«Η Ελλάδα δεν πρέπει να ενδώσει στον γερμανικό εκφοβισμό»
- 20/02/2015, 18:38
- SHARE
Σε αναλυτικό άρθρο του, το Foreign Policy υποστηρίζει τις ελληνικές θέσεις στη διαπραγμάτευση με του δανειστές.
«Η Ελλάδα δεν πρέπει να ενδώσει στον γερμανικό εκφοβισμό» αναφέρεται σε άρθρο στο αμερικανικό περιοδικό Foreign Policy, προσθέτοντας ότι «δεν πρόκειται απλά για το ερώτημα εάν είναι σωστό με ηθικά κριτήρια, αλλά κυρίως για οικονομικά, και η Αθήνα διαθέτει πολύ μεγαλύτερο πλεονέκτημα από ό,τι πιστεύεται γενικά».
Επίσης, τονίζεται ότι «η Ελλάδα διαθέτει πολύ περισσότερα “κρυμμένα χαρτιά” από ό,τι συχνά υποστηρίζεται» και ότι «η πραγματική, ωστόσο, τρέλα θα ήταν να ενδώσει η Ελλάδα. Με την πράξη της αυτή η μόνη αντί-μερκελική δύναμη που θα απόμενε θα ήταν η νεοναζιστική Χρυσή Αυγή».
Το άρθρο υπογράφει ο Βρετανός οικονομολόγος και συγγραφέας Φιλίπ Λεγκρέν, πρώην οικονομικός σύμβουλος του προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, από το 2011 έως το 2014. Όπως επισημαίνει, μεταξύ άλλων, «από την πρώτη διαπραγμάτευση τη δεκαετία του ’50 μεταξύ της μεταναζιστικής Δ. Γερμανίας και των πολεμικών θυμάτων της, η ευρωπαϊκή αλληλεπίδραση οικοδομήθηκε με τον συμβιβασμό. Κατά συνέπεια, ασκείται μεγάλη πίεση στη νέα ελληνική κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ να φανεί “καλός Ευρωπαίος” και να συμβιβασθεί με τους Ευρωπαίους εταίρους της και πιστωτές της σχετικά με το αίτημά της για δικαιοσύνη σε σχέση με το χρέος. Ο συμβιβασμός, ωστόσο, αποτελεί ενίοτε μια λανθασμένη επιλογή δράσης. Ορισμένες φορές χρειάζεται να μείνεις αμετακίνητος».
Σύμφωνα με τον αρθρογράφο, «καμία προηγμένη οικονομία, όσο μπορούμε να θυμηθούμε, δεν υπέστη τέτοια καταστροφική κακοδιαχείριση όσο η ευρωζώνη τα τελευταία χρόνια, όπως αποδεικνύω ενδελεχώς στο βιβλίο μου, “European Spring”. Μετά από εφτά χρόνια κρίσης, η οικονομία της ευρωζώνης βρίσκεται σε πολύ χειρότερη κατάσταση από των ΗΠΑ, χειρότερη από την Ιαπωνία της χαμένης δεκαετίας της το ’90 και χειρότερη από την Ευρώπη της δεκαετίας του ’30. Το ΑΕΠ συνεχίζει να είναι 2%, μικρότερο από εκείνο εφτά χρόνια πριν, ενώ το ποσοστό ανεργίας παραμένει διψήφιο. Η ασκούμενη πολιτική που θέτει η κυβέρνηση της Άνγκελα Μέρκελ στο Βερολίνο, εφαρμόζει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στις Βρυξέλλες -και ενίοτε μετριάζει, αλλά τις περισσότερες φορές επιβάλει- και η ΕΚΤ, παραμένει καταστροφική».
Στη συνέχεια, τονίζει ότι «η συνέχιση αυτών των πολιτικών -λιτότητα και περικοπές μισθών, ανοχή των τραπεζών, άρνηση της αναδιάρθρωσης χρεών και προσαρμογή στον γερμανικό μερκαντιλισμό- οδηγεί την Ευρώπη στον γκρεμό, ενώ η εφαρμογή της ποσοτικής χαλάρωσης δύσκολα μπορεί να την αναστρέψει. Κατά συνέπεια, ένας “συμβιβασμός” που θα τροποποιούσε ελαφρά τη γραμμή Μέρκελ θα ήταν λάθος, καθώς πρέπει να αμφισβητηθεί και να αποδομηθεί».
Στο άρθρο διατυπώνεται, επίσης, η άποψη ότι «μολονότι η Ελλάδα δεν μπορεί από μόνη της να αλλάξει ολόκληρη τη νομισματική ένωση, θα μπορούσε να δράσει ως καταλύτης της αυξανόμενης πολιτικής αντίδρασης κατά των πολιτικών στασιμότητας της Ευρωζώνης. Στο άμεσο μέλλον, η Ελλάδα θα μπορούσε έστω να σώσει τον εαυτό της, καθώς βρίσκεται αφημένη στα νύχια των πιστωτών της ΕΕ, βαδίζοντας όχι προς την ανάκαμψη, αλλά τη μιζέρια που προκαλεί το βάρος του χρέους».
Ο αρθρογράφος κρίνει «εντελώς λογικό το σχέδιο τεσσάρων σημείων που πρότεινε ο Έλληνας υπουργός Οικονομικών Γιάννης Βαρουφάκης, το οποίο περιλαμβάνει ένα μικρότερο δημοσιονομικό πλεόνασμα, στο 1,5% σε σχέση με το ΑΕΠ, αντί του 3 ή 4,5%, ώστε να μπορέσουν να χρησιμοποιηθούν κάποια έσοδα για την αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης. Το υπέρογκο επίσης χρέος της χώρας θα μπορούσε να ελαφρυνθεί με την ανταλλαγή των δανείων από τις κυβερνήσεις της ευρωζώνης με χρεόγραφα που θα συνδέονται με τα ποσοστό ανάπτυξης του ελληνικού ΑΕΠ». «Τέλος, αλλά όχι λιγότερο σημαντικό», όπως σημειώνει, «ο ΣΥΡΙΖΑ επιδιώκει την πλήρη αναμόρφωση της οικονομίας με τη συνδρομή του ΟΟΣΑ, καταπολεμώντας κυρίως τη διαφθορά, τις πελατειακές σχέσεις του πολιτικού συστήματος, τη φοροδιαφυγή και την εξουσία των ολιγαρχών που ασκούν ασφυκτικό έλεγχο στην ελληνική οικονομία».
Ο Φιλίπ Λεγκρέν αναφέρεται και «στο ενδεχόμενο αδιεξόδου στις διαπραγματεύσεις, υποστηρίζοντας ότι η Ελλάδα διαθέτει πολύ περισσότερα “κρυμμένα χαρτιά” από ό,τι συχνά υποστηρίζεται. Εάν δεν επιτευχθεί συμφωνία και η Ελλάδα εξαναγκασθεί παρανόμως σε έξοδο από το ευρώ, από το Βερολίνο και τη Φραγκφούρτη, θα χρεοκοπήσει έναντι όλων των υποχρεώσεών της, τόσο για τα χρέη της στις κυβερνήσεις της Ευρωζώνης και της ΕΚΤ, όπως και για τις υποχρεώσεις της Τράπεζας της Ελλάδας στο πλαίσιο των Target 2 liabilities. Παράλληλα, θα άρχιζαν οι εικασίες για το συνολικό μέλλον της ευρωζώνης και την έξοδο άλλων χωρών».
Τέλος, επισημαίνει ότι «το κατεστημένο της ευρωζώνης και μεγάλο μέρος των ΜΜΕ θεωρούν ότι είναι τρέλα η αντιπαράθεση της Ελλάδας με τη Γερμανία. Η πραγματική, ωστόσο, τρέλα θα ήταν να ενδώσει η Ελλάδα. Με την πράξη της αυτή η μόνη αντί-Μερκελική δύναμη που θα απόμενε θα ήταν η νεοναζιστική Χρυσή Αυγή, που δεν προοιωνίζει θετικές εξελίξεις στην πολιτική. Όσο η ελληνική κυβέρνηση παραμένει ακλόνητη -όπως η ευρεία πλειοψηφία των Ελλήνων και πολλοί Ευρωπαίοι την προτρέπουν- μπορεί να επιτύχει μια πιο δίκαιη συμφωνία για τον ελληνικό λαό και, με λίγη τύχη, για την ευρωζώνη».