Στουρνάρας: 2,4 τα καθαρά κέρδη των ελληνικών τραπεζών για το πρώτο εξάμηνο του 2024 – Οι προκλήσεις

Στουρνάρας: 2,4 τα καθαρά κέρδη των ελληνικών τραπεζών για το πρώτο εξάμηνο του 2024 – Οι προκλήσεις
Ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας Γιάννης Στουρνάρας (Κ) μιλάει στην 91η Ετήσια Τακτική Γενική Συνέλευση των Μετόχων της Τράπεζας της Ελλάδας που συγκαλείται στο Κεντρικό Κατάστημα της Τράπεζας, Αθήνα Δευτέρα 8 Απριλίου 2024. ΑΠΕ-ΜΠΕ/ΑΠΕ-ΜΠΕ/ΟΡΕΣΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ Photo: ΑΠΕ-ΜΠΕ
Υπογράμμισε την ανάγκη περαιτέρω βελτίωσης της ποιότητας του χαρτοφυλακίου τους σε ένα περιβάλλον υψηλών επιτοκίων.

Στα 2,4 δισ. ευρώ έφτασαν τα κέρδη μετά από φόρους και διακοπτόμενες δραστηριότητες των ελληνικών τραπεζών για το πρώτο εξάμηνο του 2024, με τον χρηματοπιστωτικό κλάδο στη χώρα μας να αντιμετωπίζει προκλήσεις για το επόμενο χρονικό διάστημα, όπως είπε ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάς.

Μιλώντας στο «Risk management & Compliance Conference», ο κεντρικός τραπεζίτης υπογράμμισε την ανάγκη περαιτέρω βελτίωσης της ποιότητας του χαρτοφυλακίου τους σε ένα περιβάλλον υψηλών επιτοκίων και κινδύνων που απορρέουν κυρίως από το διεθνές περιβάλλον. Επιπλέον οι προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι τράπεζες αφορούν την ανάγκη διατήρησης της υφιστάμενης κερδοφορίας και ενίσχυσης -ποσοτικής και ποιοτικής- της κεφαλαιακής τους βάσης.

Ταυτόχρονα, οι τράπεζες καλούνται, όπως και όλοι οι παραγωγικοί κλάδοι, να ανταποκριθούν στους συνεχώς εντεινόμενους γεωπολιτικούς κινδύνους, και να προσαρμόσουν τις εργασίες τους λαμβάνοντας υπόψη τη ραγδαία τεχνολογική ανάπτυξη και την κλιματική αλλαγή.

Επιπλέον, η αυξανόμενη χρήση ψηφιακών μέσων στις τραπεζικές συναλλαγές εκθέτει τις τράπεζες σε αυξημένο κίνδυνο πληροφοριακών συστημάτων και κυβερνοασφάλειας και κατ’ επέκταση σε υψηλό λειτουργικό κίνδυνο. Το υφιστάμενο σχετικά ευνοϊκό μακροοικονομικό περιβάλλον δημιουργεί κατάλληλες συνθήκες για την αντιμετώπιση των προκλήσεων αυτών.

Αναλυτικά, η παρέμβαση του κ. Στουρνάρα:

H ελληνική οικονομία, εν μέσω πρωτοφανών εξωγενών διαταραχών και διάχυτης αβεβαιότητας, έχει καταφέρει να σημειώσει σημαντική πρόοδο μετά τη μεγάλη κρίση χρέους της προηγούμενης δεκαετίας, παρουσιάζοντας υψηλή ανθεκτικότητα, ενώ παράλληλα ενισχύθηκε η αξιοπιστία της οικονομικής πολιτικής. Αυτό είναι αποτέλεσμα της μεγάλης δημοσιονομικής προσαρμογής, της ριζικής αναδιάρθρωσης του δημόσιου χρέους, των εκτεταμένων μεταρρυθμίσεων και της αναδιάρθρωσης του τραπεζικού τομέα. Οι σημαντικές αυτές αλλαγές διόρθωσαν σε μεγάλο βαθμό βασικές μακροοικονομικές ανισορροπίες.

