Οικονομία: Η παρακαταθήκη του 2022 και οι δημοσιονομικές κακοτοπιές
- 08/03/2023, 10:20
- SHARE
Σε σταθερή τροχιά για την επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων του 2023 και ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας είναι η οικονομία, όπως επιβεβαίωσαν τα στοιχεία για την πορεία του ΑΕΠ την περσινή χρονιά αλλά και οι εκτιμήσεις του διοικητή της ΤτΕ, που προέβλεψε σε συνέντευξή του στους FT ότι ο πιθανότερος χρόνος της αναβάθμισης είναι αμέσως μετά τις εκλογές, χωρίς να αποκλείεται να έρθει και νωρίτερα.
H Ελλάδα, που έχασε την επενδυτική βαθμίδα το 2011, υπεραποδίδει του μέσου όρου των χωρών της ΕΕ, με ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ 5,9% σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία που ανακοίνωσε χθες η ΕΛΣΤΑΤ. Η χώρα έχοντας καταφέρει να διορθώσει τις μακροοικονομικές ανισορροπίες και να βελτιώσει την ανταγωνιστικότητα των τιμών και των μισθών, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της ΤτΕ, πρέπει να προσηλωθεί στη συνέχιση των μεταρρυθμίσεων ώστε να βελτιώσει και την διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα που παραμένει χαμηλή σε σύγκριση με άλλα μέλη της ευρωζώνης.
Το θετικό momentum δημιουργεί ευκαιρία και για μείωση του λόγου χρέους προς το ΑΕΠ, ώστε σε εννιά χρόνια περίπου οι πληρωμές τόκων, να μην δημιουργήσουν νέο πρόβλημα χρέους. Σημειώνεται ότι με βάση τα στοιχεία για το ΑΕΠ του 2022 ο λόγος δημοσίου χρέους προς ΑΕΠ υπολογίζεται σε 168,9%, για να κατέλθει σε 159,3% το 2023. Υπενθυμίζεται ότι το ΔΝΤ έχει προβλέψει ότι το χρέος θα διαμορφωθεί στο 169,8% του ΑΕΠ το 2023 ενώ σύμφωνα με τη Moody’s αναμένεται να διαμορφωθεί στο 162,9% του ΑΕΠ πετυχαίνοντας μείωση κατά 31,6% την περίοδο 2021-2023. Βελτίωση της βιωσιμότητας του χρέους σημαίνει ότι η μείωση του χρέους θα είναι προτεραιότητα της δημοσιονομικής πολιτικής τα επόμενα χρόνια, προκειμένου αφενός να αποφευχθεί στο μέλλον μια επανάληψη της κρίσης χρέους του παρελθόντος και, αφετέρου, για να μην αυξηθεί το κόστος δανεισμού του ιδιωτικού τομέα. Άλλωστε, η μακρά διάρκεια αποπληρωμής των δανείων του μηχανισμού στήριξης (άνω των 30 ετών) επιτάσσει μια μακροχρόνια οπτική της βιωσιμότητας του ελληνικού δημοσίου χρέους. Εξάλλου, ο όγκος του δημόσιου χρέους αναμένεται να επιβαρυνθεί μετά το 2032, όταν θα λήξει η περίοδος αναβολής πληρωμών τόκων του δανείου του EFSF.
Εντωμεταξύ, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα δεν προβλέπεται να κλείσει σύντομα τον κύκλο αύξησης των επιτοκίων λαμβάνοντας υπόψη τον αργό ρυθμό αποκλιμάκωσης του πληθωρισμού, αλλά και τις προβλέψεις διεθνών οίκων που μιλούν για αυξήσεις της τάξης των 50 μονάδων βάσης στις δύο επόμενες συνεδριάσεις, 16 Μαρτίου και 4 Μαΐου, με τον πήχη του τελικού επιτοκίου να φτάνει στο 4% μεσοπρόθεσμα.
Εν κατακλείδι, στο επόμενο διάστημα κρίσιμος παράγοντας για την πορεία της εθνικής οικονομίας θα είναι τόσο ο πληθωρισμός, λόγω των επιπτώσεών του στα εισοδήματα των πολιτών και επομένως στην κατανάλωση, όσο και η επιτάχυνση των δράσεων για να ικανοποιηθούν οι στόχοι στο πλαίσιο της αξιοποίησης του Ταμείου Ανάκαμψης.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ: