Οικονομία: Ατού και για το 2024 η ανάπτυξη, με προβάδισμα στην ΕΕ

Οικονομία: Ατού και για το 2024 η ανάπτυξη, με προβάδισμα στην ΕΕ
Photo: DALL•E
Επιταχυντές επενδύσεις και τουρισμός. Πρόκληση ο πληθωρισμός.

Επενδύσεις και τουρισμός θα συνεχίσουν να πριμοδοτούν την ανάπτυξη το 2024 δίνοντας προβάδισμα στην ελληνική οικονομία συγκριτικά με τις οικονομίες της υπόλοιπης Ευρώπης, αναδύοντας δυνατότητες όσο ο πληθωρισμός, τα υψηλά επιτόκια, οι διεθνείς διαταραχές και η κλιματική κρίση ασκούν πιέσεις σε επιχειρήσεις και νοικοκυριά και δεσμεύουν πόρους από τον προϋπολογισμό.

Είναι ενδεικτικό ότι σε συνέχεια των πυρκαγιών του 2023 και των καταστροφικών πλημμυρών στην Θεσσαλία -που παράγει το 5% του ΑΕΠ της χώρας- η κυβέρνηση δέσμευσε για το 2024 και για κάθε χρόνο στο εξής πόρους ύψους 600 εκατ. ευρώ για δαπάνες κρατικής αρωγής έναντι φυσικών καταστροφών, επιπλέον των 2,2 δισ. ευρώ των κοινοτικών πόρων που θα κατευθυνθούν στον ίδιο σκοπό.

Σημειώνεται ότι η ΕΚΤ κρατά χαμηλά τον πήχη της ανάπτυξης του 2024 για την ευρωζώνη προβλέποντας τον Δεκέμβριο ελαφρά υψηλότερο ρυθμό σε σχέση με το 2023, ήτοι 0,8% έναντι 0,6% ενώ η Κομισιόν προβλέπει ανάπτυξη 1,2% το νέο έτος, με την Ελλάδα να συνεχίζει να υπεραποδίδει παράγοντας πρωτογενές πλεόνασμα παρά τις όποιες δημοσιονομικές παρεμβάσεις για την αντιμετώπιση έκτακτων καταστάσεων.

Η χώρα καταγράφει υψηλότερους ρυθμούς οικονομικής μεγέθυνσης σε σύγκριση με την ευρωζώνη, που αναμένεται να διατηρηθούν και το 2024. Για το 2023 το ΑΕΠ εκτιμάται ότι θα αυξηθεί κατά περίπου 2,2% έναντι μόλις 0,6% στην ευρωζώνη, ενώ για το 2024 διεθνείς και εγχώριοι οργανισμοί προβλέπουν αύξηση του ΑΕΠ σε ένα εύρος μεταξύ 2% και 2,9% έναντι 1,2% στην ευρωζώνη, όπως σημειώνουν οι αναλυτές της Alpha Bank στο εβδομαδιαίο δελτίο οικονομικών εξελίξεων.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Η δυναμική των επενδύσεων και του τουρισμού

Αν και η υποτονική οικονομική δραστηριότητα στην ευρωζώνη υπονομεύει τις ελληνικές εξαγωγές, δεν φαίνεται να απειλεί την ανάπτυξη λόγω κυρίως της δυναμικής των επενδύσεων και του τουρισμού. Σύμφωνα δε με τους αναλυτές, διαχρονικά, η μεγέθυνση της ελληνικής οικονομίας βασιζόταν στην ιδιωτική κατανάλωση, η οποία αντιπροσωπεύει πάνω από τα 2/3 του ΑΕΠ της χώρας. Οι επενδύσεις, μετά τη “βουτιά” την εποχή της χρηματοπιστωτικής κρίσης και των μνημονίων ανέκαμψαν και ειδικά το 2023 αυξήθηκαν στο εννεάμηνο κατά 7,4% συνεισφέροντας καταλυτικά στην αύξηση του ΑΕΠ. Αν και απέχουν από τα προ κρίσης επίπεδα, η συμβολή τους στην ανάπτυξη αυξάνεται σταθερά και θα αυξηθεί περαιτέρω σε συνέχεια και της ανάκτησης της επενδυτικής βαθμίδας για το αξιόχρεο της χώρας, τη σταδιακή αποκλιμάκωση των επιτοκίων -πιθανότατα από τα μέσα του 2024- και τους πόρους ύψους 36 δισ. ευρώ από το Ταμείο Ανάκαμψης.

Εντωμεταξύ, προσδοκίες καλλιεργούνται και για τον τουρισμό, που κατέγραψε νέο ρεκόρ το 2023. Στο δεκάμηνο του 2023 οι διεθνείς ταξιδιωτικές αφίξεις και εισπράξεις συμπεριλαμβανομένης της κρουαζιέρας ξεπέρασαν τις αντίστοιχες επιδόσεις του 2019 κατά 4,1% και 11,6% αντίστοιχα ενώ τα επικαιροποιημένα στοιχεία για τον Νοέμβριο δείχνουν ότι η τάση διατηρήθηκε.

Η συνεισφορά των τουριστικών εισπράξεων στην ελληνική οικονομία είναι καταλυτική. Ενισχύει τόσο τις εξαγωγές υπηρεσιών όσο και την ιδιωτική κατανάλωση αν και η επιμήκυνση της τουριστικής περιόδου, η κατανομή των τουριστικών ροών σε περισσότερες περιφέρειες, η υλοποίηση νέων έργων υποδομών και η κάλυψη των ελλείψεων ανθρώπινου δυναμικού στα ξενοδοχεία της χώρας συνιστούν ορισμένες προκλήσεις, οι οποίες θα μπορούσαν να αναβαθμίσουν περαιτέρω το τουριστικό προϊόν της χώρας, ενισχύοντας τις, ήδη, ευοίωνες προοπτικές.

Η πρόκληση του πληθωρισμού

Από την άλλη μεριά, ο πληθωρισμός παραμένει τροχοπέδη για την ανάπτυξη. Με βάση δημοσιευμένα στοιχεία, στο ενδεκάμηνο διαμορφώθηκε σε 4,2% έναντι 9,4%, το αντίστοιχο χρονικό διάστημα του 2022, και 5,7% του μέσου όρου της ευρωζώνης ενώ ο δομικός πληθωρισμός, ο οποίος εξαιρεί τις τιμές των μη επεξεργασμένων τροφίμων και της ενέργειας, διαμορφώθηκε σε υψηλότερα επίπεδα (6,5%).

Ο υψηλός πληθωρισμός είναι βασικός πονοκέφαλος για την ΕΚΤ, που διατήρησε πέρυσι την περιοριστική νομισματική πολιτική του 2022, με διαδοχικές αυξήσεις επιτοκίων, που οδήγησαν το βασικό επιτόκιο αναχρηματοδότησης στο 4,5%, αυξημένο κατά 200 μονάδες βάσης σε ένα έτος και κατά 450 μονάδες βάσης συνολικά από τον Ιούλιο του 2022. Ωστόσο, η ΕΚΤ έχει πατήσει “φρένο” στις δύο τελευταίες συνεδριάσεις διατηρώντας αμετάβλητα τα επιτόκια και με τις προβλέψεις να προαναγγέλλουν σταδιακή μείωση των επιτοκίων από φέτος.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ: