Οικονομία: Προτεραιότητες μετά την «εδραίωση» πολιτικής σταθερότητας
- 23/05/2023, 08:47
- SHARE
Συνετή δημοσιονομική πολιτική ώστε η χώρα να επιτυγχάνει πρωτογενή πλεονάσματα 2,1% το 2024, 2,3% το 2025 και 2,5% το 2026, συνέχιση της μείωσης του δημόσιου χρέους και συνέχιση των μεταρρυθμίσεων είναι ορισμένα βασικά πεδία που θα πρέπει να φέρει αποτελέσματα η νέα κυβέρνηση μετά την εδραίωση της προσδοκώμενης πολιτικής σταθερότητας στον επόμενο γύρο εκλογών.
Τα παραπάνω αποτελούν σε μεγάλο βαθμό και τα προαπαιτούμενα για την κατάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας.
Ειδικότερα, το Πρόγραμμα Σταθερότητας που κατατέθηκε στις Βρυξέλλες, με βάση τις κατευθυντήριες της ΕΕ, σηματοδοτεί την επάνοδο στη δημοσιονομική πειθαρχία. Μετά το «πάγωμα» των κανόνων για τρία χρόνια χρόνια λόγω της πανδημίας και της ενεργειακής κρίσης έπεται κατάργηση της ρήτρας διαφυγής από το 2024.
Αναφορικά με τις μεταρρυθμίσεις, το πρόγραμμα θα βελτιώσει τη διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα και θα αυξήσει την παραγωγικότητα της οικονομίας περιορίζοντας το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών (πρόβλεψη για το 2023 στο 7% του ΑΕΠ) ενώ η επιστροφή σε πρωτογενή δημοσιονομικά πλεονάσματα, της τάξης του 2% του ΑΕΠ, θα συνεισφέρει στην υπέρβαση της επενδυτικής βαθμίδας μεσοπρόθεσμα, με ευνοϊκές επιδράσεις σε όλους τους τομείς της οικονομίας.
Σημειώνεται ότι παρά τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας τα τελευταία χρόνια η ελληνική οικονομία εξακολουθεί να έχει χρονίζοντα διαρθρωτικά προβλήματα. Ο διοικητής της ΤτΕ, Γιάννης Στουρνάρας, σε πρόσφατο άρθρο του στην Καθημερινή μιλά ενδεικτικά για τις καθυστερήσεις στην απονομή της δικαιοσύνης, τη γραφειοκρατία και την αναποτελεσματικότητα που εξακολουθεί να υπάρχει σε ορισμένους τομείς της δημόσιας διοίκησης, τις καθυστερήσεις στην ολοκλήρωση του εθνικού κτηματολογίου, την υστέρηση σε ορισμένες βασικές υποδομές, τη μικρή συμμετοχή των γυναικών και των νέων στην αγορά εργασίας, σε συνδυασμό με τη δυσμενή εξέλιξη του δημογραφικού, την ανεπαρκή καταπολέμηση της φοροδιαφυγής, τις ελλείψεις στο λεγόμενο «τρίγωνο της γνώσης» παιδεία–έρευνα‒καινοτομία, τις οιονεί ολιγοπωλιακές συνθήκες σε συγκεκριμένες αγορές αγαθών και υπηρεσιών και τις στρεβλώσεις στην αγορά ενέργειας.
Σύμφωνα με τον κ. Στουρνάρα, το πολύ υψηλό έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, που καταγράφεται τα τελευταία χρόνια, θα πρέπει να προβληματίσει. «Ουδείς αγνοεί ότι το 2022 το υψηλό έλλειμμα που σημειώθηκε (9,7% του ΑΕΠ) οφείλεται περίπου κατά 40% στις αυξημένες τιμές καυσίμων. Επίσης, δεν απαιτείται μηδενικό έλλειμμα ή, ακόμη περισσότερο, πλεόνασμα, σε μια οικονομία που φιλοδοξεί να συγκλίνει ξανά το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της με αυτό των εταίρων της και, ιδιαίτερα, που θέλει να αυξήσει το ποσοστό των εθνικών επενδύσεών της (σήμερα 14% του ΑΕΠ) στον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (22% του ΑΕΠ). Και η οποία, παρεμπιπτόντως, δαπανά για την εθνική της άμυνα – για εξοπλισμούς – ποσοστό του ΑΕΠ πολύ υψηλότερο (υπερδιπλάσιο) από τον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης…», σημειώνει.
Στο πλαίσιο αυτό ο επικεφαλής της ΤτΕ κρίνει σημαντικά:
-Τις μεταρρυθμίσεις οι οποίες ενισχύουν τον ρυθμό αύξησης του δυνητικού εγχώριου προϊόντος, αυξάνοντας έτσι τη δυνατότητα της οικονομίας για μεγαλύτερες δαπάνες (είτε επενδυτικές είτε καταναλωτικές), χωρίς επιδείνωση του εξωτερικού ισοζυγίου.
-Την κατά το δυνατόν αύξηση των πρωτογενών πλεονασμάτων του δημόσιου τομέα, με δημιουργία ειδικού αποθεματικού, κατά το παράδειγμα της Ιρλανδίας, η οποία δημιούργησε από τα έκτακτα φορολογικά έσοδα, που προήλθαν από τον αυξημένο πληθωρισμό, ένα Εθνικό Επενδυτικό Ταμείο για τη στήριξη της πράσινης μετάβασης και του ασφαλιστικού συστήματος.
-Την ακόμη μεγαλύτερη αύξηση των εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών και υποκατάστασης των εισαγωγών, με προώθηση της εξοικονόμησης ενέργειας και της πράσινης μετάβασης, ώστε να μειωθεί η εξάρτηση από εισαγόμενα καύσιμα.
-Την μεγαλύτερη αύξηση των άμεσων ξένων επενδύσεων (που δεν δημιουργούν εξωτερικές δανειακές υποχρεώσεις είτε του δημόσιου είτε του ιδιωτικού τομέα) και ειδικότερα των παραγωγικών άμεσων ξένων επενδύσεων (greenfield investments), σε συνδυασμό με την βέλτιστη αξιοποίηση – και συνεπώς τη μέγιστη δυνατή εισροή – των πόρων από τα Διαρθρωτικά Ταμεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας.
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ: