Επιβραδύνθηκε η ελληνική μεταποίηση στις 50,9 μονάδες. Σε επίπεδα συρρίκνωσης η απασχόληση
- 02/12/2024, 11:39
- SHARE
Ο ελληνικός τομέας μεταποίησης παρέμεινε σε έδαφος ανάπτυξης κατά τη διάρκεια του Νοεμβρίου, σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία της έρευνας PMI® από την S&P Global. Παρ’ όλα αυτά, ο ρυθμός ανάπτυξης επιβραδύνθηκε σε σύγκριση με τον Οκτώβριο, μετά από μια οριακή αύξηση της παραγωγής και μια νέα μείωση της απασχόλησης.
Η επιβράδυνση έλαβε χώρα παρά την εκ νέου αύξηση των νέων παραγγελιών, λόγω της εντονότερης ζήτησης από το εξωτερικό. Οι αγορές εισροών και τα επίπεδα αποθεμάτων αυξήθηκαν επίσης, καθώς τα αποθέματα ετοίμων προϊόντων αυξήθηκαν με τον ταχύτερο ρυθμό που έχει καταγραφεί από τον Οκτώβριο του 2008.
Παρ’ όλα αυτά, η άνοδος συνδέθηκε εν μέρει με τις περαιτέρω αναμενόμενες αυξήσεις των τιμών εισροών και τη δημιουργία αποθεμάτων, μετά τις χαμηλότερες από τις αναμενόμενες νέες πωλήσεις. Ταυτόχρονα, η αύξηση του κόστους εισροών επιταχύνθηκε λόγω των υψηλότερων τιμών υλικών.
Παρά τις σχετικά ήπιες συνθήκες ζήτησης, οι εταιρείες μετακύλισαν το αυξημένο κόστος μέσω μιας εντονότερης αύξησης των τιμών πώλησης. Ο εποχικά προσαρμοσμένος Δείκτης Υπευθύνων Προμηθειών της S&P Global για τον τομέα μεταποίησης στην Ελλάδα (Purchasing Managers’ Index™ – PMI) έκλεισε στις 50.9 μονάδες τον Νοέμβριο, ελαφρώς χαμηλότερα από τις 51.2 μονάδες του Οκτωβρίου, υποδεικνύοντας οριακή βελτίωση της υγείας του ελληνικού μεταποιητικού τομέα.
Ο ρυθμός ανάπτυξης ήταν ο δεύτερος βραδύτερος σε διάστημα ενός έτους, ωστόσο, εντονότερος από τον μακροχρόνιο μέσο όρο της έρευνας.
Η ανάκαμψη των λειτουργικών συνθηκών υποστηρίχθηκε από μια νέα αύξηση των νέων παραγγελιών τον Νοέμβριο. Οι Έλληνες κατασκευαστές κατέγραψαν οριακή αύξηση των νέων πωλήσεων, μετά την απόκτηση νέων πελατών και τη βελτίωση των συνθηκών ζήτησης.
Η αύξηση των συνολικών νέων παραγγελιών οφειλόταν εν μέρει στην επιστροφή των νέων εργασιών εξαγωγών σε συνθήκες ανάκαμψης. Η εντονότερη ζήτηση από τους νέους πελάτες στις αγορές του εξωτερικού βοήθησε ώστε να αυξηθεί ο ρυθμός ανάπτυξης στον δριμύτερο που έχει καταγραφεί από τον Ιούλιο. Παρ’ όλα αυτά, τα επίπεδα παραγωγής αυξήθηκαν οριακά τον Νοέμβριο.
Οι εταιρείες ανέφεραν ότι η παραγωγική ικανότητα και τα αποθέματα ήταν επαρκή για να στηρίξουν την νέα, αν και οριακή, άνοδο των νέων παραγγελιών. Επιπλέον, ο ρυθμός αύξησης επιβραδύνθηκε σε σύγκριση με τον αντίστοιχο που παρατηρήθηκε τον Οκτώβριο. Μετά από μια μέτρια αύξηση τον Οκτώβριο, η απασχόληση στις εταιρείες του ελληνικού τομέα μεταποίησης επέστρεψε σε περιβάλλον συρρίκνωσης τον Νοέμβριο.
Σύμφωνα με τα μέλη του πάνελ, τα επίπεδα προσωπικού υποχώρησαν μετά τις ελλείψεις σε εργατικό δυναμικό και τη μείωση των εργαζομένων προσωρινής απασχόλησης. Παρότι οριακός, ο ρυθμός μείωσης των θέσεων εργασίας ήταν ο δεύτερος εντονότερος που έχει καταγραφεί από τον Δεκέμβριο του 2020 (καθώς και τον Οκτώβριο του 2023). Καταγράφηκε μικρότερος αριθμός εργατικού δυναμικού, λόγω της περαιτέρω μείωσης των εργασιών σε εκκρεμότητα στα μέσα του τέταρτου τριμήνου.
