Η κυβερνητική αναδίπλωση και οι δυσκολίες της επόμενης μέρας
- 31/01/2025, 08:13
- SHARE
Η εβδομάδα που διανύουμε είναι ίσως η δυσκολότερη στην κυβερνητική θητεία της παρούσας κυβέρνησης. Δεν το λέμε εμείς οι δημοσιογράφοι, το ομολογούν και οι ίδιοι οι υπουργοί της κυβέρνησης.
Λίγοι ανέμεναν το πλήθος κόσμου που συγκεντρώθηκε στις πλατείες και στους δρόμους των πόλεων ώστε να διαμαρτυρηθεί για την υπόθεση των Τεμπών και να απαιτήσει τη διαλεύκανση της. Και για πρώτη φορά ίσως φάνηκε η ζημιά που μπορεί να προκαλούν οι βεβαιότητες αλλά και η άσκηση πολιτικής όταν γίνεται με όρους εντυπωσιασμού και επικοινωνίας.
Το βέβαιο είναι πως ο πρώτος που θορυβήθηκε ήταν ο ίδιος ο Πρωθυπουργός. Για αυτό και αποφάσισε να αναλάβει μόνος το damage control, να βγει μπροστά και να χρεωθεί ο ίδιος τα λάθη αλλά και να εμφανιστεί ως ο φορέας αλλαγής κυβερνητικής στάσης σε ένα θέμα που έχει τραυματίσει βαθιά την ελληνική κοινωνία.
Η συνέντευξη έχει ήδη παράξει πολιτικά αποτελέσματα, αφού έχει με κάποιο τρόπο συνασπίσει την αντιπολίτευση σε μια σειρά κοινοβολευτικών πρωτοβουλιών. Για αυτό και όλοι αναμένουν ένα θερμό πολιτικά Φλεβάρη, με πρόταση δυσπιστίας αλλά και προ ημερησίας διατάξεως συζήτηση στη βουλή που ανεβάσει στο κόκκινο το πολιτικό θερμόμετρο.
Ο Πρωθυπουργός φέρεται να συνειδητοποίησε κάπως αργά πως η υπόθεση των Τεμπών, παρά τη χρονική απόσταση, εξακολουθεί να λειτουργεί ως ένα ανεπούλωτο τραύμα στην ψυχή της ελληνικής κοινωνίας. Η προσπάθεια των συγγενών να βρουν απαντήσεις, η εμπέδωση ενός αισθήματος πως οι πραγματικοί ένοχοι δεν πρόκειται να τιμωρηθούν αλλά κυρίως, τα πίσω-μπρος με το θέμα του υλικού που μετέφερε ή δεν μετέφερε η εμπορική αμαξοστοιχία που αποδείχθηκε πως δεν εδράζονται σε μια συνωμοσιολογία αλλά φαίνεται να έχουν επιστημονική βάση, τοποθέτησαν το θέμα σε μια διαφορετική βάση. Κι έγινε πια σαφές πως μόνο εάν υπάρξει αληθινή, πραγματική βούληση για κάθαρση, μπορεί να επανέλθει η εμπιστοσύνη ενός κομματιού της κοινωνίας στην κυβέρνηση.
Το σημαντικότερο είναι πως στην παρούσα φάση ο Κυριάκος Μητσοτάκης ξοδεύει δικό του προσωπικό πολιτικό κεφάλαιο, μπαίνοντας μπροστά σε αυτήν την ιστορία. Αποδεχόμενος εμμέσως τα λάθη του, δείχνει πως θέλει να αποδείξει πως δεν υπήρξε κανένα σχέδιο συγκάλυψης και πως το μόνο που και τον ίδιο ενδιαφέρει είναι η αποκάλυψη της αλήθειας. Ωστόσο εδώ υπάρχουν αντικειμενικές δυσκολίες: πρώτον, δεν είναι καθόλου βέβαιο πως υπάρχουν δεδομένα που μπορούν να αξιοποιηθούν ώστε να φτάσουμε στην αλήθεια.
Για παράδειγμα, όπως τονίζουν οι ειδικοί, το μπάζωμα στο σημείο του δυστυχήματος, κάνει πρακτικά αδύνατη την προσπάθεια λήψης αποδεικτικού υλικού για να εντοπιστεί πιθανό ύποπτο φορτίο στην εμπορική αμαξοστοιχία. Βιντεοληπτικό υλικό από το σταθμό φόρτωσης δεν υπάρχει διαθέσιμο. Δεύτερον, η διάρκεια της δίκης, που κατά πληροφορίες μπορεί να ξεκινήσει στα μέσα της χρονιάς, μπορεί να ξεπεράσει το βίο της παρούσας κοινοβουλευτικής περιόδου. Τρίτον, μια ενδεχόμενη σύσταση προανακριτικών επιτροπών μπορεί να οξύνει το πολιτικό κλίμα και να δημιουργήσει την αίσθηση αναζήτησης της επόμενης «Ιφιγένειας» που θα χρεωθεί τις ευθύνες άλλων.
Το δυστύχημα των Τεμπών στην ουσία του αναδεικνύει ένα τεράστιο πλέγμα παθογενειών της ελληνικής διοίκησης και των κακοδαιμονιών ενός ολόκληρου έθνους. Η διαχείριση του ωστόσο, από την ημέρα της τραγωδίας κι έπειτα, κινδυνεύει να επιβεβαιώσει το βαθύτερο τραύμα στη σχέση κοινωνίας και πολιτικού συστήματος: την έλλειψη εμπιστοσύνης. Κι αυτό είναι ίσως το βαθύτερο πλήγμα για την ίδια την κυβέρνηση από την τραγωδία των Τεμπών.