Alpha Bank: Πότε θα κλείσει η «ψαλίδα» της ελληνικής οικονομίας με την Ευρώπη
- 20/04/2023, 11:40
- SHARE
Η ισχυρότερη οικονομική μεγέθυνση της Ελλάδας σε σχέση με την Ευρώπη στη μεταπανδημική περίοδο, επαναφέρει το ζήτημα της σύγκλισης στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος. Πόσο έχει μείνει πίσω η χώρα μας σε αυτό το μέτωπο, μετά τη χαμένη δεκαετία ύφεσης και στασιμότητας; Πόσο ταχύς είναι ο περιορισμός του παραγωγικού κενού που συντελείται την τελευταία διετία και ποιοί παράγοντες μπορούν να ενισχύσουν τις παραγωγικές δυνατότητες της χώρας;
Οπως αναφέρει η Alpha Bank στο εβδομαδιαίο της δελτίο για την οικονομία, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ελλάδας ανήλθε το 2022, με βάση τις Ισοτιμίες Αγοραστικής Δύναμης (ΙΑΔ), στο επίπεδο που είχε καταγραφεί το 2008, τη χρονιά που ξεκίνησε η παγκόσμια χρηματοοικονομική κρίση. Ωστόσο, ο βαθμός σύγκλισης με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, δηλαδή το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ελλάδας ως ποσοστό του κοινοτικού μέσου δεν έχει προσεγγίσει το επίπεδο εκείνης της χρονιάς, αφού, από το 2009 έως το 2018, η οικονομική μεγέθυνση στη χώρα μας είτε ήταν αρνητική, είτε υπολειπόταν του ευρωπαϊκού μέσου.
Παρά το γεγονός ότι το 2022 το κατά κεφαλήν ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 15%, το ποσοστό σύγκλισης εξακολουθεί να είναι αρκετά χαμηλό, καθώς διαμορφώθηκε στο 68%. Το εν λόγω ποσοστό ήταν το τρίτο χαμηλότερο μεταξύ των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ-27) το 2022 και σημαντικά μειωμένο σε σύγκριση με την περίοδο πριν την οικονομική κρίση στη χώρα. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι το 2002 το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ελλάδας ανερχόταν στο 93,3% του αντίστοιχου μεγέθους της ΕΕ-27.
Το πραγματικό ΑΕΠ της χώρας μας αναμένεται, σύμφωνα με τις διαθέσιμες προβλέψεις, να αυξηθεί με ρυθμό υψηλότερο από τον μέσο όρο της ΕΕ-27 την επόμενη διετία. Συγκεκριμένα, στις χειμερινές προβλέψεις της η Ευρωπαϊκή Επιτροπή (European Economic Forecast, Winter 2023) εκτιμά ότι το ΑΕΠ θα αυξηθεί το 2023 κατά 0,8% στην ΕΕ-27 και 1,2% στη χώρα μας, ενώ, βάσει των πιο πρόσφατων εκτιμήσεων, ο ρυθμός μεγέθυνσης της Ελλάδας για το τρέχον έτος θα υπερβεί το 2% (Τράπεζα της Ελλάδος – Έκθεση του Διοικητή για το 2022, Διεθνές Νομισματικό Ταμείο – World Economic Outlook, April 2022).
Ως εκ τούτου, η αναλογία του κατά κεφαλήν ΑΕΠ προς τον ευρωπαϊκό μέσο εν μέρει θα βελτιωθεί.
Παράλληλα, η διαφορά μεταξύ του δυνητικού από το πραγματικό ΑΕΠ, δηλαδή του προϊόντος που πράγματι παράγεται και του δυνάμενου να παραχθεί, εάν χρησιμοποιούνταν πλήρως οι διαθέσιμοι παραγωγικοί συντελεστές, έχει σχεδόν εξαλειφθεί, πρωτίστως λόγω της ισχυρής ανόδου της καταναλωτικής και επενδυτικής ζήτησης. Δεν επαρκεί, όμως, αυτό για μια ταχύτερη σύγκλιση του κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ελλάδας με εκείνο της ΕΕ-27.
Το τελευταίο απαιτεί μεσομακροπρόθεσμα τη διεύρυνση των παραγωγικών δυνατοτήτων της οικονομίας και επακόλουθα του δυνητικού προϊόντος, μέσω της ενίσχυσης του εργατικού δυναμικού και του φυσικού κεφαλαίου της χώρας, καθώς και της παραγωγικότητας των δύο παραγωγικών συντελεστών.
Οι επενδύσεις που θα πραγματοποιηθούν το τρέχον αλλά και τα επόμενα χρόνια, στο πλαίσιο της υλοποίησης του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, με προτεραιότητα στην πράσινη και ψηφιακή μετάβαση, αναμένεται να έχουν ισχυρή πολλαπλασιαστική επίδραση, συμβάλλοντας στη βελτίωση των παραγωγικών δυνατοτήτων της οικονομίας.
Σε συνδυασμό, μάλιστα, με τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που στοχεύουν στην ενίσχυση της συμμετοχής στην αγορά εργασίας, της συνολικής παραγωγικότητας αλλά και της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας, μπορούν να αποτελέσουν τον βασικό παράγοντα που θα οδηγήσει στη σταδιακή άνοδο του δυνητικού προϊόντος της χώρας. Από την άλλη πλευρά, οι δημογραφικές εξελίξεις και κυρίως η γήρανση του πληθυσμού, θα περιορίσουν μακροπρόθεσμα τις παραγωγικές δυνατότητες της ελληνικής οικονομίας.
Δυνητικό ΑΕΠ και Παραγωγικό Κενό
Το δυνητικό ΑΕΠ αντικατοπτρίζει τις παραγωγικές δυνατότητες της χώρας και προσδιορίζεται από το επίπεδο του κεφαλαίου, της εργασίας αλλά και της παραγωγικότητάς τους, ενώ όταν υπολείπεται του πραγματικού, αποτελεί ένδειξη υπερβάλλουσας ζήτησης και υπερθέρμανσης της οικονομίας.
Σημειώνεται ότι η διαφορά των δύο μεγεθών, δηλαδή το πραγματικό μείον το δυνητικό ΑΕΠ, ορίζεται ως παραγωγικό κενό και εκφράζεται, συνήθως, ως ποσοστό του δεύτερου. Για την περίοδο από το 2004 και μετά, το δυνητικό ΑΕΠ έφτασε στο υψηλότερο σημείο του το 2009, όταν διαμορφώθηκε σε Ευρώ 238,6 δισ. (σε σταθερές τιμές 2015). Παρά το γεγονός ότι το τελευταίο αυξανόταν μέχρι και το 2009, την τριετία 2006-2008, το πραγματικό ΑΕΠ διαμορφώθηκε σε ακόμα υψηλότερο επίπεδο, με αποτέλεσμα το παραγωγικό κενό να εξαλειφθεί. Το τελευταίο καταδεικνύει υψηλή ζήτηση, καθώς και ότι η οικονομία λειτουργεί με υψηλότερο ρυθμό από αυτόν που μπορεί να διατηρήσει με βιώσιμο τρόπο.
Κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης της προηγούμενης δεκαετίας, οι παραγωγικές δυνατότητες της χώρας αποδυναμώθηκαν, εξαιτίας της παρατεταμένης περιόδου αποεπένδυσης αλλά και της εκροής καταρτισμένου ανθρώπινου κεφαλαίου στο εξωτερικό (brain drain). Ως αποτέλεσμα, το εκτιμώμενο δυνητικό ΑΕΠ μειώθηκε σωρευτικά κατά 18%, μεταξύ 2009 και 2021. Επιπρόσθετα, η πτώση της ζήτησης και η οικονομική ύφεση εν γένει διαμόρφωσαν το παραγωγικό κενό, ειδικά στα πρώτα χρόνια της προηγούμενης δεκαετίας, σε επίπεδο πλησίον του -20% του δυνητικού ΑΕΠ.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ: