Deutsche Bank: Ισχυρή ψήφος εμπιστοσύνης στις ελληνικές τράπεζες – Γιατί πρέπει να τις προτιμούν οι επενδυτές
- 14/06/2023, 12:05
- SHARE
Τους λόγους για τους οποίους οι ελληνικές τράπεζες αυτή τη στιγμή αποτελούν πολύ σημαντικό επενδυτικό προορισμό εκθέτει με πρόσφατο report της η Deutsche Bank…
Σύμφωνα με τη γερμανική τράπεζα, η ώθηση των κεφαλαιακών όγκων από το Ταμείο Ανάκαμψης της ΕΕ δεν πρόκειται να είναι ουσιαστικός παράγοντας ανάπτυξης, πλην Ελλάδος – αν και ο θετικός αντίκτυπος στις οικονομίες, έστω και προσωρινά, θα μπορούσε να παράσχει υποστήριξη στην ποιότητα των περιουσιακών στοιχείων, άρα και στο κόστος κινδύνου για τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα.
«Όταν εστιάζουμε στον θετικό αντίκτυπό τους, θεωρούμε ότι, εκτός από τις γεωγραφικές προτιμήσεις, οι τράπεζες με μεγαλύτερη εξάρτηση από εταιρικό δανεισμό θα μπορούσαν να ωφεληθούν περισσότερο… Και αυτό γίνεται στην Ελλάδα, δεδομένων των βιομηχανικών έργων που πραγματοποιούνται και αναμένεται να έχουν θετική επίδραση στα νοικοκυριά (με τη μορφή στήριξης για την ανάπτυξη κατοικιών καθαρής ενέργειας, κίνητρα για αγορές ηλεκτρικών οχημάτων κ.λπ.)».
Κατά συνέπεια, οι τέσσερις ελληνικές τράπεζες (Alpha bank, EuroBank, Εθνική και Πειραιώς) θα είναι τα brands που θα επιλέξουμε, καθώς επωφελούνται τόσο από τα πλεονεκτήματα της χώρας όσο και από τα συγκυριακά κλαδικά πλεονεκτήματα (αυξήσεις επιτοκίων κ.λπ.)».
Πιο συγκεκριμένα, ενώ η ανθεκτικότητα των ευρωπαϊκών οικονομιών ήταν καλύτερη από ό,τι αναμενόταν, με τις περισσότερες χώρες της ΕΕ να έχουν ανακάμψει στα επίπεδα του ΑΕΠ πριν από την Covid (εκτός από την Ισπανία, πιθανόν να κλείσει το χάσμα το 2ο τρίμηνο του 2023), ο κίνδυνος που εγκυμονεί ο υψηλός πληθωρισμός και η οικονομική επιδείνωση μπορεί να σκοτεινιάσουν τις προοπτικές.
Επίσης, ο νέος κύκλος επιτοκιακών αυξήσεων αναζωπύρωσε τους φόβους ότι οι χώρες της Νότιας Ευρώπης θα μπορούσαν να αποτελέσουν και πάλι τον πιο αδύναμο κρίκο στην ΕΕ. Ο δημοσιονομικός κίνδυνος θεωρείται πιθανός αρνητικός παράγοντας για αυτές τις χώρες, και συνεπώς για τις τράπεζές τους. Ωστόσο, λέει η Deutsche Bank, «όταν εμβαθύνουμε, βλέπουμε:
i) τα spreads των κρατικών ομολόγων συνεχίζουν να έχουν καλή επίδοση (ειδικά στην Ελλάδα).
ii) η πιθανή ανάγκη μείωσης των ελλειμμάτων θα αποτελούσε περισσότερο απειλή υπό τη μορφή οικονομικής επιβράδυνσης, χωρίς άμεσο αντίκτυπο στους ισολογισμούς ή στα κεφάλαια των τραπεζών, λόγω της άμεσης έκθεσής τους σε κρατικά ομόλογα.
iii) Οι οικονομίες της Νότιας Ευρώπης αναμένεται να παρουσιάσουν τις καλύτερες επιδόσεις μεταξύ των χωρών μελών της ΕΕ την περίοδο 2023-25, κάτι που θα πρέπει να είναι υποστηρικτικό για το αξιόχρεό τους.
Το χρονοδιάγραμμα των αξιολογήσεων πιστοληπτικής ικανότητας από τους κύριους οργανισμούς πιστοληπτικής ικανότητας είναι απίθανο να δημιουργήσει ζητήματα για τις περιφερειακές χώρες, καθώς οι προοπτικές παραμένουν σταθερές στα περισσότερα μέρη, με θετική στάση στην Ελλάδα, η οποία πιθανότατα θα ανακτήσει την επενδυτική βαθμίδα.
