Έμμεση προσφυγή κατά της συνταγματικότητας του ΕΝΦΙΑ από τον ΔΣΑ
- 01/10/2014, 16:17
- SHARE
Ο Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών προφεύγει κατά της επιβολής φόρου 60.000 ευρώ στα ακίνητά του και αμφισβητεί τη νομιμότητα του μέτρου.
Ενδικοφανή προσφυγή κατά της πράξης του διοικητικού προσδιορισμού φόρου ΕΝΦΙΑ, τον οποίο καλείται να πληρώσει για τα ακίνητά του, συνολικού ύψους 60.000 ευρώ, κατέθεσε ο Δικηγορικός Σύλλογος της Αθήνας (ΔΣΑ) στην Α΄ ΔΟΥ Αθηνών.
Με την προσφυγή του, ο ΔΣΑ αμφισβητεί τη συνταγματικότητα του επίμαχου φόρου και επισημαίνει ότι η ορθή εφαρμογή και επιβολή του απαιτεί εκκαθάριση επί της πραγματικής αγοραστικής αξίας και όχι με το σύστημα αντικειμενικών αξιών.
Ο ΔΣΑ ζητά επίσης να αναγνωρισθεί ότι ως επιστημονικός σύλλογος, εξαιρείται από τη φορολόγηση για τα ακίνητα που χρησιμοποιούνται αποκλειστικά για την εξυπηρέτηση των σκοπών τού συλλόγου (κυρίως επιστημονικών και εκπαιδευτικών).
Μεταξύ άλλων, στην προσφυγή του ο ΔΣΑ επισημαίνει:
«Η φορολόγηση απρόσοδης ακίνητης περιουσίας καταλήγει απροκάλυπτα στη (μερική) δήμευσή της και συνακόλουθα σε εκ πλαγίου παραβίαση των σχετικών συνταγματικών απαγορεύσεων και περιορισμών. Η δήμευση- απαλλοτρίωση περιουσιακού δικαιώματος και δη ακίνητης περιουσίας είναι δυνατή κατά το Σύνταγμα, μόνο εφόσον καταβληθεί αντίστοιχη στην αξία του ακινήτου αποζημίωση» (άρθρο 17). Σωρευτικά με την επιβολή του ΕΝΦΙΑ, παραβιάζονται τα άρθρα 4 παρ. 1 και 5, 17, 78 παρ.1 του Συντάγματος».
Ακόμη, ο ΔΣΑ υπογραμμίζει:
«Η φορολόγηση με αντικείμενο την περιουσία, πρέπει να ανταποκρίνεται στη φοροδοτική ικανότητα των πολιτών. Μόνη η διατήρηση ακίνητης περιουσίας, όποια κι αν είναι η αξία της, δεν αρκεί για να τεκμηριώσει φοροδοτική ικανότητα, εφόσον δεν διαπιστώνεται ανάλογη οικονομική δυνατότητα, ήτοι παραγωγή εισοδήματος για τον φορολογούμενο, η οποία να επαρκεί για την κάλυψη των φορολογικών επιβαρύνσεων που αποδίδονται στην ακίνητη περιουσία».
Όπως υπογραμμίζεται, θα πρέπει τα εισοδήματα όχι μόνο να επαρκούν για καταβολή των φόρων, αλλά και ένα σημαντικό τμήμα αυτών να απομένει στον φορολογούμενο, κατ’ επιταγήν και της συνταγματικά κατοχυρωμένης αρχής της οικονομικής ελευθερίας (άρθρο 5 του Συντάγματος).
Επισημαίνεται επίσης στη προσφυγή του ΔΣΑ ότι:
– Μετά τον νόμο 4172/2013 που προέβλεψε αυτοτελή φορολόγηση 10% επί των μισθωμάτων, η όποια φορολόγηση των ακινήτων θα έπρεπε να εξαντλείται στα εισοδήματα που αποφέρουν τα ακίνητα. Διαφορετικά το ίδιο περιουσιακό στοιχείο (και όχι το εισόδημα) φορολογείται εις διπλούν.
– Η φορολογική επιβάρυνση των ακινήτων, ανεξάρτητα από το αν αποφέρουν εισόδημα, κατ’ εξαίρεση έχει κριθεί συνταγματικά ανεκτή, μόνο για χρονικά περιορισμένο διάστημα και εφόσον υπάρχουν έκτακτες δημοσιονομικές ανάγκες. Είναι σαφές, όμως, ότι ο νόμος περί ΕΝΦΙΑ δεν έχει προσωρινό χαρακτήρα, αλλά θα επιβαρύνει εις το διηνεκές κάθε ιδιοκτήτη ακινήτου.
– Η επιχειρηματολογία αυτή ισχύει και για νομικά πρόσωπα και δη όταν αυτά είναι μη κερδοσκοπικά, καθώς η όποια τυχόν περιουσία τους (συνήθως από τις εισφορές των μελών τους) εξαντλείται αποκλειστικά στην εξυπηρέτηση του σκοπού του και δεν νοείται φορολόγηση επ΄ αυτής.
– Πέραν της αντισυνταγματικότητας του φόρου, από τον ΕΝΦΙΑ θα έπρεπε να εξαιρεθούν τα ιδιοχρησιμοποιούμενα ακίνητα του ΔΣΑ. Οι Δικηγορικοί Σύλλογοι είναι ΝΠΔΔ και σκοπός τους είναι πρωτίστως επιστημονικός. Ο ΔΣΑ είναι ο πρώτος επιστημονικός σύλλογος της χώρας. Η εκπλήρωση των σκοπών του έχουν σαφώς μορφωτικό και εκπαιδευτικό χαρακτήρα, αφού στο κτίριο του ΔΣΑ βρίσκονται η βιβλιοθήκη (η μεγαλύτερη νομική βιβλιοθήκη της χώρας), η Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών, οι υπηρεσίες του συλλόγου, ενώ στις αίθουσες του διοργανώνονται, συστηματικά, επιμορφωτικά σεμινάρια και εκδηλώσεις. «Δεν φανταζόμαστε ότι ο νομοθέτης προνόησε να μην επιβαρύνει πχ τα αθλητικά σωματεία και απέκλεισε τους επιστημονικούς συλλόγους, όταν μάλιστα οι οικονομικοί πόροι αυτών προέρχονται αποκλειστικά από τις εισφορές των μελών του», αναφέρεται χαρακτηριστικά στη προσφυγή.
– Η πρόβλεψη του άρθρο 6 παρ. 2 του νόμου 4223/2013, ότι η δήλωση ΕΝΦΙΑ θα υποβληθεί μηχανογραφικώς ερήμην μας, από το ίδιο το υπουργείο Οικονομικών, μας στέρησε τη δυνατότητα να ζητήσουμε τη φορολόγησή μας επί της πραγματικής αγοραίας αξίας των ακινήτων μας. Αυτή, όμως, η κατάσταση δεν μπορεί να οδηγήσει σε κατάλυση του συνταγματικά κατοχυρωμένου δικαιώματός μας να ανταποδείξουμε την αξία των ακινήτων μας και να φορολογηθούμε επ΄ αυτής», καταλήγει η προσφυγή.