Τι προβλέπει η απόφαση για το Δίστομο και πώς μπορεί να εκτελεστεί
- 11/03/2015, 16:45
- SHARE
Μια μικρή αναδρομή στον δικαστικό αγώνα των Διστομιτών και τη σημασία των ανακοινώσεων του υπουργού Δικαιοσύνης, Νίκου Παρασκευόπουλου.
«Η απόφαση του Αρείου Πάγου για το Δίστομο παραμένει εκτελεστή και προσωπικά είμαι έτοιμος να δώσω την άδεια για την εκτέλεσή της». Τα λόγια του υπουργού Δικαιοσύνης, Νίκου Παρασκευόπουλου, στη βουλή, κατά τη διάρκεια της συζήτησης για την επανασύσταση επιτροπής για τις γερμανικές πολεμικές αποζημιώσεις και το αναγκαστικό Κατοχικό δάνειο, ξεσήκωσαν κύμα διαμαρτυριών στη Γερμανία και δημιούργησαν ένα άτυπο διπλωματικό επεισόδιο.
«Το θέμα έχει κλείσει», διεμήνυσε ο εκπρόσωπος της Άνγκελα Μέρκελ σε ερώτηση για τις γερμανικές πολεμικές επανορθώσεις, ενώ ο εκπρόσωπος επί των δημοσιονομικών θεμάτων των Χριστιανοκοινωνιστών, Χανς Μίχελμπαχ, σήκωσε το γάντι και απάντησε ότι «σε περίπτωση που πραγματοποιηθούν ελληνικές επιθέσεις εναντίον γερμανικής ιδιοκτησίας, η Γερμανία θα ξέρει να αμυνθεί».
Είναι προφανές ότι το ζήτημα των γερμανικών αποζημιώσεων αποτελεί διαχρονικό «αγκάθι» στις σχέσεις Ελλάδας – Γερμανίας, κι εντάθηκε ιδίως τα τελευταία χρόνια μετά την απόφαση-σταθμό 137/1997 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Λιβαδειάς, κατά την οποία επιδικάστηκαν 28 εκατομμύρια ευρώ στους συγγενείς των θυμάτων του Διστόμου.
Η απόφαση αυτή κατέστη αμετάκλητη με την 11/2000 απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, η οποία απέρριψε αίτηση αναίρεσης του Γερμανικού Κράτους. Σύμφωνα όμως με το άρθρο 923 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας η «αναγκαστική εκτέλεση κατά αλλοδαπού δημοσίου δεν μπορεί να γίνει χωρίς προηγούμενη άδεια του Υπουργού της Δικαιοσύνης».
Σύμφωνα με όλους όσους ενεπλάκησαν στον δικαστικό αγώνα των Διστομιτών για την αποκατάστασή τους –υλική και ηθική- για τις ναζιστικές θηριωδίες εις βάρος συγγενικών τους προσώπων και συντοπιτών, το πολιτικό κόλλημα της αναγκαιότητας μιας υπουργικής υπογραφής για την εκτέλεση της απόφασης, έσυρε την υπόθεση αυτή για 15 ολόκληρα χρόνια.
Την απόφαση του 1997 αλλά και την επικύρωσή της από τον Άρειο Πάγο, είχε προσβάλλει το γερμανικό δημόσιο το 2000 ασκώντας αναίρεση ενώπιον του Αρείου Πάγου κι υποστηρίζοντας ότι δεν είναι δυνατόν να δικάζεται σε ξένη χώρα για τα εγκλήματα που διέπραξε στο παρελθόν. Η υπ’ αριθμόν 11/2000 απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, απέρριψε την αίτηση αναιρέσεως του γερμανικού δημοσίου, όμως τελικά η κίνηση του ελληνικού δημοσίου να προχωρήσει σε κατασχέσεις δεν εκίνησε ποτέ, καθώς εκείνη την περίοδο η χώρα βρισκόταν στο τελικό στάδιο ένταξής της στην ΟΝΕ και η δημιουργία τέτοιου είδους εντάσεων θεωρήθηκε πολιτικό σφάλμα.
Ο δικαστικός αγώνας των Διστομιτών ξεκίνησε το 1995 από τον νομικό και πρώην ευρωβουλευτή του ΠΑΣΟΚ, Ιωάννη Σταμούλη, ο οποίος κατέθεσε αγωγή με την οποία οι κάτοικοι ζητούσαν αποζημιώσεις ύψους 60 εκατ. ευρώ για ηθική ικανοποίηση για τις ναζιστικές θηριωδίες στο Δίστομο. Η υπόθεση αφορούσε την άγρια εκτέλεση 218 κατοίκων της περιοχής και την πυρπόληση του χωριού από τα ναζιστικά στρατεύματα, ως αντίποινα για το χτύπημα που δέχθηκαν από αντάρτες του ΕΛΑΣ. 218 κάτοικοι, μεταξύ των οποίων 114 γυναίκες και 104 άνδρες εκτελέστηκαν απάνθρωπα. Μεταξύ των νεκρών ήτα 45 παιδιά και 20 βρέφη.
Μετά την άρνηση του γερμανικού κράτους να προχωρήσει στην ικανοποίηση της απόφασης του Αρείου Πάγου, ο Ιωάννης Σταμούλης προχώρησε σε αναγκαστική εκτέλεση κατά των περιουσιακών στοιχείων του γερμανικού δημοσίου στην Ελλάδα. Το γερμανικό δημόσιο άσκησε ανακοπή το 2002. Η ανακοπή γίνεται δεκτή από το ελληνικό δικαστήριο και ως εκ τούτου οι Διστομίτες δεν μπορούν να εισπράξουν τα χρήματά τους.
Το 2004 ο Ιωάννης Σταμούλης επικαλέστηκε τον Κανονισμό 44/2001 του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου σύμφωνα με τον οποίο η ελληνική αμετάκλητη απόφαση του δικαστηρίου της Λιβαδειάς μπορεί να κηρυχτεί εκτελεστή σε άλλο κράτος- μέλος της Ε.Ε. Ο ίδιος επιλέγει την Ιταλία προκειμένου να κινήσει αυτή τη διαδικασία και τον Νοέμβριο του 2008 κηρύσσεται εκτελεστή η απόφαση της Λιβαδειάς στην ευρωπαϊκή αυτή χώρα.
Η Γερμανία προσέφυγε στη Χάγη θέτοντας το ερώτημα κατά πόσον η Ιταλία έπραξε νόμιμα αναγνωρίζοντας στους κατοίκους του Διστόμου το δικαίωμα να αποζημιωθούν από τα περιουσιακά στοιχεία της Γερμανίας στην Ιταλία. Το γερμανικό δημόσιο ζητά να αναγνωριστεί το προνόμιο της ετεροδικίας σε δίκες που αφορούν αποζημιώσεις σε θύματα των ναζιστικών θηριωδιών στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Στις 3 Φεβρουαρίου 2012 το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης αποφάσισε υπέρ των γερμανικών θέσεων σχετικά με τη διεκδίκηση αποζημιώσεων για την περίπτωση του Διστόμου. Σύμφωνα με το σκεπτικό της απόφασης, τα ιταλικά δικαστήρια παραβίασαν το δικαίωμα ετεροδικίας της Γερμανίας, εγκρίνοντας κατασχέσεις περιουσιακών στοιχείων του γερμανικού δημοσίου για να αποζημιώσουν τις οικογένειες των θυμάτων του ναζισμού στην Ιταλία, αλλά και του Πρωτοδικείου Λιβαδειάς, που επικυρώθηκε από τον Άρειο Πάγο και επιδίκασε 28 εκατομμύρια ευρώ στα θύματα του Διστόμου.
Μετά την ανακοίνωση της απόφασης, το ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών σχολίασε πως «το ζήτημα των γερμανικών αποζημιώσεων παραμένει ανοιχτό» και ότι «η ελληνική κυβέρνηση θα μελετήσει την απόφαση με προσοχή».
«Θέλω να εκφράσω την προσωπική μου θέση ως υπουργού της Δικαιοσύνης», είπε ο Νίκος Παρασκευόπουλος στη βουλή. «Συγχωρέστε μου τον πρωτοπρόσωπο λόγο. Οφείλεται στο ότι η πολιτική δικονομία αναθέτει μια απόφαση στον υπουργό της Δικαιοσύνης. Έχω τη γνώμη ότι η απόφαση του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου που έκρινε ότι υπάρχει ετεροδικία και επομένως ασυλία του εναγόμενου γερμανικού κράτους δεν αναιρεί την εκτελεστότητα της Αρεοπαγιτικής απόφασης του έτους 2000 διότι δεν αφορά την ίδια υπόθεση. Η απόφαση του Αρείου Πάγου παραμένει εκτελεστή και προσωπικά είμαι έτοιμος να δώσω την άδεια για την εκτέλεσή της», είπε ο υπουργός Δικαιοσύνης την Τρίτη 10 Μαρτίου, ανακοινώνοντας στην ουσία τις επόμενες κινήσεις της κυβέρνησης. «Τον χρόνο για την εκτέλεση αυτής της επίσπευσης αυτής της διαδικασίας, βεβαίως θα τον εξαρτήσω, ενόψει και της νομικής πολυπλοκότητας του θέματος αλλά και των εθνικών του διαστάσεων, και από την πολιτική διαπραγμάτευση που θα επιχειρήσει η κυβέρνηση και από τη γνώμη της Βουλής», συμπλήρωσε ο υπουργός, θέτοντας το πλαίσιο εντός του οποίου θα προχωρήσει η ελληνική κυβέρνηση σε αυτό το τόσο λεπτό και συμβολικό ζήτημα.