Τι προτείνει το ΔΝΤ για την ανεργία των νέων στην Ευρωζώνη
- 09/12/2014, 20:30
- SHARE
Σε έκθεσή του, το Ταμείο εισηγείται μια «πολυδιάστατη προσέγγιση».
Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) εισηγείται μια «πολυδιάστατη προσέγγιση» για την αντιμετώπιση της ανεργίας των νέων στην Ευρωζώνη και την προώθηση της ανάπτυξης και της απασχόλησης, όπως αναφέρεται σε έκθεσή του που δόθηκε σήμερα στη δημοσιότητα.
Στην έκθεση σημειώνεται ότι «η Ευρώπη έχει αρχίσει να ανακάμπτει από την παγκόσμια οικονομική κρίση, αλλά η ανάκαμψη είναι αργή και διστακτική στην Ευρωζώνη. Η παραγωγή και οι επενδύσεις παραμένουν πολύ κάτω από τα επίπεδα προ της κρίσης. Η ανεργία παραμένει σε απαράδεκτα υψηλή ποσοστά» και «η ανεργία των νέων είναι ένα ιδιαίτερα σοβαρό πρόβλημα. Το ποσοστό ανεργίας στους νέους στην Ευρωζώνη ανήλθε στο πρωτοφανές ποσοστό του 23% στα μέσα του 2014, πολύ πάνω από το ποσοστό του 2007».
Το ΔΝΤ ζητά, μεταξύ άλλων, τον «περιορισμό της προστασίας» των μονίμων εργαζομένων και τη «διατήρηση υπό έλεγχο» του κατώτατου μισθού, υπογραμμίζοντας παράλληλα ότι «οι υψηλότεροι ρυθμοί ανάπτυξης μπορεί να βελτιώσουν την απασχόληση των νέων» και ότι «οι μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας μπορεί να συμβάλουν στη μείωση της επίμονα (υψηλής) ανεργίας των νέων».
Στη έκθεση τονίζεται η ανάγκη να υπάρξουν «συνολικές οικονομικές αποδοτικές πολιτικές», ώστε να αντιμετωπιστεί το «μεγάλο πρόβλημα» της ανεργίας των νέων, επισημαίνοντας την αύξηση της ανεργίας των νέων σε Κύπρο, Ελλάδα, Ιρλανδία, Πορτογαλία, και Ισπανία.
Το ΔΝΤ υποστηρίζει ότι «η ανεργία των νέων κυμαίνεται σε ολόκληρη την περιοχή της Ευρωζώνης. Μερικές χώρες – Ιρλανδία, Ελλάδα, Ισπανία, και Πορτογαλία – γνώρισαν μια απότομη αύξηση της ανεργίας κατά τη διάρκεια της κρίσης. Όμως, με εξαίρεση την Ιρλανδία, τα ποσοστά ανεργίας των νέων των χωρών αυτών ήταν ήδη σταθερά άνω του μέσου όρου πριν από την κρίση. Στην Ιταλία και τη Γαλλία, επίσης, τα υψηλά ποσοστά της ανεργίας των νέων είναι, ως επί το πλείστον, κληρονομιά πριν την περίοδο της κρίσης».
Ακόμη το ΔΝΤ ζητά «περαιτέρω μεταρρυθμίσεις» από χώρες, όπως τη Γαλλία, την Ιταλία και την Ισπανία στο ζήτημα της «αγοράς εργασίας», διατυπώνοντας την άποψη ότι «από μόνη της η ανάπτυξη δεν θα επιλύσει το πρόβλημα της ανεργίας των νέων».
Στην έκθεση παρουσιάζεται ως «ανησυχητικό στοιχείο» το γεγονός ότι το 40% των νέων ανέργων μεταξύ των ηλικιών 15 έως 24 ετών δεν έχουν δουλειά για περισσότερο από ένα χρόνο και υποστηρίζεται ότι πρέπει να γίνονται περισσότερα προγράμματα επαγγελματικής κατάρτισης, καθώς και οικονομικά αποδοτικές πολιτικές για να βοηθηθούν οι άνεργοι να βρουν εργασία.
Το ΔΝΤ προτείνει επίσης τη «σμίκρυνση του χάσματος» ανάμεσα στους νέους που έχουν προσωρινή εργασία και οι οποίοι στην πλειοψηφία τους είναι κάτω των 25 ετών και εκείνων που απασχολούνται σε μόνιμη βάση «μέσω χαλάρωσης της προστασίας» τους (των μόνιμων εργαζομένων).
Σύμφωνα με τους συντάκτες της έκθεσης, «εάν επιβραδυνθεί η ανάκαμψη της Ευρωζώνης, αυτοί οι αριθμοί (ανεργίας των νέων) θα μπορούσαν να αρχίσουν να ανεβαίνουν και πάλι», προσθέτοντας ότι «ενώ η υψηλή ανεργία είναι πάντα ανεπιθύμητη, η ανεργία των νέων μπορεί να είναι ιδιαίτερα προβληματική στη Ευρωζώνη, η οποία υποφέρει από σημαντική γήρανση του πληθυσμού και χαλάρωση της οικονομικής δραστηριότητας. Και όσο περισσότερο διαρκεί η ανεργία, τόσο μεγαλύτερη είναι η διάβρωση των δεξιοτήτων και της απασχόλησης και τόσο πιο διαβρωτικές είναι οι επιπτώσεις στην κοινωνική συνοχή και τα θεσμικά όργανα».
Στη συνέχεια, αναφέρεται ότι «χωρίς ζωντανό νεαρό εργατικό δυναμικό, οι οικονομίες δεν μπορούν να αντέξουν οικονομικά και να χρηματοδοτήσουν τα δίχτυα κοινωνικής ασφαλείας τους».
Τέλος, σημειώνεται ότι «μια σειρά από μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας μπορεί να βοηθήσουν στη μείωση της ανεργίας των νέων» και ότι «η επαγγελματική κατάρτιση ενισχύει την ετοιμότητα προς εργασία, τις δεξιότητες και τα καλά σχεδιασμένα οικονομικά αποτελέσματα».
Το ΔΝΤ επαναλαμβάνει επίσης τη θέση ότι «για την αναβίωση της ανάπτυξης απαιτείται ισχυρή υποστήριξη για αύξηση της παραγωγής σε ολόκληρη την Ευρωζώνη κι αυτό περιλαμβάνει υποστήριξη στις ιδιωτικές επενδύσεις, μέσω της χαλαρής νομισματικής πολιτικής».
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