πληθαίνουν οι προειδοποιήσεις για ύφεση. Η πιθανότητα η παγκόσμια οικονομία να βυθιστεί σε ύφεση πλησιάζει το 50% καθώς οι κεντρικές τράπεζες συσφίγγουν τη νομισματική πολιτική και η ζήτηση για αγαθά αποδυναμώνεται, σημειώνει η Citigroup.

Η επενδυτική ψυχολογία παραμένει πιεσμένη, με τον πόλεμο στην Ουκρανία να μην δείχνει κανένα σημάδι αποκλιμάκωσης και τις πληθωριστικές πιέσεις να επιμένουν, υποχρεώνοντας τις κεντρικές τράπεζες σε ολόκληρο τον κόσμο σε επιθετικές αυξήσεις των επιτοκίων τους, τροφοδοτώντας έτσι τις ανησυχίες για σοβαρή επιβράδυνση ή και ύφεση της παγκόσμιας οικονομίας.

Μεγάλο σοκ στα κέρδη των επιχειρήσεων διεθνώς, εξέλιξη που δεν έχει αποτιμηθεί από τις χρηματιστηριακές αγορές, εκτιμά η Goldman Sachs.

Η Morgan Stanley προειδοποίησε ότι πολλές αμερικανικές εταιρείες θα υποφέρουν καθώς οι διεθνείς τους δραστηριότητες γίνονται λιγότερο κερδοφόρες, λόγω της ανόδου του δολαρίου, αναγκάζοντας πολλές από αυτές να αναθεωρήσουν προς τα κάτω τις προβλέψεις για τα αποτελέσματά τους και να βλέπουν τις μετοχές τους να υποχωρούν.

Ευρώ- δολάριο

Η ενίσχυση του δολαρίου έφερε το ευρώ σε χαμηλό 20ετίας και σε απόλυτη ισοτιμία 1:1 με το αμερικανικό νόμισμα, ενώ πριν έναν χρόνο το ευρώ άξιζε 1,18 δολάρια. Σημειώνεται ότι από την αρχή του έτους το ευρώ έχει χάσει άνω του 12% έναντι του αμερικανικού νομίσματος. Ο δείκτης που παρακολουθεί την τιμή του δολαρίου έναντι έξι ξένων βασικών νομισμάτων, έχει ενισχυθεί κατά 16% τον τελευταίο χρόνο, ένα ιστορικό ράλι, όπως το χαρακτήρισαν αναλυτές της Morgan Stanley .

Υπάρχουν δύο βασικοί, παράγοντες που οδηγούν το ευρώ χαμηλότερα.

Πρώτον, οι διαφορές επιτοκίων με τις ΗΠΑ συνέχισαν να διευρύνονται καθώς οι προοπτικές για την οικονομική ανάπτυξη, και ως εκ τούτου για αυστηρότερη νομισματική πολιτική, στις ΗΠΑ και την Ευρώπη αποκλίνουν. Η ευρωζώνη φαίνεται να οδεύει προς την ύφεση, ενώ η οικονομία των ΗΠΑ συνεχίζει να διατηρείται καλύτερα.

Η Fed έχει αυξήσει ήδη τρεις φορές το βασικό επιτόκιό της, το οποίο ανέρχεται σε 1,5% έως 1,75%, ενώ η ΕΚΤ αναμένεται να προχωρήσει στην πρώτη αύξηση στις 21 Ιουλίου, με το βασικό επιτόκιο δανεισμού της να είναι σήμερα μηδενικό και το επιτόκιο αποδοχής καταθέσεων αρνητικό (-0,50%).

Η αναμενόμενη πιο επιθετική επιτοκιακή πολιτική από την FED μετά την αύξηση του πληθωρισμού 9,1% τον Ιούνιο, σε υψηλά 41 ετών, διευρύνει περαιτέρω τη απόσταση της Ευρωζώνης με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Όμως με την αύξηση των επιτοκίων από την ΕΚΤ αναμένεται και κάποια αντίδραση του ευρώ.

Η Goldman Sachs εκτιμά ότι το ευρώ, θα ανακάμψει και θα διαμορφωθεί στα 1,05 δολάρια το επόμενο τρίμηνο και στα 1,15 δολάρια το επόμενο 12μηνο.

Αντιθέτως στα 0,97 δολ. βλέπει το ευρώ η Citigroup μέσα στο επόμενο τρίμηνο , αν και εκτιμά ότι η δίκαιη τιμή του ευρωπαϊκού νομίσματος βρίσκεται στη ζώνη των 1,06-1,10 δολαρίων.

Η ING εκτιμά ότι οι πιθανότητες διάσπασης κάτω από την ισοτιμία είναι υψηλότερες από μια σημαντική ανάκαμψη στο ευρώ/δολάριο και είναι πιθανή μια περαιτέρω τεχνική πτώση στην περιοχή του 0,9800-0,9900.

Σύμφωνα με την UBS το ράλι του δολαρίου δεν θα έχει διάρκεια, ενώ θεωρεί ως πιο ασφαλές καταφύγιο το ελβετικό φράγκο.

Πετρέλαιο – Φυσικό αέριο

Οι εξελίξεις στην αγορά πετρελαίου σήμερα συγκρίνονται με τις ενεργειακές κρίσεις της δεκαετίας του ’70 – της ανόδου των τιμών μετά το πετρελαϊκό εμπάργκο του ΟΠΕΚ το 1973-74 και την περαιτέρω άνοδο των τιμών κατά τη διάρκεια του πολέμου Ιράν-Ιράκ το 1980. Και οι δύο κρίσεις οδήγησαν σε ύφεση την οικονομία και συνοδεύτηκαν από υψηλό πληθωρισμό και ιστορικά υψηλά επιτόκια.

Κατά την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 η τιμή του Brent από τα 140 δολ. τον Ιούλιο του 2008, υποχώρησε στα 40 δολάρια το βαρέλι στο τέλος του ίδιους έτους.

Εκτίναξη της τιμής του πετρελαίου μπρεντ στα 140 δολάρια το βαρέλι το επόμενο τρίμηνο προβλέπει η Goldman Sachs και σε βάθος 12μήνου η εκτιμά ότι η τιμή του θα διαμορφωθεί στα 130 δολάρια το βαρέλι.

Αντιθέτως η Citigroup εκτιμά ότι μπορεί να υποχωρήσει μέχρι τα 60 δολάρια(!) το βαρέλι . Με την προϋπόθεση ότι η παγκόσμια οικονομία θα περάσει σε ύφεση, δίνοντας παράλληλα μία ακόμη πιο εντυπωσιακή πρόβλεψη για πτώση του πετρελαίου στα 40 δολάρια το 2023.

Η αύξηση των αμερικανικών επιτοκίων οδηγεί σε ανατίμηση του δολαρίου έναντι του ευρώ και άλλων μεγάλων νομισμάτων, κάτι που συγκρατεί τις τιμές του αργού. Το πετρέλαιο τιμολογείται σε δολάρια και κατά συνέπεια γίνεται ακριβότερο για τους καταναλωτές που πρέπει να πληρώσουν με άλλα νομίσματα, μειώνοντας τη ζήτησή του.

Σε δύο εβδομάδες, ορισμένες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις ενδέχεται να χρειαστεί να ενεργοποιήσουν σχέδια έκτακτης ανάγκης για δελτίο φυσικού αερίου εάν δεν αποκατασταθούν οι προμήθειες ρωσικού αερίου, επισημαίνει η Citigroup και η τιμή του φυσικού αερίου μπορεί να σκαρφαλώσει έως και τα 250 ευρώ/MWh.

