DBRS: Ανθεκτική η ελληνική οικονομία μετά την κρίση, σημαντικές προοπτικές και προκλήσεις

DBRS: Ανθεκτική η ελληνική οικονομία μετά την κρίση, σημαντικές προοπτικές και προκλήσεις
Toronto, Canada - May 6, 2019: DBRS sign on the headquarters building in Toronto, Canada. DBRS is an independent, privately held, globally recognized credit ratings agency. Photo: Shutterstock
Σύμφωνα με τον καναδικό οίκο, παρά το υψηλό επίπεδο αβεβαιότητας, η ελληνική οικονομία είναι πολύ πιθανό να συνεχίσει να υπεραποδίδει σε σχέση με τον μέσο όρο της Ευρωζώνης   

Τα τελευταία τέσσερα χρόνια, και παρά τα πολλαπλά σοκ, της πανδημίας και της ενεργειακής κρίσης συμπεριλαμβανομένων, η ελληνική οικονομία έχει επιδείξει αξιοσημείωτη ανθεκτικότητα, σύμφωνα με τον καναδικό οίκο πιστοληπτικής αξιολόγησης DBRS.

Όπως επισημαίνεται, η πραγματική ανάπτυξη υπερβαίνει τον μέσο όρο της Ευρωζώνης κάθε χρόνο από το 2021, με τις τελευταίες προβλέψεις να δείχνουν συνέχιση αυτής της τάσης. «Κατά την άποψή μας, αυτό οφείλεται στη μετά από χρόνια αρνητικής ανάπτυξης ανάκαμψη, αλλά και στη βελτίωση των θεμελιωδών μεγεθών της οικονομίας λόγω των δημοσιονομικών και οικονομικών προσαρμογών που έχουν γίνει. Σήμερα, η οικονομική επίδοση της Ελλάδας είναι περισσότερο προσανατολισμένη στις εξαγωγές και τις επενδύσεις, λιγότερο εξαρτημένη από την κατανάλωση και το χρέος, και παρουσιάζει λιγότερες ανισορροπίες σε σύγκριση με το πρόσφατο παρελθόν» συμπληρώνει ο οίκος.

Η οικονομική δραστηριότητα αυξήθηκε κατά 2,3% σε ετήσια βάση το 2023 και το πραγματικό ΑΕΠ εκτιμάται ότι αυξήθηκε πάνω από 2,0% πέρυσι, υποστηριζόμενο από την ισχυρή ιδιωτική κατανάλωση, την ανάπτυξη των εξαγωγών και των επενδύσεων.

Σύμφωνα με τον καναδικό οίκο, παρά το υψηλό επίπεδο αβεβαιότητας, η ελληνική οικονομία είναι πολύ πιθανό να συνεχίσει να υπεραποδίδει σε σχέση με τον μέσο όρο της Ευρωζώνης φέτος, καθώς η ανάκαμψη και η ανθεκτικότητα υποστηρίζονται από τις εισροές ευρωπαϊκών κονδυλίων, καθώς και από την αυξημένη ιδιωτική κατανάλωση και την ενίσχυση του τραπεζικού τομέα. Οι αναδυόμενες προκλήσεις, συμπεριλαμβανομένων των γεωπολιτικών κινδύνων, θα δοκιμάσουν πιθανότατα την ανθεκτικότητα της ελληνικής οικονομίας στο μέλλον, γεγονός που θα απαιτήσει επαγρύπνηση, για την προώθηση μεταρρυθμίσεων για τη μετάβαση σε ένα πιο διαφοροποιημένο και βιώσιμο οικονομικό μοντέλο.

