Ραγδαίες εξελίξεις στις ΗΠΑ: Θρίλερ με την αύξηση του χρέους μετά την αποχώρηση των Ρεπουμπλικανών
- 20/05/2023, 15:06
- SHARE
H εκθετική αύξηση του δημόσιου χρέους των ΗΠΑ την τελευταία 15ετία δεν επηρέασε τη δυνατότητά δανεισμού τους από τις αγορές αλλά οι επανειλημμένες πολιτικές διαμάχες στο εσωτερικό της χώρας για την αύξηση του επιτρεπτού ορίου του ρίχνουν τη σκιά τους στην παγκόσμια οικονομία.
Το πλαφόν στο χρέος θεσπίστηκε το 1917 για να διευκολύνει το υπουργείο Οικονομικών στην έκδοση ομολόγων χωρίς να χρειάζεται νομοθετική ρύθμιση ενόσω ο δανεισμός κινείτο κάτω από το ανώτατο επιτρεπτό όριο.
Όταν ο δανεισμός έφθανε στο επιτρεπτό όριο, έπρεπε η πλειοψηφία και στα δύο σώματα του Κογκρέσου, τη Βουλή των Αντιπροσώπων και τη Γερουσία, να ψηφίσει για την αύξηση ή την προσωρινή αναστολή του.
Η διαδικασία αυτή αποτελούσε μάλλον ρουτίνα τον προηγούμενο αιώνα. Από το 1960 έγιναν συνολικά 78 αυξήσεις στο όριο χρέους των ΗΠΑ, από τις οποίες οι 49 με Ρεπουμπλικάνο και οι 29 με Δημοκρατικό πρόεδρο.
Τα τελευταία χρόνια, ωστόσο, αυτό άλλαξε, λόγω της μεγάλης πόλωσης στην αμερικανική πολιτική σκηνή. Το 2011, όταν πρόεδρος ήταν ο Μπαράκ Ομπάμα, εξελίχθηκε ένα θρίλερ, με τους Ρεπουμπλικάνους να συμφωνούν στην αύξηση του χρέους δύο ημέρες πριν την ημερομηνία που το υπουργείο Οικονομικών περίμενε ότι θα ξέμενε από χρήματα.
Ωστόσο, η διελκυστίνδα εκείνη είχε αντίκτυπο, με τις αμερικανικές μετοχές να σημειώνουν τη μεγαλύτερη μεταβλητότητα από την κρίση του 2008 και τον οίκο πιστοληπτικής αξιολόγησης S&P να υποβαθμίζει το αξιόχρεο των ΗΠΑ για πρώτη και μοναδική φορά.
Αντίστοιχα, το 2013, όταν πρόεδρος ήταν πάλι ο Ομπάμα, η κωλυσιεργία των Ρεπουμπλικάνων να συναινέσουν στην αύξηση του ορίου χρέους οδήγησε σε προσωρινή αναστολή λειτουργίας υπηρεσιών του αμερικανικού δημοσίου (shutdown). Το όριο του χρέους αυξήθηκε και επί προεδρίας του Ντόναλντ Τραμπ, χωρίς όμως εντάσεις καθώς υπήρξε συμφωνία από την πλευρά των Δημοκρατικών.
Φέτος τον Ιανουάριο, το χρέος των ΗΠΑ έφτασε στο επιτρεπτό όριο των 31,4 τρισ. δολαρίων, το οποίο είναι τριπλάσιο σε σχέση με το επίπεδο χρέους του 2008 (10 τρισ. δολάρια) και σχεδόν 10πλάσιο σε σχέση με το 1990 (3,2 τρισ. δολάρια). Η μεγάλη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 και η πανδημία του κορονοϊού ήταν οι δύο κρίσιμοι σταθμοί που εκτίναξαν το αμερικανικό χρέος, με το ύψος του ως ποσοστό στο ΑΕΠ να φθάνει πέρυσι στο 121,7% του ΑΕΠ από 108,7% το 2019. Συνολικά, από την αρχή του 21ου αιώνα, η δημοσιονομική πολιτική των ΗΠΑ είναι επεκτατική, με ένα μέσο ετήσιο έλλειμμα 1 τρις. δολαρίων.
Από τον Ιανουάριο, το υπουργείο Οικονομικών των ΗΠΑ δεν έχει προχωρήσει σε νέο δανεισμό, για να μην παραβιάσει το πλαφόν του χρέους, καλύπτοντας τις δαπάνες του με τα τρέχοντα έσοδα και κάποιες λογιστικές μεθοδεύσεις. Η υπουργός Οικονομικών, Τζάνετ Γέλεν, είχε προειδοποιήσει πάντως ότι το αμερικανικό δημόσιο δεν θα μπορούσε να πληρώνει υποχρεώσεις του από την 1η Ιουνίου χωρίς την αύξηση του πλαφόν.
Μία αθέτηση πληρωμών των ΗΠΑ για ομόλογά τους θα είχε προφανώς καταλυτικές αρνητικές επιπτώσεις στις διεθνείς αγορές καθώς και στην αμερικανική και την παγκόσμια οικονομία, δεδομένου του μεγέθους του αμερικανικού χρέους. Αυτό κάνει απίθανη τη μη εξεύρεση μίας λύσης.
Ωστόσο, μόλις στις αρχές Μαΐου άρχισαν οι ουσιαστικές διεργασίες για να υπάρξει ένας συμβιβασμός του Λευκού Οίκου με τους Ρεπουμπλικάνους, οι οποίοι έχουν την πλειοψηφία στη Βουλή των Αντιπροσώπων και ζητούν τη μείωση μίας σειράς δαπανών για να δώσουν το πράσινο φως στην αύξηση του ορίου χρέους.
Την περασμένη εβδομάδα, οι διαβουλεύσεις επιταχύνθηκαν και ο πρόεδρος της Βουλής, Κέβιν ΜακΚάρθι, δήλωσε ότι μπορεί να υπάρχει κατ’ αρχή συμφωνία μέσα στο τρέχον Σαββατοκύριακο. Τόσο ο ίδιος όσο και ο Δημοκρατικός πρόεδρος της Γερουσίας, Τσακ Σούμερ, είναι έτοιμοι να συγκαλέσουν τα δύο σώματα για να ψηφίσουν την όποια συμφωνία πριν την 1η Ιουνίου. Την Παρασκευή, όμως, οι συζητήσεις διακόπηκαν λίγο μετά τη συνάντηση των αντιπροσωπειών των δύο πλευρών, με τους Ρεπουμπλικάνους διαπραγματευτές να κατηγορούν την άλλη πλευρά για παράλογη στάση.
Ο πρόεδρος, Τζο Μπάιντεν, είχε ζητήσει από τους Ρεπουμπλικάνους να αυξηθεί το όριο χωρίς τους όρους που έθεταν για τη μείωση των δαπανών, αλλά στη συνέχεια, όταν είδε πως δεν υποχωρούν, μπήκε σε μία διαπραγμάτευση. Πολιτικά, αυτή είναι δύσκολη καθώς οι Ρεπουμπλικάνοι ζητούν να τεθούν πρόσθετοι περιορισμοί για τη χορήγηση επιδόματος τροφής και άλλων κοινωνικών επιδομάτων σε οικονομικά αδύναμους Αμερικανούς πολίτες.
Ενδεχομένως να υπάρξει λύση στο θρίλερ
Με ελπίδες για μια σημαντική πρόοδο μέσα στο Σαββατοκύριακο, ο πρόεδρος Τζο Μπάιντεν και ο ΜακΚάρθι ζήτησαν από τους κορυφαίους εκπροσώπους τους να καταλήξουν σε συμφωνία μετά το προηγούμενο αδιέξοδο των συνομιλιών.
Αισιόδοξος, ο Μακάρθι είπε ότι είναι σημαντικό να υπάρξει μια «κατ’ αρχήν συμφωνία» μέχρι το Σαββατοκύριακο εάν ελπίζουν να φτάσουν σε ψηφοφορία στο Σώμα την επόμενη εβδομάδα. Αυτό θα άφηνε αρκετό χρόνο στη Γερουσία να δράσει πριν από την καταληκτική ημερομηνία της 1ης Ιουνίου.