Σε περίπτωση που η Ρωσία διακόψει οριστικά την παροχή φυσικού αερίου, η Goldman Sachs εκτιμά πως το ενεργειακό κόστος θα εκτοξευτεί κατά περίπου 65% σε σχέση με σήμερα ( 300% σε σχέση με το καλοκαίρι του 2020) που ήδη η τιμή της μεγαβατώρας βρίσκεται στα ύψη .

Ομόλογα

Στο πρώτο εξάμηνο του 2022 οι απώλειες των 10ετών ομολόγων του αμερικανικού δημοσίου ανήλθαν σε 13%, η χειρότερη επίδοση για πρώτο εξάμηνο, από το 1788(!), καθώς εντείνονται οι ανησυχίες ότι ο υψηλός πληθωρισμός ήρθε για να μείνει και οι επιτοκιακές αυξήσεις θα είναι πολύ μεγαλύτερες από ό,τι αρχικά υπολογιζόταν. Απώλειες 22% σημείωσαν για τα γερμανικά ομόλογα και 25% για τα ιταλικά ομόλογα.

Η JP Morgan συστήνει long θέσεις στα 5ετή γερμανικά ομόλογα έναντι των αμερικάνικων ομολόγων, underweight θέσεις στην περιφέρεια μέσω short στα ιταλικά 10ετή ομόλογα έναντι των 10ετών γερμανικών και long θέσεις στα βελγικά 30ετή ομόλογα έναντι των γαλλικών, long στα 10ετή αυστριακά έναντι των γαλλικών επίσης, και short θέσεις στα 15ετή πορτογαλικά έναντι των ισπανικών ομολόγων.

Η Goldman εκτιμά ότι η απόδοση των γερμανικών 10ετών ομολόγων εκτιμάται ότι θα αυξηθεί στο 1,91% το επόμενο τρίμηνο και στο 2% σε βάθος 12μήνου, αλλά η συνολική απόδοση για τους επενδυτές θα μειωθεί περαιτέρω λόγω της μείωσης των τιμών.

Χρυσός- Εμπορεύματα

Απογοητεύει τους λάτρεις του το “κίτρινο μέταλλο” με την τιμή τους καθηλωμένη στα επίπεδα των 1.710 δολ. Συνήθως σε περιόδους υψηλού πληθωρισμού δείχνει την λάμψη του.

Όμως το ισχυρό δολάριο και οι ανησυχίες για την αύξηση των επιτοκίων συνεχίζουν να επιβαρύνουν το πολύτιμο μέταλλο, με τον χρυσό να μην μπορεί να επωφεληθεί από τη συνεχιζόμενη αποστροφή των επενδυτών για τοποθετήσεις που ενέχουν ρίσκο.

Σύμφωνα με τους αναλυτές οι τιμές του χρυσού θα μπορούσαν να υποχωρήσουν προσωρινά κάτω από το επίπεδο των 1.700 δολαρίων και στη συνέχεια να λάβουν ισχυρή στήριξη γύρω στα 1.670 δολάρια.

Πάντως η Goldman Sachs προβλέπει μεγάλη άνοδο της τιμής του χρυσού κατά 20,3% μέσα στο επόμενο τρίμηνο στα 2.100 δολάρια η ουγκιά και κατά 43,2% στο 12μηνο στα 2.500 δολάρια.

Οι τιμές των εμπορευμάτων δείχνουν ύφεση εκτιμούν αρκετοί αναλυτές και σημειώνουν ότι το γεγονός αυτό θυμίζει την πορεία της χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008. Οι τιμές του χαλκού ή του νικελίου, για παράδειγμα, έχουν υποχωρήσει κατά 20 έως 40 τοις εκατό από τον Μάιο. Και ενώ οι υπόλοιπες αγορές βίωναν έναν κατήφορο χωρίς τέλος, εκείνη των εμπορευμάτων κάλπαζε με «οδηγό» την ενέργεια. Ήταν το πιο δυναμικό ράλι για τα εμπορεύματα από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο δείκτης CRB Commodities έχει ενισχυθεί 30% από τις αρχές του έτους.