Η ικανότητα της χώρας να παράγει διαρθρωτικά πρωτογενή πλεονάσματα 2% του ΑΕΠ αποτελεί πολύ σημαντικό στοιχείο της αξιοπιστίας της οικονομικής πολιτικής. Αυτό, σε συνδυασμό με τα ευνοϊκά χαρακτηριστικά της δομής του δημόσιου χρέους ως αποτέλεσμα της ριζικής αναδιάρθρωσής του, καθιστά τη δυναμική του λόγου χρέους/ΑΕΠ ιδιαίτερα ανθεκτική σε αρνητικές διαταραχές μεσοπρόθεσμα, και το χρέος βιώσιμο μακροπρόθεσμα, ενισχύοντας έτσι την εμπιστοσύνη στις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας.

Σήμερα, η ελληνική οικονομία, παρά τις συνεχιζόμενες προκλήσεις και την αυξημένη αβεβαιότητα, καταγράφει ρυθμούς αύξησης του ΑΕΠ υψηλότερους από τον μέσο όρο στην ευρωζώνη. Η ιδιωτική κατανάλωση, οι επενδύσεις και οι εξαγωγές αναμένεται να είναι ο κύριος μοχλός της ανάπτυξης το τρέχον έτος. Παράλληλα, συνεχίζεται η αποκλιμάκωση των πληθωριστικών πιέσεων και οι συνθήκες στην αγορά εργασίας παραμένουν ευνοϊκές.

Οι προοπτικές της ελληνικής οικονομίας διαγράφονται θετικές τα επόμενα χρόνια, υποστηριζόμενες από την αξιοποίηση των διαθέσιμων ευρωπαϊκών πόρων, τα ευνοϊκά χαρακτηριστικά του δημοσίου χρέους και τις συνεχιζόμενες μεταρρυθμίσεις. Η αναβάθμιση της πιστοληπτικής αξιολόγησης της Ελλάδας στην επενδυτική κατηγορία το 2023 θωρακίζει τις θετικές προσδοκίες καθώς αντανακλά την εμπιστοσύνη της διεθνούς επενδυτικής κοινότητας στις δυνατότητες της ελληνικής οικονομίας και επιτρέπει τη διεύρυνση της επενδυτικής βάσης και τη μείωση του κόστους χρηματοδότησης του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα.

Η πορεία του ελληνικού τραπεζικού τομέα είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με το ευρύτερο μακροοικονομικό περιβάλλον. Οι ελληνικές τράπεζες είναι πιο ανθεκτικές σε σχέση με το παρελθόν για να αντιμετωπίσουν τυχόν διαταραχές και έχουν επιτύχει αξιόλογη βελτίωση στα θεμελιώδη μεγέθη και στους εποπτικούς δείκτες. Πιστοποιώντας την πρόοδο αυτή και τις καλές προοπτικές, ήδη έχουν λάβει χώρα οι πρώτες αναβαθμίσεις συστημικών τραπεζών στην επενδυτική κατηγορία, ενώ επίσης υλοποιήθηκε με επιτυχία η στρατηγική αποεπένδυσης του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ) από το μεγαλύτερο μέρος των μετοχικών συμμετοχών του στα σημαντικά πιστωτικά ιδρύματα.

Αναλυτικότερα, η κερδοφορία των τραπεζικών ομίλων βελτιώθηκε περαιτέρω το α΄ εξάμηνο του 2024, καθώς κατέγραψαν κέρδη μετά από φόρους και διακοπτόμενες δραστηριότητες ύψους 2,4 δισεκ. ευρώ. Θετική ήταν η συνεισφορά της αύξησης των εσόδων από κύριες τραπεζικές εργασίες (δηλαδή των καθαρών εσόδων από τόκους και από προμήθειες) καθώς και της σημαντικής μείωσης των προβλέψεων για τον πιστωτικό κίνδυνο. Από την άλλη, ήπια αύξηση καταγράφηκε στα λειτουργικά έξοδα. Ως αποτέλεσμα των παραπάνω, η αποδοτικότητα του ενεργητικού (Return on Assets) των τραπεζικών ομίλων διαμορφώθηκε σε 1.4% και η αποδοτικότητα των ιδίων κεφαλαίων (Return on Equity) σε 13.6% σε ετήσια βάση. Παράλληλα, οι δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας των ελληνικών τραπεζών παρέμειναν ικανοποιητικοί με το Δείκτη Κεφαλαίου Κοινών Μετοχών της Κατηγορίας 1 (Common Equity Tier 1 ratio – CET1 ratio) να ανέρχεται σε 15,4% και τo Συνολικό Δείκτη Κεφαλαίου (Total Capital Ratio – TCR) να ανέρχεται σε 18,8%, αν και εξακολουθούν να υπολείπονται κατά τι του μέσου όρου των ευρωπαϊκών τραπεζών. Ωστόσο, η ποιότητα των εποπτικών ιδίων κεφαλαίων των ελληνικών τραπεζών παραμένει χαμηλή, καθώς τον Ιούνιο του 2024 οι οριστικές και εκκαθαρισμένες αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις (Deferred Tax Credits – DTCs) ανέρχονταν σε 12,5 δισεκ. ευρώ, αντιπροσωπεύοντας το 50,5% των Κεφαλαίου Κοινών Μετοχών της Κατηγορίας 1 -Common Equity Tier 1-, από 53,5% το Δεκέμβριο του 2023. Για την ταχύτερη επίλυση του προβλήματος αυτού, δρομολογούνται ήδη λύσεις.

Οι συνθήκες ρευστότητας και χρηματοδότησης του ελληνικού τραπεζικού τομέα παρέμειναν ικανοποιητικές. Οι καταθέσεις επιχειρήσεων και νοικοκυριών αυξήθηκαν σε ετήσια βάση, αν και με επιβραδυνόμενο ρυθμό. Επιπροσθέτως, ο Δείκτης Κάλυψης Ρευστότητας (Liquidity Coverage Ratio – LCR) των τραπεζικών ομίλων σε ενοποιημένη βάση διαμορφώθηκε σε 209,4%, υπερδιπλάσιος της υποχρεωτικής εποπτικής απαίτησης, η οποία ορίζεται στο 100%, και ο Δείκτης Καθαρής Σταθερής Χρηματοδότησης (Net Stable Funding Ratio – NSFR) διαμορφώθηκε σε 133,8%. Η εξέλιξη αυτή συνέβαλε ώστε οι τράπεζες να επανεκκινήσουν τη χρηματοδότηση προς την πραγματική οικονομία. Σύμφωνα με στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, τον Ιούλιο του 2024, o ετήσιος ρυθμός μεταβολής της συνολικής χρηματοδότησης του ιδιωτικού τομέα ανήλθε σε 6,4%, ενώ ο ετήσιος ρυθμός μεταβολής της χρηματοδότησης των μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων (ΜΧΕ) διαμορφώθηκε στο 9,7%.

Το β΄ τρίμηνο του 2024 η ποιότητα του δανειακού χαρτοφυλακίου των τραπεζών βελτιώθηκε οριακά. Συγκεκριμένα ο δείκτης μη εξυπηρετούμενων δανείων σε ατομική βάση μειώθηκε σε 6,9% τον Ιούνιο του 2024 από 7,5% το Μάρτιο του 2024, παραμένοντας όμως αρκετά υψηλότερος από το μέσο όρο των τραπεζών της Ε.Ε. Στο πλαίσιο αυτό, η επέκταση του προγράμματος παροχής κρατικών εγγυήσεων «Ηρακλής ΙΙΙ» κρίνεται ότι θα συμβάλει θετικά στην περαιτέρω μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων.

Καθώς ο ελληνικός τραπεζικός τομέας έχει εν πολλοίς επιστρέψει σε συνθήκες κανονικότητας, είναι επιτακτική η ανάγκη οι τράπεζες να επιτελέσουν αποτελεσματικά τον διαμεσολαβητικό τους ρόλο. Κατά αυτόν τον τρόπο θα συνεισφέρουν καταλυτικά στην εδραίωση των αναπτυξιακών προοπτικών της ελληνικής οικονομίας μέσω της χρηματοδότησης των αναγκαίων επενδύσεων σε υλικό κεφάλαιο και νέες τεχνολογίες. Η αύξηση του ανταγωνισμού στο εγχώριο χρηματοπιστωτικό σύστημα με την ενδυνάμωση των λιγότερο σημαντικών τραπεζών μπορεί να συνεισφέρει στην κατεύθυνση αυτή, βελτιώνοντας τη χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας και ειδικότερα των επιχειρήσεων μικρού και μεσαίου μεγέθους που είναι η ραχοκοκαλιά της ελληνικής παραγωγής και απασχόλησης.

Οι προκλήσεις όμως για τις ελληνικές τράπεζες δεν εκλείπουν. Αυτές συνδέονται με την ανάγκη περαιτέρω βελτίωσης της ποιότητας του χαρτοφυλακίου τους σε ένα περιβάλλον υψηλών επιτοκίων και κινδύνων που απορρέουν κυρίως από το διεθνές περιβάλλον. Επιπλέον, αφορούν την ανάγκη διατήρησης της υφιστάμενης κερδοφορίας και ενίσχυσης -ποσοτικής και ποιοτικής- της κεφαλαιακής τους βάσης. Ταυτόχρονα, οι τράπεζες καλούνται, όπως και όλοι οι παραγωγικοί κλάδοι, να ανταποκριθούν στους συνεχώς εντεινόμενους γεωπολιτικούς κινδύνους, και να προσαρμόσουν τις εργασίες τους λαμβάνοντας υπόψη τη ραγδαία τεχνολογική ανάπτυξη και την κλιματική αλλαγή. Επιπλέον, η αυξανόμενη χρήση ψηφιακών μέσων στις τραπεζικές συναλλαγές εκθέτει τις τράπεζες σε αυξημένο κίνδυνο πληροφοριακών συστημάτων και κυβερνοασφάλειας και κατ’ επέκταση σε υψηλό λειτουργικό κίνδυνο. Το υφιστάμενο σχετικά ευνοϊκό μακροοικονομικό περιβάλλον δημιουργεί κατάλληλες συνθήκες για την αντιμετώπιση των προκλήσεων αυτών.

Οι προκλήσεις αυτές αναδεικνύουν τη σημασία του εσωτερικού ελέγχου, της διαχείρισης κινδύνων και της κανονιστικής συμμόρφωσης στη διασφάλιση της φερεγγυότητας των πιστωτικών ιδρυμάτων και -όπως γνωρίζετε καλά- είναι κάθε χρόνο ψηλά στην εποπτική ατζέντα. Θα ήθελα λοιπόν από το βήμα αυτό, να σταθώ σε τρεις περιοχές όπου υπάρχουν εξελίξεις όσον αφορά το εποπτικό πλαίσιο, σε ευρωπαϊκό και εθνικό επίπεδο.

Κανονισμός για την Ψηφιακή Επιχειρησιακή Ανθεκτικότητα του Χρηματοοικονομικού Τομέα

Θα ξεκινήσω με τον Κανονισμό για την Ψηφιακή Επιχειρησιακή Ανθεκτικότητα του Χρηματοοικονομικού Τομέα, ο οποίος είναι γνωστός ως DORA και θα αρχίσει να εφαρμόζεται από 17 Ιανουαρίου 2025. Ενδεικτικό παράδειγμα απρόβλεπτων κινδύνων που ανέφερα στην αρχή της ομιλίας μου, είναι το πρόσφατο περιστατικό της CrowdStrike τον Ιούλιο, το οποίο επηρέασε σημαντικά την ψηφιακή ανθεκτικότητα πολλών χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων και κρίσιμων βιομηχανιών. Το περιστατικό αυτό ανέδειξε τις αδυναμίες στην ψηφιακή επιχειρησιακή ανθεκτικότητα, καθώς πολλές οντότητες βρέθηκαν να εξαρτώνται υπερβολικά από τρίτους παρόχους υπηρεσιών πληροφορικής και δεν ήταν έτοιμες να διαχειριστούν τέτοιες κρίσεις. Τέτοιες αδυναμίες έρχεται να καλύψει ο κανονισμός DORA. Ο κανονισμός αυτός εισάγεται την κατάλληλη στιγμή για να διασφαλίσει ότι ο χρηματοοικονομικός τομέας θα καταφέρει να αποκτήσει την απαραίτητη ψηφιακή ανθεκτικότητα που θα εγγυάται τη σταθερότητα του συστήματος. Ο δύσκολος στόχος που πρέπει να πετύχει είναι να αντιμετωπίσει τη σύνθετη και διασυνδεδεμένη φύση των προκλήσεων που θέτει ο νέος ψηφιακός κόσμος.

Για αυτό το λόγο θέτει απαιτήσεις, όχι μόνο για το πώς οι χρηματοοικονομικές οντότητες πρέπει να αξιολογούν και να προσεγγίζουν τους δικούς τους κινδύνους, αλλά και για το πώς πρέπει να διαχειρίζονται τις σχέσεις τους με τρίτους παρόχους υπηρεσιών πληροφορικής, όπως για παράδειγμα οι πάροχοι υπηρεσιών cloud. Αυτή η πτυχή είναι ιδιαίτερα σημαντική, δεδομένης της σημαντικής εξάρτησης πλέον του τομέα από εξωτερικούς συνεργάτες για πολλές από τις ψηφιακές του λειτουργίες.

Πέραν όμως των χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων σημαντικός είναι και ο φόρτος για τις εποπτικές αρχές όπως η Τράπεζα της Ελλάδος, καθώς η παρακολούθηση και η διασφάλιση της συμμόρφωσης των χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων στις απαιτήσεις του Κανονισμού απαιτεί την ανάπτυξη εκ μέρους μας νέων εργαλείων και διαδικασιών, κάτι που αποτελεί μια σημαντική επιβάρυνση σε ανθρώπινους και τεχνολογικούς πόρους.

Η Τράπεζα της Ελλάδος, από την ανακοίνωση της Πρότασης της Επιτροπής για την υιοθέτηση του Κανονισμού το Σεπτέμβριο του 2020, αναγνώρισε τον καίριο ρόλο του στη διασφάλιση της χρηματοοικονομικής σταθερότητας, κατανοώντας πως τα χρηματοοικονομικά ιδρύματα οφείλουν να αναβαθμίσουν την ψηφιακή τους επιχειρησιακή ανθεκτικότητα ώστε να είναι σε θέση να αντιμετωπίσουν ένα ευρύ φάσμα σύνθετων απειλών, όπως ήδη κάνουν για πιο παραδοσιακούς χρηματοπιστωτικούς κινδύνους. Έτσι λοιπόν προχώρησε σε δράσεις με απώτερο στόχο την ενημέρωση των εποπτευόμενων ιδρυμάτων και την παρακολούθηση της πορείας τους προς την ομαλή μετάβαση στην υλοποίηση των απαιτήσεων του Κανονισμού.

Στις αρχές του 2024 δημιούργησε ένα Ερωτηματολόγιο Αυτοαξιολόγησης Βαθμού Ωριμότητας το οποίο απεύθυνε σε όλα τα εποπτευόμενα ιδρύματα που βρίσκονται στο πεδίο εφαρμογής του Κανονισμού. Στόχος του ήταν να καταγράψει την τρέχουσα κατάσταση και τα μελλοντικά σχέδια συμμόρφωσης των χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων σε σημαντικές υποχρεώσεις που προκύπτουν από τον Κανονισμό. Από τις απαντήσεις προκύπτει πως τα εποπτευόμενα ιδρύματα έχουν κατανοήσει τις απαιτήσεις του Κανονισμού και εργάζονται ώστε να είναι έτοιμα με την έναρξη της εφαρμογής του.

Αναφερθήκαμε στη σημασία που δίνει ο Κανονισμός στη διαχείριση των τρίτων παρόχων πληροφορικής, για την οποία θα στηθεί για πρώτη φορά ένα καθεστώς εποπτείας τους από τις Ευρωπαϊκές Εποπτικές Αρχές (ESAs). Στο πλαίσιο της πανευρωπαϊκής προετοιμασίας τους για την εποπτεία των κρίσιμων τρίτων παρόχων πληροφορικής, προχώρησαν στον σχεδιασμό μιας άσκησης συλλογής του μητρώου πληροφοριών που περιλαμβάνει όλα τα συμβόλαια των τρίτων παρόχων υπηρεσιών πληροφορικής που διαθέτουν τα ιδρύματα. Η Τράπεζα της Ελλάδος προέτρεψε τα εποπτευόμενα ιδρύματα να λάβουν μέρος στην άσκηση ώστε να δοκιμάσουν τις διαδικασίες τους πριν κληθούν να παραδώσουν σε πραγματικές συνθήκες τα μητρώα πληροφοριών το 2025. Το 30% των εποπτευόμενων ιδρυμάτων δήλωσε συμμετοχή στην άσκηση και έστειλε με επιτυχία τα αρχεία που ζητήθηκαν με τη συμβολή και καθοδήγηση στελεχών από την Τράπεζα της Ελλάδος.

Ο κανονισμός τέλος δίνει τη λύση στο χρόνιο πρόβλημα των ιδρυμάτων που έπρεπε να στείλουν διαφορετικές αναφορές σε πολλαπλούς αποδέκτες για ένα περιστατικό. Τα ιδρύματα υποχρεούνται να έχουν πλέον συγκεκριμένο πλαίσιο για την ταυτοποίηση, αξιολόγηση και αναφορά περιστατικών (incident reporting), με στόχο την έγκαιρη ενημέρωση των αρμόδιων εποπτικών αρχών. Έτσι μέσα στο επόμενο χρονικό διάστημα η Τράπεζα της Ελλάδος θα θέσει σε εφαρμογή μηχανισμούς για την άμεση συλλογή και προώθηση των αναφορών περιστατικών ώστε να μπορούν τα ιδρύματα και οι εποπτικές αρχές συντονισμένα και άμεσα να αντιδράσουν στα περιστατικά διασφαλίζοντας τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα.

Νέα Πράξη Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος για τα Συστήματα Εσωτερικού Ελέγχου (ΣΕΕ)

Φεύγοντας από τον κανονισμό DORA, θα ήθελα να αναφερθώ σε μια εξαιρετικά σημαντική εξέλιξη που αφορά το κανονιστικό πλαίσιο σχετικά με την εσωτερική διακυβέρνηση των τραπεζών. Συγκεκριμένα, το προσεχές διάστημα σκοπεύουμε να θέσουμε σε διαβούλευση με τους εποπτευόμενους φορείς το αναθεωρημένο πλαίσιο για την εσωτερική διακυβέρνηση το οποίο θα αντικαταστήσει την Πράξη Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος 2577/2006 σχετικά με το πλαίσιο αρχών λειτουργίας και κριτηρίων αξιολόγησης της οργάνωσης και των Συστηµάτων Εσωτερικού Ελέγχου (ΣΕΕ) των πιστωτικών και χρηµατοδοτικών ιδρυµάτων.

H διακυβέρνηση των τραπεζών διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο στη διασφάλιση της αποτελεσματικής και συνετής διοίκησής τους και κατ’ επέκταση στη διατήρηση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, γεγονός που αναδείχτηκε και κατά την πρόσφατη χρηματοπιστωτική κρίση. Οι αδυναμίες που εντοπίστηκαν κατά την περίοδο της κρίσης οδήγησαν τις ρυθμιστικές και εποπτικές αρχές παγκοσμίως να θέσουν στην κορυφή της ατζέντας τους την εσωτερική διακυβέρνηση και τη διαχείριση κινδύνων.

Στην Ελλάδα, η Τράπεζα της Ελλάδος είχε ήδη διαμορφώσει ισχυρό πλαίσιο για την εσωτερική διακυβέρνηση των πιστωτικών και χρηματοδοτικών ιδρυμάτων με την Πράξη Διοικητή 2577/2006, το οποίο συνέβαλε καθοριστικά στην αποτελεσματική διαχείριση των κινδύνων, διασφαλίζοντας την ανθεκτικότητα των ελληνικών τραπεζών κατά την κρίση.

Λαμβάνοντας υπόψη τις εξελίξεις των τελευταίων ετών στο διεθνές, ευρωπαϊκό και εθνικό νομοθετικό και ρυθμιστικό πλαίσιο καθώς και τις σύγχρονες τάσεις σχετικά με την εταιρική διακυβέρνηση, κρίνεται αναγκαία η αναθεώρηση της εν λόγω Πράξης, στοχεύοντας στον εκσυγχρονισμό του πλαισίου εσωτερικής διακυβέρνησης των τραπεζών, διατηρώντας ωστόσο ρυθμίσεις που αποδείχτηκαν καίριας σημασίας για το ελληνικό τραπεζικό σύστημα.

Η νέα Πράξη, υιοθετώντας τις σχετικές κατευθυντήριες γραμμές της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών, εκσυγχρονίζει και εξειδικεύει το πλαίσιο εσωτερικής διακυβέρνησης των τραπεζών, συμπεριλαμβανομένης της οργανωτικής δομής και των γραμμών αναφοράς, των διαδικασιών διαχείρισης όλων των κινδύνων τους οποίους αναλαμβάνουν ή ενδέχεται να αναλάβουν καθώς και του πλαισίου εσωτερικού ελέγχου. Ειδικότερα, μεταξύ άλλων, στη νέα Πράξη:

  • τονίζεται η σπουδαιότητα του εποπτικού (“oversight”) ρόλου του Διοικητικού Συμβουλίου καθώς και των επιτροπών του κατά τη διοίκηση των τραπεζών,
  • υπογραμμίζεται η ανάγκη θέσπισης και εφαρμογής μιας συνετής στρατηγικής κινδύνου, διάθεσης ανάληψης κινδύνων και πλαισίου διαχείρισης του συνόλου των κινδύνων που αναλαμβάνουν οι τράπεζες, συμπεριλαμβανομένων των κινδύνων νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας (AML) και των περιβαλλοντικών, κοινωνικών και σχετικών με τη διακυβέρνηση κινδύνων (ESG),
  • εξειδικεύονται οι απαιτήσεις για την ανάπτυξη ενός άρτιου και ολοκληρωμένου πλαισίου εσωτερικού ελέγχου, με ιδιαίτερη έμφαση στις αρμοδιότητες των λειτουργιών εσωτερικού ελέγχου ήτοι των λειτουργιών διαχείρισης κινδύνων, κανονιστικής συμμόρφωσης και εσωτερικής επιθεώρησης,
  • ενισχύεται το πλαίσιο σύγκρουσης συμφερόντων, και
  • προβλέπεται η θέσπιση πολιτικών που προάγουν την ουδετερότητα ως προς το φύλο.

Επισημαίνεται ότι το νέο πλαίσιο θα εφαρμόζεται εκτός από τα πιστωτικά ιδρύματα και από χρηματοδοτικά ιδρύματα λαμβάνοντας υπόψη την αρχή της αναλογικότητας.

Καταπολέμηση του ξεπλύματος χρήματος και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας – AMLA

Τρίτη περιοχή όπου είναι σημαντικές οι εξελίξεις, είναι αυτή του τομέα της καταπολέμησης του ξεπλύματος χρήματος και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας (Anti Money Laundering-AML), καθώς ψηφίστηκε η πολυαναμενόμενη νομοθετική δέσμη μέτρων της ΕΕ, γνωστή ως AML Package που στοχεύει σε μια εκ βάθρων αναμόρφωση του ευρωπαϊκού ρυθμιστικού και εποπτικού πλαισίου. Ειδικότερα, τον Ιούλιο δημοσιεύτηκε ο νέος Κανονισμός AML, με εφαρμογή μετά από 3 χρόνια, ο οποίος θέτει για πρώτη φορά κοινούς και ισχυρούς κανόνες σε ευρωπαϊκό επίπεδο, αίροντας τον πολυκερματισμό των εθνικών πλαισίων και ενισχύοντας την ικανότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος να εντοπίζει ύποπτες συναλλαγές. Παράλληλα η σύσταση της Ευρωπαϊκής Αρχής AMLA με έδρα τη Φρανκφούρτη και ισχυρές εξουσίες προς διασφάλιση της εφαρμογής του νέου πλαισίου, αναμένεται να επιφέρει αλλαγές αντίστοιχες με αυτές που επέφερε προ δεκαετίας ο Ενιαίος Εποπτικός Μηχανισμός (SSM) στην προληπτική εποπτεία.

Οι επερχόμενες αλλαγές και οι προκλήσεις που ενέχει η μετάβαση στο νέο ευρωπαϊκό ρυθμιστικό και εποπτικό πλαίσιο είναι βαρύνουσας σημασίας. Η Τράπεζα της Ελλάδος, έχοντας πρωταρχικό ρόλο στην διασφάλιση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας και την πρόληψη χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού τομέα για σκοπούς ξεπλύματος χρήματος και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, θα έχει την ευθύνη της μόνιμης κοινής εκπροσώπησης των εποπτικών αρχών της χώρας στο υπό εποπτική σύνθεση Γενικό Συμβούλιο της AMLA. Εν τω μεταξύ συμμετέχει ενεργά στις προπαρασκευαστικές ομάδες εργασίας της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών και συνεργάζεται στενά με τους ομόλογούς της, τόσο για τη διαμόρφωση των Τεχνικών Κανονιστικών Προτύπων (Regulatory Technical Standards) που θα συμπληρώσουν το ρυθμιστικό πλαίσιο, όσο και για μετάβαση στην AMLA. Παράλληλα προχώρησε σε προσλήψεις για την ενίσχυση του ανθρώπινου δυναμικού και είναι στη διαδικασία προμήθειας Sup Tech λογισμικού για την ενίσχυση της διαδικασίας εποπτικής αξιολόγησης. Τέλος, αναγνωρίζοντας την ανάγκη συμπόρευσης με τον ιδιωτικό τομέα για την αντιμετώπιση των επερχόμενων προκλήσεων, η Τράπεζα της Ελλάδος προχώρησε στη σύσταση ομάδας εργασίας με την Ελληνική Ένωση Τραπεζών για την ενίσχυση της συνεργασίας και διαβούλευσης κατά την μεταβατική αυτή περίοδο.

Δεν θα επεκταθώ σε άλλες περιοχές όπου υπάρχουν εξελίξεις στο θεσμικό και κανονιστικό πλαίσιο, όπως για παράδειγμα ο Κανονισμός για τις Αγορές Κρυπτοστοιχείων, γνωστός ως MICA. Θα ήθελα όμως κλείνοντας, να κάνω μία αναφορά στις προτάσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για το πλαίσιο διαχείρισης κρίσεων (CMDI), οι οποίες κινούνται προς την ορθή κατεύθυνση, καλύπτουν υπάρχοντα κενά και ενισχύουν σημαντικά το πλαίσιο διαχείρισης κρίσεων και λήψης μέτρων εξυγίανσης. Η συμφωνία που θα επιτευχθεί με το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ελπίζω να διασφαλίσει την ευελιξία που απαιτείται για την αποτελεσματική διαχείριση τυχόν κρίσεων στον Ευρωπαϊκό Τραπεζικό Τομέα, λαμβάνοντας υπόψη και τα γεγονότα που διαδραματίστηκαν στις ΗΠΑ και στην Ελβετία το 2023. Ταυτόχρονα όμως, και όπως πολύ ορθά ανέφερε ο Mario Draghi στο πρόσφατο report, θα πρέπει να επιταχυνθούν οι πρωτοβουλίες για την ολοκλήρωση της Τραπεζικής Ένωσης με τη δημιουργία του τρίτου Πυλώνα ενός πανευρωπαϊκού συστήματος ασφάλισης των τραπεζικών καταθέσεων (European Deposit Insurance Scheme – EDIS) και της Ενιαίας Αγοράς Κεφαλαιαγορών (Capital Markets Union). Και τα δύο είναι εξαιρετικά σημαντικά βήματα προκειμένου να είμαστε σε θέση να προλαμβάνουμε αλλά και να αντιμετωπίζουμε αποτελεσματικά τις προκλήσεις που δημιουργούνται από την σύγχρονη λειτουργία της αγοράς αλλά και να ενισχύσουμε την ανταγωνιστικότητα της Ε.Ε.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ: