Γιατί η Γερμανία πρέπει να «χαλαρώσει τα λουριά» με την Ελλάδα

Γιατί η Γερμανία πρέπει να «χαλαρώσει τα λουριά» με την Ελλάδα

Επιτακτική η ανάγκη μιας πιο βιώσιμης λύσης για τα προβλήματα χρέους που μαστίζουν όχι μόνο την Ελλάδα, αλλά ολόκληρη την περιφέρεια της Ευρωζώνης.

του Σάιρους Σανάτι

Το μόνο που καταφέρνει ουσιαστικά η Γερμανία αυξάνοντας την πίεση προς την Ελλάδα είναι να πληγώνει τον εαυτό της. Και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα έχει καταστήσει πιο ακριβή για τις ελληνικές τράπεζες τη χρηματοδότησή τους, γεγονός το οποίο απλώς ενισχύει την ιδέα ότι η ευρωζώνη είναι ένα οικονομικό χάλι, ανάξιο για ξένες επενδύσεις.

Εάν η Γερμανία και τα μέλη του «πυρήνα» της ευρωζώνης θέλουν το ευρώ να συνεχίσει να υπάρχει, θα πρέπει να επεξεργαστούν μια πιο βιώσιμη λύση για τα προβλήματα χρέους που μαστίζουν όχι μόνο την Ελλάδα, αλλά ολόκληρη την περιφέρεια της Ευρωζώνης. Ενώ η διαγραφή του χρέους μπορεί να μην είναι πολιτικά εφικτή αυτή τη στιγμή, απαιτείται κάποια ελάφρυνση του χρέους ώστε να ενισχυθεί η εμπιστοσύνη στο ευρώ. Οποιαδήποτε περαιτέρω καθυστέρηση θα παρατείνει την οικονομική εξαθλίωση που μαστίζει την ευρωζώνη εδώ και χρόνια.

Γερμανοί αξιωματούχοι συναντήθηκαν με εκπροσώπους της νέας αριστερής κυβέρνησης στην Ελλάδα την Παρασκευή για να συζητήσουν τι είδους δράση θα πρέπει να αναληφθεί σε σχέση με τις απαιτήσεις της νέας κυβέρνησης σε σχέση με την ελάφρυνση του χρέους. Το επίμαχο θέμα είναι τα 240 δισεκατομμύρια ευρώ που η Ελλάδα έλαβε το 2010 από τους εταίρους της στην ευρωζώνη, με επικεφαλής τη Γερμανία, καθώς και από άλλους εμπλεκόμενους φορείς, όπως το ΔΝΤ. Τα χρήματα χρησιμοποιήθηκαν για να αποπληρωθεί το τεράστιο «απόθεμα» κρατικών ομολόγων της Ελλάδας, ένα μέρος του οποίου βρισκόταν στα χέρια ιδιωτών επενδυτών, δηλαδή άλλων ευρωπαϊκών τραπεζών.

Δυστυχώς, οι συνομιλίες δεν πήγαν πολύ καλά την Παρασκευή. Ο Γιάννης Βαρουφάκης, ο νέος υπουργός Οικονομικών της Ελλάδας, κάλεσε τη Γερμανία να βοηθήσει στον τερματισμό αυτού που αποκάλεσε «χονδροειδή ταπείνωση» της ελληνικής κρίσης χρέους. Η έκκλησή του έμεινε εν πολλοίς αναπάντητη. Οι δύο πλευρές θα συνεχίσουν να συζητούν την κατάσταση την ερχόμενη εβδομάδα.

Αλλά το ζήτημα του χρέους είναι μόνο ένα από τα οικονομικά προβλήματα που αντιμετωπίζει η νέα ελληνική κυβέρνηση. Μια πανικόβλητη φυγή από τις τράπεζες, σενάριο που διαιωνιζόταν από την αβεβαιότητα που περιέβαλλε τις εκλογές, ήρθε πιο κοντά αυτή την εβδομάδα αφότου η ΕΚΤ ψήφισε να σταματήσει να δίνει φτηνά δάνεια στις ελληνικές τράπεζες που παλεύουν να σωθούν. Η πιστωτική γραμμή, η οποία ήταν μέρος του σχεδίου διάσωσης του 2010, επέτρεψε στις ελληνικές τράπεζες να χρησιμοποιήσουν δημόσιο χρέος επιπέδου junk ως ενέχυρο στην ΕΚΤ για να δανειστούν μετρητά με χαμηλό επιτόκιο ύψους 0,05%. Τώρα, οι ελληνικές τράπεζες πρέπει να δανειστούν από την Τράπεζα της Ελλάδα, η οποία, μέσα από τη δική της πιστωτική γραμμή με την ΕΚΤ, μπορεί να λαμβάνει δάνεια με επιτόκιο της τάξης του 1,55%, δηλαδή περίπου 31 φορές υψηλότερο από το αρχικό επιτόκιο.

Έτσι, γιατί η ΕΚΤ προχώρησε με το σχέδιο αυτό σε μια περίοδο όπου οι ελληνικές τράπεζες αντιμετωπίζουν μια φυγή καταθέσεων; Το πιθανότερο είναι ότι η ΕΚΤ θέλησε να στείλει ένα μήνυμα προς τη νέα ελληνική κυβέρνηση ότι έχει το πάνω χέρι στις διαπραγματεύσεις και ότι οι Έλληνες καλό θα ήταν να αποδεχθούν οποιονδήποτε όρο τους προσφερθεί.

Η νέα ελληνική κυβέρνηση ψηφίστηκε βάσει μιας πλατφόρμας αλλαγής. Αυτή περιελάμβανε την πραγματοποίηση αλλαγών στους όρους της συμφωνίας διάσωσης το 2010. Από τότε που ορκίστηκαν το περασμένο Σαββατοκύριακο, οι νέοι ηγέτες της Ελλάδας ταξιδεύουν σε όλη την Ευρώπη προσπαθώντας να κερδίσουν υποστήριξη για την ατζέντα τους, η οποία εν τέλει είναι να μειωθεί τελικά το βάρος του χρέους της χώρας, έτσι ώστε αυτή κάποια στιγμή να μπορέσει μια μέρα να επιτύχει κάποιο ψήγμα οικονομικής ανάπτυξης.

Η ΕΚΤ μπορεί να καθοδηγείται από έναν Ιταλό και διευθύνεται από ένα πολυεθνικό συμβούλιο διοικητών, αλλά η Γερμανία κινεί πραγματικά τα νήματα στη Φρανκφούρτη. Οι συντηρητικοί Γερμανοί νοιώθουν αποτροπιασμό για την επιθυμία της ελληνικής κυβέρνησης να αλλάξει τους όρους της διάσωσης, και θέλουν οι Έλληνες να «ανταποκριθούν» στις δεσμεύσεις τους. Πιστεύουν ότι αν υποχωρήσουν στις ελληνικές απαιτήσεις, τότε άλλα κράτη-μέλη της ευρωζώνης στην περιφέρεια, όπως η Πορτογαλία και η Ιρλανδία, θα προσπαθήσουν να επαναδιαπραγματευθούν τους όρους της διάσωσης τους, δημιουργώντας ένα είδος ηθικού κινδύνου στον οποίο ο γερμανός φορολογούμενος θα καταλήξει να πληρώνει το λογαριασμό. Έτσι, υιοθέτησαν μια στάση «σκληρής γραμμής» στο ελληνικό πρόβλημα και ώθησαν την ΕΚΤ να στείλει την πρώτη προειδοποιητική βολή.

Το πρόβλημα με τη λογική της Γερμανίας είναι ότι βασίζεται στην ιδέα ότι η Ελλάδα αποδέχθηκε οικειοθελώς τη συμφωνία διάσωσης. Αντιθέτως, οι Έλληνες λίγο-πολύ εξαναγκάστηκαν να συμφωνήσουν. Αν είχαν αρνηθεί, το ευρώ θα μπορούσε να έχει καταρρεύσει. Και αυτό θεωρήθηκε ως μια πολύ χειρότερη έκβαση για την Ελλάδα σε σχέση με τη συμφωνία επί των όρων διάσωσης.

Προφανώς, δεν ήταν όλες οι διατάξεις του πακέτου διάσωσης κακές. Πράγματι, πολλές ήταν αρκετά λογικές, όπως αυτές που ανάγκαζαν την Ελλάδα να μεταρρυθμίσει την εξουθενωτικά ακριβή γραφειοκρατία της, καθώς και εκείνες που απαιτούσαν φορολογική μεταρρύθμιση και ιδιωτικοποίηση των υπό κρατικό έλεγχο εταιρειών. Αλλά οι όροι αποπληρωμής στο πακέτο διάσωσης άφησαν την Ελλάδα με ένα ασύλληπτο όγκο χρέους, ακόμα και μετά από ένα κούρεμα ύψους 100 δισεκατομμυρίων ευρώ. Η ελληνική οικονομία, ακόμη και αν αναπτυσσόταν με τρελούς ρυθμούς, δεν θα μπορούσε ποτέ να είναι αρκετά μεγάλη ώστε να χρηματοδοτεί επαρκώς το κράτος και να εξυπηρετεί και το χρέος την ίδια στιγμή.

Οι Έλληνες γνώριζαν εκείνη την εποχή ότι οι αριθμοί δεν έβγαιναν, αλλά προχώρησαν ούτως ή άλλως για το καλό του ευρώ. Αλλά δεν ήταν μόνο οι Έλληνες που γνώριζαν• εξίσου γνώριζαν και οι Γερμανοί, όπως και όλοι όσοι ήξεραν πρόσθεση, συμπεριλαμβανομένων του ΔΝΤ και της ΕΚΤ.

Μπορείτε να αντιληφθείτε την ελληνική διάσωση ως τίποτα περισσότερο από ένα προσωρινό μέτρο που τέθηκε σε εφαρμογή για να ηρεμήσει τις αγορές και να αποκαταστήσει την εμπιστοσύνη. Εννοείτο πάντα ότι μια μέρα όλο αυτό θα έπρεπε να αποτελέσει αντικείμενο επαναδιαπραγμάτευσης. Αυτή η μέρα έχει φτάσει.

Ας λάβουμε υπόψη ορισμένα στοιχεία για την οικονομική κατάσταση στην Ελλάδα. Η ελληνική οικονομία έχει συρρικνωθεί κατά 25% από την αρχή της κρίσης της ευρωζώνης και σήμερα έχει ποσοστό ανεργίας 25%. Οι Έλληνες έχουν μειώσει ραγδαία τις κρατικές δαπάνες, κι όμως ο λόγος του χρέους προς το ΑΕΠ της χώρας έχει στην πραγματικότητα αυξηθεί κατά 35% τα τελευταία πέντε χρόνια, αγγίζοντας σήμερα το 175%.

Ήρθε η ώρα πλέον για τη Γερμανία, την ΕΚΤ, το ΔΝΤ, και την Ελλάδα να καθίσουν και να συντάξουν μια εφαρμόσιμη λύση στο δίλημμα του χρέους, μια για πάντα. Αυτό πρέπει να περιλαμβάνει την εύρεση λύσεων και για την Ιρλανδία και την Πορτογαλία, καθώς ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ τους – και των δύο κοντά στο 120% -, παραμένει σε μεγάλο βαθμό αμετάβλητος από τότε που διασώθηκαν για πρώτη φορά.

Το ευρώ έχει χάσει 15% της αξίας του κατά τους τελευταίους μήνες, εν μέρει λόγω των αναπάντητων ερωτημάτων σχετικά με το δημόσιο χρέος. Οποιαδήποτε περαιτέρω αβεβαιότητα θα συνεχίσει να ροκανίζει την αξία του ευρώ, η οποία θα μπορούσε να καταλήξει να καταστρέψει επενδυτές και αποταμιευτές, ιδιαίτερα εκείνους στη Γερμανία, δεδομένου ότι τείνουν να τοποθετούν τα μετρητά τους σε επενδύσεις με χαμηλό επιτόκιο.

Ποια είναι η λύση; Η ελληνική κυβέρνηση έχει εγκαταλείψει τις εκκλήσεις της για ελάφρυνση του χρέους και αντ’ αυτής υποστηρίζει τη σύνδεση των πληρωμών του χρέους με το ΑΕΠ. Το κράτος προτείνει να ανταλλαχθούν τα ευρωπαϊκά δάνεια διάσωσης που έλαβε στα πλαίσια του πακέτου διάσωσης με «ομόλογα συνδεδεμένα με το ΑΕΠ», όπου η αποπληρωμή συνδέεται με το πόσο καλά αποδίδει η ελληνική οικονομία. Αν τα πάει καλά, η Ελλάδα θα πληρώνει περισσότερο• αν δεν τα πάει τόσο καλά, θα πληρώνει λιγότερο. Και κατά πιθανότητα η ΕΚΤ έχει το καθήκον να καλύψει τα κενά, αν και όταν η Ελλάδα καταλήξει να πληρώνει λιγότερο από ό,τι απαιτείται.

Ο μόνος τρόπος που αυτό το σύστημα θα μπορούσε να λειτουργήσει είναι αν το ελάχιστο όριο ανάπτυξης του ΑΕΠ προβλεφθεί αρκετά υψηλά έτσι ώστε η Ελλάδα να πληρώσει ελάχιστα έως τίποτα κατά τα πρώτα έτη της συμφωνίας. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι η Ελλάδα μπορεί να επιστρέψει στην ημέρες της ασύδοτης δημιουργίας νέου χρέους. Η χώρα θα πρέπει να συνεχίσει να ζει με τα μέσα που διαθέτει, καθώς όλο το χρέος θα παραμείνει εγγεγραμμένο στα βιβλία, γεγονός που θα αποτρέψει τη χώρα απ’ το να είναι σε θέση να δανειστεί υπερβολικά. Η Ελλάδα είχε πλεόνασμα στον προϋπολογισμό το περασμένο έτος, που σημαίνει ότι δεν χρειάζεται πολύ χρέος για να τροφοδοτήσει μια αξιοπρεπή ανάκαμψη. Μια μεσαίου μεγέθους προσφορά ομολόγων μπορεί να είναι το μόνο που χρειάζεται για να τονωθεί η οικονομία.

Η Γερμανία έχει φανεί διστακτική να δεχθεί το σχέδιο της Ελλάδας, αλλά δεν έχει πει οριστικά «όχι» σε αυτό. Αυτό σημαίνει ότι μπορεί να υπάρχουν κάποια περιθώρια για αισιοδοξία. Ας ελπίσουμε ότι οι ελληνικές τράπεζες θα είναι σε θέση να μείνουν όρθιες για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα.