Βενιζέλος: Εθνική συναίνεση και εξωτερική πολιτική
- 02/11/2014, 15:00
- SHARE
Στο κυπριακό, την Ουκρανία και τη Μέση Ανατολή αναφέρεται σε άρθρο του ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης και ΥΠΕΞ.
Σε ελληνικά, καθώς και σε θέματα ευρωπαϊκής και διεθνούς γεωπολιτικής, αναφέρεται ο αντιπρόεδρος και ΥΠΕΞ, Ευάγγελος Βενιζέλος, σε άρθρο του στην εφημερίδα «Καθημερινή της Κυριακής».
Το κυπριακό, οι κρίσεις σε Ουκρανία και Μέση Ανατολή είναι ζητήματα που θίγονται από τον κ. Βενιζέλο, ο οποίος δεν παραλείπει να αναφερθεί και σε αυτούς που στο εσωτερικό της χώρας προβαίνουν σε «ερασιτεχνισμούς και επιπολαιότητες» καθώς και σε «ρηχή ανάγνωση και ιδεολογική χρήση της ιστορίας, παρεξηγήσεις και λογικές αυθαιρεσίες».
Αναλυτικά το άρθρο του κ. Βενιζέλου αναφέρει τα εξής:
«Ποτέ άλλοτε τα τελευταία εξήντα χρόνια -από τα τέλος του Εμφυλίου- η χώρα μας δεν είχε βρεθεί σε μια συρροή προκλήσεων και προβλημάτων συγκρίσιμη με αυτή των τελευταίων πέντε ετών.
Η ελληνική κρίση που έθιξε την οικονομική υπόσταση της χώρας -δηλαδή μια από τις πιο σημαντικές παραμέτρους της εθνικής ισχύος- συνέπεσε:
Με την ευρύτερη κρίση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όχι μόνο ως οικονομικής, αλλά και ως πολιτικής οντότητας, κρίση που τροφοδοτεί διάφορες εκδοχές ευρωσκεπτικισμού.
Με νέες ισχυρές προκλήσεις για την ευρωπαϊκή ασφάλεια που είναι ένα ευρωατλαντικό ζήτημα, όχι από το τέλος του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου και την έναρξη του Ψυχρού Πολέμου, αλλά ήδη από τα μέσα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, δηλαδή εδώ και έναν σχεδόν αιώνα.
Με το άνοιγμα μιας τεράστιας βεντάλιας κρίσεων, τόσο στη νότια, όσο και στην ανατολική γειτονία της Ε.Ε., κρίσεις που εκλύουν ενέργεια μεγαλύτερη ίσως από αυτήν που παρήγαγαν, σωρευτικά, η διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, η διάλυση της Γιουγκοσλαβίας και η λεγόμενη «Αραβική Άνοιξη».
Οι στρατηγικές προτεραιότητες της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής και της πολιτικής ασφαλείας και άμυνας μέσα σε αυτές τις πολύπλοκες και συχνά αντιφατικές εθνικές, περιφερειακές και διεθνείς συνθήκες ήταν και είναι:
Πρώτον, να αποφευχθεί n μετατροπή της οικονομικής κρίσης σε μοχλό αυξημένων πιέσεων προς τη χώρα μας για προσαρμογές ή υποχωρήσεις στο φάσμα των λεγόμενων εθνικών θεμάτων (Κυπριακό, ελληνοτουρκικές σχέσεις στο Αιγαίο και την Αν. Μεσόγειο, όνομα ΠΓΔΜ κ.ο.κ.).
Δεύτερον, να διαμορφωθεί μια ελληνική στάση για όλες τις επιμέρους περιφερειακές και διεθνείς κρίσεις που να συνάδει με την ιδιότητα της χώρας ως μέλους της Ε.Ε. και του NATO, με την ανάγκη σεβασμού της διεθνούς νομιμότητας, με τις πολλαπλές περιφερειακές ταυτότητες της χώρας (βαλκανική, μεσογειακή, παρευξείνια) και με τις παραδοσιακές, αλλά και τις νεότερες επιλογές της ως προς τη διαμόρφωση ισχυρών στρατηγικών εταιρικών σχέσεων (όπως με την Αίγυπτο, το Ισραήλ κ.ο.κ.), ενώ ταυτοχρόνως διαμορφώνεται ή έστω διατηρείται ο καλύτερος δυνατός συσχετισμός δυνάμεων για το φάσμα των εθνικών θεμάτων που σημειώθηκαν μόλις προηγουμένως.
Η εμπειρία της οικονομικής κρίσης που έθεσε υπό έντονη αμφισβήτηση τη μεταπολίτευση δεν πρέπει να μας κάνει να υποτιμήσουμε ένα μεταπολιτευτικό κεκτημένο που παραδόξως δεν γίνεται αντιληπτό διά γυμνού οφθαλμού: τον υψηλό βαθμό συναίνεσης που έχει διαμορφωθεί ως προς τις βασικές επιλογές της εξωτερικής πολιτικής και της πολιτικής ασφαλείας και άμυνας της χώρας.
Ευτυχώς, παρότι η τεχνητή διάκριση μεταξύ των λεγόμενων μνημονιακών και των λεγόμενων αντιμνημονιακών δυνάμεων ακύρωσε τις προϋποθέσεις στοιχειώδους συναίνεσης, ως προς την εθνική στρατηγική διαχείρισης της οικονομικής κρίσης και εξόδου από αυτήν, δεν επηρεάστηκε καταλυτικά το διαμορφωμένο πλαίσιο συναίνεσης ως προς την εξωτερική πολιτική και ιδίως ως προς τις βασικές θέσεις της χώρας για τον κατάλογο των εθνικών θεμάτων.
Με άλλα λόγια, παρότι αμφισβητήθηκε το παραδοσιακό διπολικό σχήμα της μεταπολίτευσης, δεν αμφισβητήθηκε το εθνικό στρατηγικό πλαίσιο που διαμορφώθηκε σταδιακά τα τελευταία σαράντα χρόνια με κύριους συνδιαμορφωτές τον Κων. Καραμανλή και τον Ανδρέα Παπανδρέου.
Προφανώς και υπάρχουν στον εσωτερικό δημόσιο βίο δημαγωγικές κραυγές, γραφικοί δήθεν υπερπατριωτισμοί, εύκολα στερεότυπα, συνωμοσιολογικές θεωρίες, σύνδρομα καταδίωξης, ερασιτεχνισμοί και επιπολαιότητες ως προς τις προβλέψεις του διεθνούς δικαίου και τη νομολογία των διεθνών δικαιοδοτικών οργάνων, ρηχή ανάγνωση και ιδεολογική χρήση της ιστορίας, παρεξηγήσεις και λογικές αυθαιρεσίες. Όλα αυτά μπορεί να προκαλούν παροδικό πολιτικό θόρυβο, δεν θίγουν, όμως, τελικά τις στρατηγικές επιλογές της χώρας.
Δεν είναι πράγματι εύκολο να εξηγήσει κάποιος γιατί n θέση της χώρας ως προς τον εμφύλιο πόλεμο στη Συρία ή την κρίση στην Ουκρανία σχετίζεται με το Κυπριακό ή με την κατάσταση στο Αιγαίο και την Αν. Μεσόγειο.
Μόλις όμως το θέμα τεθεί από την οπτική γωνία της τουρκικής πολιτικής, γίνεται πολύ πιο εύκολα αντιληπτή π.χ. n πιθανή συσχέτιση ανάμεσα στον διεθνή συνασπισμό κατά του ISIS και τις προκλήσεις στην κυπριακή ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδα.
Υπάρχει βέβαια πάντοτε ανοικτό το ζήτημα της επίγνωσης όλων των πτυχών της εθνικής μας στρατηγικής. Απαιτείται, με άλλα λόγια, μια διαρκής υπόμνηση ιστορικών λαθών και κυρίως η συστηματική μελέτη των περιστάσεων υπό τις οποίες συντελέσθηκαν τα λάθη αυτά στην εποχή τους.
Έχει μεγάλη σημασία η συνεχής αναγωγή στο στρατηγικό πλαίσιο που συχνά χάνεται πίσω από μακροχρόνιες συνήθειες και πρακτικές ή αδράνειες. Καμία απαγορευμένη συζήτηση δεν υπάρχει στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής.
Αρκεί αυτή να γίνεται με επιστημονική και επαγγελματική επάρκεια και εθνική και πολιτική υπευθυνότητα, χωρίς τίποτα να θυσιαστεί στον βωμό της εσωτερικής πολιτικής συγκυρίας ή μικροπολιτικών σκοπιμοτήτων.
Ο πραγματικός πατριωτισμός βασίζεται μόνο στην πλήρη γνώση της ιστορίας και την απροκατάληπτη εκτίμηση του συσχετισμού των δυνάμεων.
Χρειάζεται όμως πάντοτε τεταμένη προσοχή γιατί ιδεοληψίες και στερεότυπα παρεισφρέουν ανά πάσα στιγμή. Οι ανοικτές κρίσεις στη Μ. Ανατολή και στη Β. Αφρική έχουν στο υπόβαθρό τους ιστορικές εκκρεμότητες από την περίοδο του μεσοπολέμου ως προς τη χάραξη των συνόρων και τη διαμόρφωση της έννοιας της κρατικότητας.
Έχουν επίσης στο υπόβαθρό τους το -μη ομολογούμενο εύκολα- δίλημμα μεταξύ, αφενός μεν δημοκρατίας/κράτους δικαίου, αφετέρου δε ασφαλείας. Η ανοικτή κρίση στην Ουκρανία και στις σχέσεις Ρωσίας και Δύσης θέτει υπό επαναξιολόγηση τη λειτουργικότητα πολλών διεθνών θεσμών, από το Σ.Α. του OHE μέχρι τον ΟΑΣΕ και βεβαίως, αναδεικνύει τα όρια της Ε.Ε. ως αυτοτελούς πολιτικής οντότητας.
Ο τρόπος με τον οποίο η Κυπριακή Δημοκρατία, σε στενή συνεργασία με την Ελλάδα, χειρίζεται την υπό εξέλιξη τουρκική πρόκληση στην κυπριακή ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδα και ο τρόπος με τον οποίον εξελίσσεται η τριμερής συνεργασία Αιγύπτου-Κύπρου-Ελλάδος είναι δύο καλά παραδείγματα αυτού που εννοώ.
Η επιπόλαιη δημόσια συζήτηση που διεξήχθη πριν από λίγους μήνες για τους δήθεν περιβαλλοντικούς κινδύνους στη Μεσόγειο από την επιχείρηση καταστροφής του χημικού οπλοστασίου της Συρίας, υπό τον έλεγχο του ίδιου του OHE και του Οργανισμού για την Απαγόρευση των Χημικών Όπλων, επιχείρηση που ολοκληρώθηκε με απόλυτη ασφάλεια, είναι ένα αντίστροφο παράδειγμα.
Καθώς είχα τη μεγάλη τιμή να διευθύνω τα τελευταία πέντε χρόνια διαδοχικά την αμυντική, την οικονομική και την εξωτερική και ευρωπαϊκή πολιτική της χώρας υπό εξαιρετικά δύσκολες και πιεστικές συνθήκες, γνωρίζω βιωματικά τη σημασία μιας ψύχραιμης, ορθολογικής, γενναιόδωρης και συναινετικής δημόσιας συζήτησης των θεμάτων αυτών. Ελπίζω και εύχομαι οι προϋποθέσεις για μια τέτοια συζήτηση να διαμορφωθούν».