«Όλοι εργάζονται σκληρά», είπε ο ΜακΚάρθι στο CNN
Όλες οι πλευρές αγωνίζονται για να βρεθεί μια συμφωνία περικοπής του προϋπολογισμού με την οποία να συμφωνούν οι Δημοκρατικοί και οι Ρεπουμπλικάνοι, καθώς οι Ρεπουμπλικάνοι της Βουλής των Αντιπροσώπων του ΜακΚάρθι προσπαθούν να επιτύχουν μεγαλύτερες μειώσεις δαπανών. Αυτές οι περικοπές θα είχαν ως αντάλλαγμα τη συμφωνία των Ρεπουμπλικάνων για να αυξηθεί το όριο χρέους, το οποίο είναι τώρα 31,4 τρισεκατομμύρια δολάρια, και για να συνεχιστεί η πληρωμή των ήδη ληξιπρόθεσμων λογαριασμών της χώρας.
Ο Μπάιντεν και ο Μακάρθι έχουν ως επί το πλείστον χαλαρώσει την έντονη ρητορική σχετικά με τις απαιτήσεις των Ρεπουμπλικάνων. Ο πρόεδρος είπε ότι θα ενημερώνεται για τις συνομιλίες καθώς θα βρίσκεται στο εξωτερικό τις επόμενες μέρες στη σύνοδο κορυφής της Ομάδας των Επτά στην Ιαπωνία. Ο Μπάιντεν διέκοψε το υπόλοιπο ταξίδι του στην Παπούα Νέα Γουινέα και την Αυστραλία, ώστε να επιστρέψει νωρίς στην Ουάσιγκτον.
Στο επίκεντρο της συζήτησης βρίσκονται οι ομοσπονδιακές δαπάνες τα επόμενα χρόνια, καθώς οι Ρεπουμπλικάνοι χρησιμοποιούν την ψηφοφορία για το ανώτατο όριο του χρέους, που συνήθως γίνεται με διακομματική συναίνεση για να αυξηθεί η δανειοληπτική ικανότητα και να πληρωθούν οι λογαριασμοί του έθνους, ως μοχλό για να προωθήσουν τις προτεραιότητές τους στον προϋπολογισμό.
Το περίγραμμα μιας συμφωνίας περιλαμβάνει ορισμένες περικοπές, ανάκτηση των αδιάθετων χρημάτων για τον COVID-19 και ένα πλαίσιο για τη συζήτηση νέων κανόνων αδειοδότησης για ταχύτερη ανάπτυξη ενεργειακών έργων, αλλά οι λεπτομέρειες παραμένουν ισχνές.
Οι Ρεπουμπλικάνοι του Μακάρθι θέλουν να περιορίσουν τις δαπάνες στα επίπεδα του 2022 και να περιορίσουν τις ετήσιες αυξήσεις σε μόλις 1% την επόμενη δεκαετία – εξαιρώντας δαπάνες για την άμυνα και τους βετεράνους – καθώς οι Δημοκρατικοί λένε ότι θα ήταν καταστροφικές περικοπές που θα προκαλούσαν δυσκολίες σε πολλούς Αμερικανούς. Οι Δημοκρατικοί αντιστέκονται και οι διαπραγματευτές εξετάζουν να προτείνουν δημοσιονομικά ανώτατα όρια για τα επόμενα χρόνια ως εναλλακτική λύση σε όρια που θα επεκτείνονταν για μια δεκαετία.
Ένας τομέας στον οποίο φαίνεται πιο πιθανό να συμφωνήσουν όλες οι πλευρές θα ήταν η πρόταση των Ρεπουμπλικάνων για ανάκτηση περίπου 30 δισεκατομμυρίων δολαρίων σε αδιάθετα κεφάλαια για τον COVID-19 τώρα που η ομοσπονδιακή κυβέρνηση κήρυξε επίσημο τέλος στην έκτακτη ανάγκη λόγω πανδημίας. Όσον αφορά τις αλλαγές για την αδειοδότηση ενεργειακών έργων, οι Ρεπουμπλικάνοι φέρεται να θέλουν να αναιρέσουν τον Νόμο για την Εθνική Περιβαλλοντική Πολιτική, για να επιτραπεί η έγκριση και ανάπτυξη ενεργειακών έργων πιο γρήγορα, χωρίς χρόνια καθυστερήσεων από μηνύσεις και αγωγές.
Ο χρόνος είναι λίγος πριν από την προθεσμία της 1ης Ιουνίου για να αυξηθεί το όριο του χρέους και να αποφευχθεί μια καταστροφική χρεοκοπία.