Ως αποτέλεσμα, τότε, οι μακροπρόθεσμοι επενδυτές θα αρχίσουν να επενδύουν σε ελληνικά ομόλογα για πρώτη φορά μετά από πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα, επιτρέποντας ακόμη και φθηνότερη χρηματοδότηση στο μέλλον.
Συνολικά, δεν αναμένουμε διαρθρωτικές αλλαγές στο status quo όσον αφορά τη ρυθμιστική αντιμετώπιση των κρατικών ομολόγων/τίτλων σταθερού εισοδήματος – αν και δεν μπορούμε να αποκλείσουμε ότι οι τράπεζες που είναι περισσότερο εκτεθειμένες σε αυτήν την κατηγορία περιουσιακών στοιχείων ενδέχεται να υποφέρουν από αστάθεια, λέει η Deutshe Bank.
Τα κονδύλια της ΕΕ
Υπενθυμίζεται πως μετά τον αντίκτυπο που είχε στις οικονομίες η μεγάλη χρηματοπιστωτική κρίση (GFC), η κρίση της Covid έκανε την ΕΕ να δρομολογήσει μια ισχυρή πρωτοβουλία για την τόνωση των ευρωπαϊκών οικονομιών, η οποία, παρά τον γενικό της σκοπό, σχεδιάστηκε για να έχει πολύ μεγαλύτερο αντίκτυπο στις περιφερειακές χώρες.
Ωστόσο, δύο χρόνια μετά την εκκίνηση του Ταμείου, ελλοχεύει ο κίνδυνος οι χώρες να μην είναι σε θέση να αντισταθμίσουν την επιβράδυνση της οικονομίας λόγω των υψηλότερων επιτοκίων – ιδίως αν ληφθούν υπόψη οι καθυστερήσεις που παρατηρούνται στην αξιοποίηση των κεφαλαίων στις περισσότερες χώρες (ιδίως στην Ισπανία και την Ιταλία).
Από την άλλη, η Deutsche Bank, αξιολογώντας τους παράγοντες που επηρεάζουν κάθε χώρα ξεχωριστά στη Νότια Ευρώπη, διαπιστώνει ότι η Ελλάδα θα συνεχίσει να λαμβάνει οικονομική ώθηση που μεταφράζεται σε αύξηση του δανεισμού.
Συνολικά, η γερμανική τράπεζα εκτιμά πιστεύει ότι η αύξηση των χορηγήσεων δεν θα είναι σημαντικός παράγοντας για την επιλογή συγκεκριμένων τραπεζών – βλέπει όμως ότι οι τέσσερις ελληνικές τράπεζες είναι σε θέση να επωφεληθούν περισσότερο, ενώ η Banco BPM, η Sabadell ή η BCP είναι επίσης καλές επιλογές.
Υπεραπόδοση
Τέλος, όπως επισημαίνει η Deutsche Bank, η ελληνική οικονομία έχει υποστεί την υψηλότερη απομόχλευση στην Ευρώπη για περισσότερο από μια δεκαετία, κυρίως λόγω της μείωσης των NPEs καθώς επίσης και της έλλειψης ζήτησης.
Αυτό παραμένει ζήτημα στα στεγαστικά δάνεια, όπου οι μειώσεις παραμένουν σημαντικές (περίπου -4% ετησίως, γεγονός που οδήγησε σε μικρή στάθμιση επί του συνόλου των δανείων έναντι άλλων χωρών, τώρα κάτω από το 30% των δανείων προς τον ιδιωτικό τομέα).
Ωστόσο, ο εταιρικός δανεισμός αυξάνεται πλέον με σχεδόν διψήφιο ρυθμό και η γερμανική τράπεζα αναμένει ότι θα συνεχιστεί έτσι, επιτρέποντας τα συνολικά δάνεια να βρίσκονται σε θετικό έδαφος σε ετήσια βάση (περίπου 3%). Συνολικά, οι πολύ καλές προοπτικές βασίζονται στην ανανέωση των επενδύσεων, με την αύξηση του ΑΕΠ να ξεπερνά κατά πολύ τον μέσο όρο της ΕΕ, με στήριξη και από τα κονδύλια της Ένωσης.
Eν ολίγοις, «επιλέξτε, Ελλάδα».
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ: