Η Τουρκία υπό τον Ερντογάν: Υποβαθμισμένη και περιθωριοποιημένη
- 13/11/2024, 13:45
- SHARE
Υπό την ηγεσία του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν και του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (AKP), η διεθνής θέση της Τουρκίας έχει αναμφίβολα υποβαθμιστεί, σύμφωνα με τον αρθρογράφο του National Interest, Sinan Ciddi. Αν ο σκοπός της εξωτερικής πολιτικής είναι η προώθηση και πραγματοποίηση των εθνικών συμφερόντων στη διεθνή σκηνή, λέει ο αναλυτής, η εποχή του AKP έχει αποφέρει απογοητευτικά αποτελέσματα. Από τις σχέσεις με τους δυτικούς συμμάχους και τους περιφερειακούς γείτονες μέχρι τη συμμετοχή της στις συμμαχικές δομές ασφαλείας, η τουρκική πολιτική υπό τον αυταρχικό ισλαμισμό του AKP έχει σημειώσει σημαντικές αποτυχίες. Σήμερα, η Άγκυρα είναι μια περιθωριοποιημένη, λιγότερο αξιόπιστη και λιγότερο επιδραστική δύναμη απ’ ό,τι ήταν πριν ο Ερντογάν αναλάβει την εξουσία στις αρχές του 2003. Εάν κάποιος αμφιβάλλει γι’ αυτό, ας αναλογιστεί: Πόσες χώρες στο ΝΑΤΟ, στο οποίο η Τουρκία είναι μέλος από το 1952, θεωρούν την Τουρκία αξιόπιστο σύμμαχο;
Η αποτυχία δεν ήταν κάτι που ο Ερντογάν ή οι συνεργάτες του υποσχέθηκαν στους ψηφοφόρους όταν πρωτοκατέβηκαν στις εκλογές το 2002. Αντιθέτως, το πρώτο μανιφέστο του AKP απέριπτε το ισλαμικό μίσος κατά της Δύσης. Ο Ερντογάν, ο οποίος είχε περάσει αρκετούς μήνες στη φυλακή λόγω κατηγοριών για υποκίνηση βίας και δυσφήμηση του κοσμικού καθεστώτος της Τουρκίας, δήλωσε ότι είχε “αλλάξει”.
Αντί να προωθήσουν την επιστροφή στη “χρυσή εποχή” της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, οι σημαντικοί πολιτικοί γύρω από τον Ερντογάν, όπως ο Αμπντουλάχ Γκιουλ και ο Μπουλέντ Αρίντς, αγκάλιασαν τη συμμετοχή της Τουρκίας στο ΝΑΤΟ και την υποψηφιότητά της για την ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ). Υποσχέθηκαν να διασφαλίσουν το μέλλον της Τουρκίας ως προοδευτικής κοσμικής δημοκρατίας, ευθυγραμμισμένης με τις αρχές του Κεμάλ Ατατούρκ, του ιδρυτή της.
Είναι εύκολο να δει κανείς τώρα ότι αυτές οι υποσχέσεις του Ερντογάν θα έπρεπε να είχαν θεωρηθεί ύποπτες. Αυτό είναι αληθές, αλλά μόνον επειδή ο κόσμος είχε την ευκαιρία να παρακολουθήσει την αντιδυτική, επεκτατική και υποστηρικτική του Ερντογάν πολιτική απέναντι σε τρομοκρατικές οργανώσεις. Όταν ο Μπαράκ Ομπάμα ανέλαβε τα καθήκοντά του το 2009, θεωρούσε την Τουρκία «υπόδειγμα» χώρας που συνδύαζε επιτυχώς τη δημοκρατική διακυβέρνηση με το Ισλάμ. Μετά από δύο θητείες συνδιαλλαγής με τον Ερντογάν, ο Ομπάμα αφιέρωσε αρκετές σελίδες στα απομνημονεύματά του για να αναγνωρίσει πόσο λανθασμένες ήταν οι απόψεις του.
Όσοι προειδοποιούσαν για το τι πραγματικά αντιπροσώπευε ο Ερντογάν χαρακτηρίζονταν ως υποστηρικτές του κεμαλικού αυταρχισμού και κατηγορούνταν ότι επιθυμούσαν τη συνέχιση της διακυβέρνησης της Τουρκίας από μια χαλαρή συμμαχία στρατιωτικών και κοσμικών πολιτικών ελίτ.
Ο Ερντογάν εφάρμοσε σταδιακά μια στρατηγική απομάκρυνσης της Τουρκίας από τους δυτικούς συμμάχους τους. Αυτό ξεκίνησε με τη σταδιακή εγκατάλειψη της διαδικασίας ένταξης στην ΕΕ (μετά το 2007) και την απομάκρυνση από το Ισραήλ. Εκμεταλλεύτηκε την καθυστέρηση στην ευρωπαϊκή διαδικασία ένταξης, για να προωθήσει το αφήγημα ότι η Ευρώπη είναι ισλαμοφοβική. Από το 2017, ο Ερντογάν ενεργά δαιμονοποιούσε την ΕΕ ως «μισήτρια των μουσουλμάνων», συχνά αναφερόμενος σε ευρωπαϊκές χώρες όπως η Ολλανδία ως «ναζιστικά κατάλοιπα».
Ο Ερντογάν υπέσκαψε σοβαρά τη διεθνή θέση της Τουρκίας μετά την Αραβική Άνοιξη και ιδιαίτερα στον εμφύλιο πόλεμο της Συρίας. Υπό την καθοδήγηση του “μάγου της εξωτερικής πολιτικής” Αχμέτ Νταβούτογλου, η Τουρκία επιχείρησε να αναδείξει τους Αδελφούς Μουσουλμάνους ως δημοκρατικό κίνημα. Στην περίπτωση της Συρίας, ο Ερντογάν προσπάθησε να εγκαθιδρύσει ένα καθεστώς Αδελφών Μουσουλμάνων μέσω αλλαγής καθεστώτος. Η Τουρκία παρείχε βοήθεια, όπλα και διέλευση μαχητών σε οργανώσεις που σχετίζονται με την Αλ Κάιντα, οι οποίες στόχευαν στην ανατροπή του καθεστώτος Άσαντ.
Παράλληλα, το 2019, ο Ερντογάν αποφάσισε να αγοράσει ρωσικά όπλα, με αποτέλεσμα να απομακρυνθεί από το πρόγραμμα μαχητικών F-35 και να του επιβληθούν κυρώσεις. Μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία τον Φεβρουάριο του 2022, εμπόδισε την επέκταση του ΝΑΤΟ, καθυστερώντας για μήνες την ένταξη της Φινλανδίας και της Σουηδίας στη συμμαχία. Μετά τις επιθέσεις της 7ης Οκτωβρίου από τη Χαμάς στο Ισραήλ, πήρε μια διακριτή θέση ως ο μόνος ηγέτης του ΝΑΤΟ που όχι μόνο επέκρινε τις στρατιωτικές ενέργειες του Ισραήλ στη Γάζα αλλά και αναγνώρισε τη Χαμάς ως «οργάνωση της ελευθερίας», άξιας πλήρους υποστήριξης από την τουρκική κυβέρνηση.
Ο Ερντογάν και οι υποστηρικτές του αποκαλούν αυτή την πολιτική «στρατηγική αυτονομία» από τη Δύση. Στην πραγματικότητα, όμως, είναι μια καταστροφική πολιτική που περιθωριοποίησε και υποβάθμισε την Τουρκία. Υπό την επιτήρηση του Ερντογάν, είναι δύσκολο, αν όχι αδύνατο, να περιγραφεί κάποια εξωτερική πολιτική που να έχει προωθήσει το εθνικό συμφέρον της χώρας. Ως απόρροια αυτής της διακυβέρνησης, πολλοί Τούρκοι πολίτες σήμερα στερούνται τουριστικής βίζας από την Ευρώπη, κάτι που αντικατοπτρίζει την αποτυχία της πολιτικής του, καταλήγει ο Sinan Ciddi.