Ο ρυθμός μείωσης ήταν αμετάβλητος σε σύγκριση με τον Οκτώβριο και ο δεύτερος ταχύτερος που έχει καταγραφεί από τον Ιανουάριο, καθώς οι εταιρείες κατάφεραν να αντεπεξέλθουν με επιτυχία στις απαιτήσεις παραγωγής.
Εν τω μεταξύ, ο ρυθμός αύξησης των τιμών εισροών επιταχύνθηκε τον Νοέμβριο, μετά την εξασθένηση των πιέσεων επί του κόστους του τελευταίους μήνες. Οι υψηλότερες τιμές πρώτων υλών και λογαριασμών ενέργειας επισημάνθηκαν πολλές φορές από τα μέλη του πάνελ ως η αιτία της πρόσφατης αύξησης. Ο ρυθμός αύξησης ήταν ο ταχύτερος που έχει καταγραφεί σε διάστημα τριών μηνών.
Αντίστοιχα, οι χρεώσεις εκροών αυξήθηκαν με ιστορικά υψηλό ρυθμό, ο οποίος ήταν ο δριμύτερος που έχει καταγραφεί από τον Αύγουστο. Παρά τις σχετικά υποτονικές συνθήκες ζήτησης, οι εταιρείες ήταν σε θέση να μετακυλίσουν το υψηλότερο κόστος στους πελάτες.
Το υψηλότερο κόστος επιβάρυνε τους παραγωγούς αγαθών, καθώς προσάρμοσαν τις αγορές εισροών προς τα πάνω λόγω των ανησυχιών για μελλοντικές αυξήσεις των τιμών υλικών και περαιτέρω καθυστερήσεις στους χρόνους παράδοσης των προμηθευτών. Παρ’ όλα αυτά, η χαμηλότερη από το αναμενόμενο εισροή νέων παραγγελιών οδήγησε στη συσσώρευση αποθεμάτων.
Στην πραγματικότητα, τα αποθέματα ετοίμων προϊόντων αυξήθηκαν με τον εντονότερο ρυθμό που έχει καταγραφεί από τον Οκτώβριο του 2008. Τέλος, η επιχειρηματική εμπιστοσύνη βελτιώθηκε τον Νοέμβριο. Ο βαθμός αισιοδοξίας σχετικά με τις προοπτικές ως προς την παραγωγή κατά το επόμενο έτος αυξήθηκε στο υψηλότερο επίπεδο που έχει καταγραφεί από τον Μάιο και ήταν σε γενικές γραμμές σημαντικός.
Η Siân Jones, Επικεφαλής Οικονομολόγος της S&P Global Market Intelligence, σχολίασε: «Ο Νοέμβριος αποδείχθηκε ένας δύσκολος μήνας για τον ελληνικό τομέα μεταποίησης, καθώς η παραγωγή προσέγγισε τα επίπεδα στασιμότητας και η απασχόληση επέστρεψε σε πτωτική πορεία.
Θετικότερο ήταν το γεγονός ότι οι εταιρείες υπέδειξαν νέα αύξηση των νέων παραγγελιών, η οποία οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην άνοδο της ζήτησης από τους πελάτες του εξωτερικού. Ωστόσο, οι δυσκολίες στην αλυσίδα εφοδιασμού εξακολούθησαν να αποτελούν λόγο ανησυχίας, καθώς οι χρόνοι παράδοσης προμηθειών επιμηκύνθηκαν περαιτέρω και ένας νέος κύκλος επιτάχυνσης της αύξησης των τιμών εισροών ώθησε τις εταιρείες να αυξήσουν την αγοραστική τους δραστηριότητα και να δημιουργήσουν αποθέματα ασφαλείας, λόγω της ανησυχίας για πιθανές περαιτέρω αυξήσεις.
Εν τω μεταξύ, οι λιγότερες από τις αναμενόμενες νέες πωλήσεις ώθησαν τα αποθέματα ετοίμων προϊόντων στο υψηλότερο επίπεδο που έχει καταγραφεί σε διάστημα μεγαλύτερο των 16 ετών. Επιδεικνύοντας μεγαλύτερη εμπιστοσύνη σχετικά με τις προοπτικές και τη νέα αύξηση των νέων πωλήσεων, οι κατασκευαστές αύξησαν τις τιμές πώλησής τους, και μάλιστα με ταχύτερο ρυθμό.
Ωστόσο, λόγω της αστάθειας της ζήτησης και των περιορισμών στην παραγωγή, το εύρος των δυνατοτήτων προστασίας των περιθωρίων κέρδους ενδέχεται να τεθεί υπό αμφισβήτηση. Επιπλέον, σύμφωνα με τις τρέχουσες προβλέψεις μας για την αύξηση των τιμών καταναλωτή, αναμένεται ότι η ετήσια άνοδος ύψους 2.9% για το 2024 θα υποχωρήσει στο 2.0% το 2025. Εν τω μεταξύ, οι προοπτικές ως προς τις τιμές αγορών είναι λιγότερο ευνοϊκές, καθώς αναμένεται συνολική αύξηση του κόστους τον επόμενο χρόνο μετά την υποχώρηση των πιέσεων το 2024.»