Το μη βιώσιμο μοντέλο ανάπτυξης και η έλλειψη μεταρρυθμίσεων οδήγησαν σε κρίση

Σύμφωνα με την DBRS, η παρατεταμένη κρίση της Ελλάδας ξεκίνησε το 2009 και προκάλεσε μείωση του πραγματικού ΑΕΠ κατά περίπου 26% έως το 2018. Υπενθυμίζεται πως, μετά από μια περίοδο χαμηλής ανάπτυξης το 1980-1995, η είσοδος στην Ευρωζώνη σηματοδότησε μια περίοδο ισχυρής ανάπτυξης με ετήσιο μέσο ρυθμό πραγματικής αύξησης του ΑΕΠ κοντά στο 4% από το 1996 έως το 2007, υποστηριζόμενη από χαμηλό κόστος δανεισμού, σταθερή συναλλαγματική ισοτιμία και χαμηλό πληθωρισμό.

Ωστόσο, η ανάπτυξη αυτής της φαινομενικά δυναμικής οικονομίας στηρίχθηκε κυρίως στην πιστωτική επέκταση που χρηματοδοτήθηκε από το εξωτερικό, γεγονός που οδήγησε σε μη βιώσιμα δημοσιονομικά και εξωτερικά ελλείμματα. Η ανάπτυξη που στηρίχθηκε στην κατανάλωση οδήγησε σε σημαντική αύξηση της ζήτησης για στέγαση, αγαθά λιανικής και υπηρεσίες, προκαλώντας άνθηση σε τομείς της οικονομίας όπως τα ακίνητα, οι κατασκευές, οι τράπεζες και το λιανικό εμπόριο (μη εμπορεύσιμοι τομείς). Η ιδιωτική κατανάλωση ήταν ο κύριος συντελεστής του πραγματικού ΑΕΠ την περίοδο 1995-2000, αντιπροσωπεύοντας το 68% του ΑΕΠ, ενώ οι εξαγωγές αντιστοιχούσαν περίπου στο 17%, σε σύγκριση με τον μέσο όρο της ΕΕ για την ιδιωτική κατανάλωση και τις εξαγωγές που ήταν 55% και 26%, αντίστοιχα.

Αυτή η τάση συνεχίστηκε ακόμη και μετά την ένταξη της Ελλάδας στην Ευρωζώνη το 2001. Παρά τα αναμενόμενα οφέλη από την υιοθέτηση του ευρώ, όπως η σταθερότητα των τιμών, η σταθερή συναλλαγματική ισοτιμία, το χαμηλό κόστος συναλλαγών και η βαθύτερη χρηματοοικονομική ολοκλήρωση, οι εξαγωγές παρέμειναν χαμηλές. Την περίοδο 2001-2008, οι συνολικές εξαγωγές αντιστοιχούσαν στο 20% του ΑΕΠ έναντι 32% για την ΕΕ. Κατά την ίδια περίοδο, οι μισθοί στους μη εμπορεύσιμους τομείς αυξήθηκαν ραγδαία, οδηγώντας σε υψηλότερες τιμές στην οικονομία και μείωση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας της Ελλάδας. Από το 2000 έως το 2008, το μοναδιαίο κόστος εργασίας αυξήθηκε κατά σχεδόν 32%. Αυτό επιδεινώθηκε από τις διαρθρωτικές αδυναμίες της ελληνικής οικονομίας, όπως η γραφειοκρατία στον δημόσιο τομέα, η άκαμπτη αγορά εργασίας, οι κλειστές αγορές προϊόντων και υπηρεσιών, και το αναποτελεσματικό φορολογικό σύστημα.

Η χώρα βίωσε επίσης άνοδο των επενδύσεων με τον ακαθάριστο σχηματισμό παγίου κεφαλαίου να αυξάνεται κατά μέσο όρο στο 25% την περίοδο 2001-2008, σε σύγκριση με 22% για την ΕΕ. Ωστόσο, οι επενδύσεις επικεντρώθηκαν κυρίως σε μη παραγωγικούς τομείς της οικονομίας όπως τα ακίνητα, οδηγώντας σε μη βιώσιμη πιστωτική επέκταση και τελικά σε υψηλές δημοσιονομικές ανισορροπίες. Αυτή η τάση διακόπηκε από την κρίση δημόσιου χρέους, την πολιτική αστάθεια και παράγοντες όπως το χαμηλότερο πολιτικό κόστος της μείωσης των δημόσιων επενδύσεων σε σύγκριση με τις τρέχουσες δαπάνες. Οι συνολικές επενδύσεις μειώθηκαν περίπου στο 11% του ΑΕΠ το 2015.

Έχει γίνει η ελληνική οικονομία πιο ανθεκτική;

Σύμφωνα με τον καναδικό οίκο, η Ελλάδα υλοποίησε τρία προγράμματα προσαρμογής από το 2010 έως το 2018, εφαρμόζοντας μια σειρά από οικονομικές, δημοσιονομικές και χρηματοπιστωτικές μεταρρυθμίσεις, που βελτίωσαν την ανταγωνιστικότητα και τη δημοσιονομική της θέση, και ενίσχυσαν τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Οι μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας στόχευαν στην αποκατάσταση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας, μέσω της καθιέρωσης ευέλικτων μορφών απασχόλησης και της προσαρμογής των μισθών ώστε να αντικατοπτρίζουν τα επίπεδα παραγωγικότητας. Κατά την περίοδο 2009-2018, το μοναδιαίο κόστος εργασίας μειώθηκε κατά περίπου 9%, ενώ το ποσοστό ανεργίας διαμορφώθηκε στο 9,4% τον Δεκέμβριο του 2024 από 28,1% τον Σεπτέμβριο του 2013.

Επίσης εφαρμόστηκαν αρκετές μεταρρυθμίσεις για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας στις αγορές προϊόντων και το άνοιγμα “κλειστών” επαγγελμάτων, βελτιώνοντας το επιχειρηματικό περιβάλλον. Οι ελληνικές εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών αυξήθηκαν σημαντικά, φτάνοντας το 44% του ΑΕΠ το 2023 από 22% το 2010, πλησιάζοντας τον μέσο όρο της ΕΕ που είναι 52%, σύμφωνα με τη Eurostat. Η παρατηρούμενη αύξηση των εισαγωγών οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην άνοδο των εισαγωγών κεφαλαιουχικών αγαθών, λόγω της αυξημένης επενδυτικής δραστηριότητας. Μετά από χρόνια υποεπένδυσης, ο ακαθάριστος σχηματισμός κεφαλαίου (ως ποσοστό του ΑΕΠ) άρχισε να αυξάνεται σταδιακά το 2020. Από 12,3% το 2020, οι επενδύσεις ως ποσοστό του ΑΕΠ έφτασαν το 15,2% το 2023 και αναμένεται να αυξηθούν περαιτέρω, υποστηριζόμενες από την εφαρμογή του Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (Ελλάδα 2.0).

Παρόλο που οι επενδύσεις που χρηματοδοτούνται από το Ταμείο Ανάκαμψης θα βοηθήσουν την Ελλάδα να μειώσει τη διαφορά με τους Ευρωπαίους εταίρους της τα επόμενα δύο χρόνια, η αύξηση των επενδύσεων θα εξαρτηθεί επίσης από την ικανότητα του τραπεζικού τομέα να παρέχει χρηματοδότηση στις επιχειρήσεις, καθώς και από την ικανότητα της χώρας να προσελκύσει επενδυτές μεσοπρόθεσμα.

«Σε ένα περιβάλλον υψηλής αβεβαιότητας, η συνεχιζόμενη οικονομική ανάκαμψη της Ελλάδας αντιμετωπίζει νέες προκλήσεις για τη βιωσιμότητα και την ανθεκτικότητά της. Η επιτάχυνση των μεταρρυθμίσεων για την ενίσχυση των επενδύσεων και της παραγωγικότητας και η αξιοποίηση των εξωτερικών πόρων θα στηρίξουν περαιτέρω τις προσπάθειες της Ελλάδας να αντιμετωπίσει τις κληρονομιές της κρίσης, να επιλύσει διαρθρωτικές προκλήσεις και να διατηρήσει τη μεγέθυνση πέρα από τη λήξη των κονδυλίων της ΕΕ (Next Generation EU)» καταλήγει η DBRS.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ: