Στην ΕΕ οι μισοί αμπελώνες του κόσμου – Το μερίδιο της Ελλάδας
- 25/08/2022, 10:37
- SHARE
Μερίδιο 3,2% στους αμπελώνες της ΕΕ κατέχει η Ελλάδα, σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat που χαρτογραφούν τον κλάδο σε μια συγκυρία που οι εγχώριοι παραγωγοί αμπελοοινικών προϊόντων εκπέμπουν σήμα κινδύνου λόγω της συμπίεσης των τιμών και της εκτίναξης του κόστους καλλιέργειας από τις πολλαπλές κρίσεις – από την δημοσιονομική που επέβαλε τον ΕΦΚ στο κρασί και την πανδημία που έπληξε την εστίαση μέχρι την ενεργειακή κρίση.
Ειδικότερα, η ΕΕ κατέχει το 45% των αμπελουργικών περιοχών του κόσμου (με 3,2 εκατ. εκτάρια ή 32 εκατ. στρέμματα) ενώ η Ελλάδα έχει μερίδιο 3,2% και διαθέτει αμπελώνες έκτασης 103.058 εκταρίων, εκ των οποίων 64.409 εκτάρια με οινοποιήσιμες και 38.560 εκτάρια με επιτραπέζιες ποικιλίες.
Τα στοιχεία της Eurostat με έτος βάσης το 2020, δείχνουν ότι οι αμπελοοινικές εκμεταλλεύσεις για κρασί στην συντριπτική τους πλειοψηφία είναι πολύ μικρές, με το 83,3% να διαθέτει λιγότερο από 1 εκτάριο αμπελώνων. Η Ισπανία, η Γαλλία και η Ιταλία αντιπροσώπευαν μαζί τα τρία τέταρτα (74,9%) της αμπελουργικής έκτασης στην ΕΕ και περίπου τα δύο πέμπτα (38,7%) των εκμεταλλεύσεων αμπελοκαλλιεργειών.
Σύμφωνα με την επεξεργασία των στατιστικών στοιχείων της Eurostat από τον ΚΕΟΣΟΕ, οι κύριες ποικιλίες αμπέλου για το κόκκινο κρασί αντιπροσωπεύουν την πλειονότητα (52,7%) όλων των κύριων ποικιλιών αμπέλου, με εκείνες για το λευκό κρασί να αντιπροσωπεύουν το μεγαλύτερο μέρος των υπολοίπων (44,6%). Τα αμπέλια για ποιοτικά κρασιά -προϊόντα προστατευόμενης ονομασίας προέλευσης και προστατευόμενης γεωγραφικής ένδειξης- κυριαρχούν στους ευρωπαϊκούς αμπελώνες αποτελώντας το 82,4% της συνολικής έκτασης. Τα αμπέλια ηλικίας άνω των 30 ετών αντιπροσώπευαν το 2020 λίγο περισσότερο από το ένα τρίτο (36,7%), με τα άλλα δύο πέμπτα (41,3%) να αντιστοιχούν σε αμπέλια ηλικίας μεταξύ 10 και 29 ετών.
Αύξηση εκμεταλλεύσεων στην Ελλάδα
Εντωμεταξύ, ειδικά στην Ελλάδα, σύμφωνα με στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ από το 2015 μέχρι το 2020 αυξήθηκε κατά 2,3% ο συνολικός αριθμός των εκμεταλλεύσεων με αμπελώνες. Από το σύνολο των εκτάσεων τα 644.088 στρέμματα καλλιεργούνται με οινάμπελα, καταγράφοντας αύξηση 1,7% σε σχέση με το 2015 και τα 385.261 στρέμματα καλλιεργούνται με σταφιδάμπελα, καταγράφοντας μείωση 3,1%. Αναφορικά με την περιφερειακή κατανομή οι περισσότερες εκτάσεις καταγράφονται στην Πελοπόννησο με 247.739 στρέμματα, μειωμένες κατά 3,1% και ακολουθεί η Κρήτη με 221.845 στρέμματα (-1,6%) και η Δυτική Ελλάδα με 164.521 στρέμματα (0,05%).
Λιγότερες εκμεταλλεύσεις στην ΕΕ
Στην ευρύτερη ευρωπαϊκή αγορά, τα στοιχεία της Eurostat δείχνουν ότι μεταξύ 2015 και 2020, υπήρχαν 257.000 λιγότερες αμπελουργικές εκμεταλλεύσεις στην ΕΕ, ήτοι μείωση 10,3%. Οι περισσότερες από αυτές τις απώλειες εκμεταλλεύσεων προήλθαν από τις πολύ μικρές εκμεταλλεύσεις αμπελώνων. Υπήρξαν απότομες μειώσεις στον αριθμό των αμπελώνων σε ορισμένα κράτη μέλη, αλλά ιδιαίτερα στην Πορτογαλία (απώλεια 98.000 εκμεταλλεύσεων), στην Ιταλία (απώλεια 78.000 εκμεταλλεύσεων) και στην Ισπανία (απώλεια 34.000 εκμεταλλεύσεων). Παρά αυτές τις απώλειες, η έκταση των αμπελώνων για την παραγωγή κρασιού παρέμεινε σχετικά σταθερή (-1,1%) μεταξύ 2015 και 2020.
Περιφερειακή εξειδίκευση και μέγεθος
Τα στοιχεία δείχνουν μεταξύ άλλων ότι υπάρχουν ορισμένες περιφέρειες στην ΕΕ που ειδικεύονται στην παραγωγή κρασιού. Διαπιστώνεται εκτεταμένη περιφερειακή εξειδίκευση στη Γαλλία, την Ισπανία, την Ιταλία και την Πορτογαλία καθώς και σε απομονωμένες περιοχές σε άλλα κράτη μέλη, όπως η Βιέννη στην Αυστρία, η Αττική στην Ελλάδα (9,4%) και η Ρηνανία-Πφάλτζ στη Γερμανία.
Οι αμπελώνες της ΕΕ είναι συνήθως μικροί, ιδιαίτερα σε σύγκριση με το μέγεθος άλλων εκμεταλλεύσεων που καλλιεργούν φυτά ή εκτρέφουν ζώα. Οι μικρότεροι αμπελώνες στην ΕΕ, με βάση τα στοιχεία της μελέτης, είναι στη Ρουμανία και στην Κροατία, την Ελλάδα, τη Σλοβενία και την Κύπρο. Αντίθετα, το μέσο μέγεθος μιας εκμετάλλευσης αμπελώνα στη Γαλλία ανέρχεται σε 10,5 εκτάρια, υπερδιπλάσιο από τον επόμενο υψηλότερο μέσο όρο των 4,6 εκταρίων του Λουξεμβούργου.
Οι ποικιλίες, από το Ροδίτη και το Σαββατιανό στο Merlot noir
Οι κύριες ποικιλίες αμπέλου στην ΕΕ αντιπροσώπευαν το 91,1% της συνολικής έκτασης που φυτεύτηκε με αμπέλια. Σημειώνεται ότι είναι πάνω από 500 οι κυριότερες ποικιλίες αμπέλου στην ΕΕ, με 96 να συναντώνται μόνο στην Ιταλία. Οι ποικιλίες ερυθρού κρασιού αντιπροσωπεύουν την πλειονότητα των εκτάσεων αμπελώνα στη Γαλλία (63,3%), την Πορτογαλία (62,1%), την Κύπρο (58,0%), τη Βουλγαρία (55,5%) και την Ισπανία (52,3%). Οι ποικιλίες λευκού κρασιού αντιπροσωπεύουν την πλειοψηφία των αμπελιών σε Αυστρία (68,4%), Σλοβενία (68,3 %), Γερμανία (68,1 %), Κροατία (67,3%), Ουγγαρία (65,8%), Σλοβακία (65,0%), Ρουμανία (62,7%) και Τσεχία (61,1%). Στην Ισπανία και την Ιταλία, υπήρξε σχετικά ομοιόμορφος διαχωρισμός μεταξύ ερυθρών και λευκών κύριων ποικιλιών αμπέλου. Στην Ελλάδα, περίπου το ένα πέμπτο (20,9%) των αμπελιών προορίζονται για άλλες έγχρωμες ποικιλίες, ιδιαίτερα για τη ροζ ποικιλία “Ροδίτης”.
Μάλιστα τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ αναφέρουν ότι οι οινοποιήσιμες ποικιλίες με τη μεγαλύτερη έκταση στην Ελλάδα για το 2020 είναι το Σαββατιανό με 18.455 εκμεταλλεύσεις και 103.699 στρέμματα και ο Ροδίτης με 28.787 εκμεταλλεύσεις και 90.598 στρέμματα. Η έκταση των δύο αυτών ποικιλιών αποτελεί το 30,2% της συνολικής έκτασης με οινάμπελα.
Σύμφωνα με τη Eurostat, το 2020, οι πιο καλλιεργούμενες κύριες ερυθρές ποικιλίες στην ΕΕ ήταν το Tempranillo tinto (13,8% της συνολικής έκτασης με κύριες ποικιλίες αμπέλου για κόκκινο κρασί), το Merlot noir (11,5%) και το Garnacha tinta (9,5%). Οι πιο καλλιεργημένες κύριες λευκές ποικιλίες ήταν η Airen (14,9% της συνολικής έκτασης με κύρια ποικιλίες αμπέλου για λευκό κρασί), η Trebbiano toscano (9,9%) και το Chardonnay blanc (7,8%).
Οι περισσότερες ποικιλίες, ακόμη και οι πιο ευρέως φυτεμένες, τείνουν να καλλιεργούνται σε σχετικά στενή γεωγραφική εξάπλωση: για παράδειγμα, το Airen καλλιεργείται μόνο στην Ισπανία, το Tempranillo tinto μόνο στην Ισπανία και την Πορτογαλία και το Trebbiano toscano κυρίως στη Γαλλία και την Ιταλία. Οι βασικές εξαιρέσεις ήταν το Merlot noir και το Chardonnay, οι οποίες φυτεύτηκαν η κάθε μία σε 14 κράτη μέλη.