Foreign Affairs: Η στρατηγική του ΣΥΡΙΖΑ απέτυχε, αλλά το παιχνίδι δεν έχει τελειώσει

Foreign Affairs: Η στρατηγική του ΣΥΡΙΖΑ απέτυχε, αλλά το παιχνίδι δεν έχει τελειώσει

Μία διαφοροποίηση στη στρατηγική της Ελλάδας έχει μεγάλες δυνατότητες για θετική κατάληξη, καθώς κανείς δεν επιθυμεί μια παρατεταμένη αβεβαιότητα γύρω από το μέλλον του ευρώ.

«Ο ΣΥΡΙΖΑ βρέθηκε αντιμέτωπος με ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση και όχι μόνο με τη Γερμανία, κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων που ξεκίνησαν μετά την εκλογή του, ενώ οφείλει να αλλάξει πορεία για μια επιτυχή ολοκλήρωση των συνομιλιών» υποστηρίζουν οι αναλυτές Ντέιβιντ Γκόρντον και Τόμας Ράιτ, σε εκτενές άρθρο τους στο περιοδικό Foreign Affairs.

Όπως υπογραμμίζουν, «μια έξοδος της Ελλάδας (από την ευρωζώνη) θα σήμαινε επίσης πολιτική αποτυχία για την κ. Μέρκελ, η οποία μετά από χρόνια προσπαθειών για να κρατήσει την Ευρώπη ενωμένη θα βρίσκονταν ενώπιον ενδεχόμενης αποτυχίας. Μια ελληνική έξοδος θα άνοιγε επίσης τον δρόμο και για άλλες χώρες».

«Οι διαπραγματεύσεις εξελίχθηκαν διαφορετικά από ό,τι ήλπιζε ο ΣΥΡΙΖΑ, καθώς η Γερμανία αρνήθηκε να υποχωρήσει. Τον Φεβρουάριο, η Ελλάδα υποχώρησε στα περισσότερα αιτήματά της και έλαβε τετράμηνη παράταση του τρέχοντος σχεδίου διάσωσης, κάτι που αρνούνταν στο παρελθόν, με αντάλλαγμα τη μεγαλύτερη ευελιξία στην επιλογή των μέτρων λιτότητας που θα πρέπει να υιοθετήσει. Η Ελλάδα αναμένεται, επίσης, να βρεθεί αντιμέτωπη με μια νέα κρίση το ερχόμενο καλοκαίρι, καθώς θα πρέπει να αποπληρώσει ποσά 7 δισ. ευρώ, ενώ τα χρήματά της αναμένεται να τελειώσουν πολύ πριν. Την επόμενη εβδομάδα, η χώρα σχεδιάζει να παρουσιάσει στους εταίρους της στην ευρωζώνη κατάλογο με προτεινόμενες μεταρρυθμίσεις με την ελπίδα να ξεμπλοκάρει κεφάλαια από το σχέδιο διάσωσης» αναφέρουν οι δύο αρθρογράφοι.

Εκτιμούν δε, ότι «ο ΣΥΡΙΖΑ έφτασε εδώ επειδή επικεντρώθηκε στη Γερμανία και ξέχασε τα συμφέροντα των άλλων εμπλεκόμενων μερών. Πιο απλά, η Αθήνα συμπεριφέρθηκε με τρόπο απειλητικό προς τους άλλους παράγοντες, οι οποίοι ένωσαν την Ευρώπη εναντίον της. Για να μπορέσει να αποκαταστήσει αυτήν τη ζημιά ο ΣΥΡΙΖΑ δεν διαθέτει άλλη επιλογή από την αλλαγή πορείας, αλλοιώνοντας τα μηνύματα που εξέπεμπε και προσαρμόζοντας τα αιτήματά του».

Μεταξύ άλλων, διατυπώνουν επίσης την άποψη ότι «στις διαπραγματεύσεις συμμετέχουν τέσσερις παράγοντες: Η Γερμανία, η Ελλάδα, οι χώρες της βόρειας Ευρώπης -της επονομαζόμενης ευρωπαϊκής περιφέρειας- και η ΕΚΤ» και συμπληρώνουν:

«Για να γίνει αντιληπτή η αποτυχία του ΣΥΡΙΖΑ θα πρέπει να γίνουν κατανοητά τα κίνητρα του καθενός. Ενδεχόμενη συμφιλιωτική συμφωνία με την Ελλάδα ενέχει κινδύνους για τη Γερμανία, καθώς ικανοποίηση των ελληνικών αιτημάτων θα ενθάρρυνε και άλλες χώρες να εκλέξουν ανάλογες κυβερνήσεις. Η καγκελάριος, Άγγελα Μέρκελ, αντιμετωπίζει πιέσεις και στο εσωτερικό της χώρας, από το ίδιο το κόμμα της, που αντιτίθεται σε παραχωρήσεις προς την Ελλάδα. Μια αδιάλλακτη, ωστόσο, προσέγγιση ενέχει τους δικούς της κινδύνους. Μολονότι, η Γερμανία θεωρεί ότι μπορεί να ελέγξει μια άτακτη έξοδο της Ελλάδας από το ευρώ, παραμένει άγνωστο το σύνολο των συνεπειών από μια τέτοια ενέργεια, όπως έδειξε και η περίπτωση της Lehman Brothers. Μια έξοδος της Ελλάδας θα σήμαινε, επίσης, πολιτική αποτυχία για την κ. Μέρκελ, η οποία μετά από χρόνια προσπαθειών για να κρατήσει την Ευρώπη ενωμένη θα βρίσκονταν ενώπιον ενδεχόμενης αποτυχίας. Μια ελληνική έξοδος θα άνοιγε, επίσης, τον δρόμο και για άλλες χώρες».

Στο άρθρο επισημαίνεται ακόμη ότι «τα βόρεια ευρωπαϊκά κράτη, η Εσθονία, η Φιλανδία, η Λιθουανία και η Σουηδία στηρίζουν επίσης την απροθυμία της Γερμανίας να προβεί σε ουσιαστικές υποχωρήσεις έναντι της Ελλάδας. Η Ελλάδα συνεχίζει να οφείλει στη Φιλανδία μεγάλα ποσά. Ενδεχόμενο κούρεμα του χρέους θα οδηγούσε στην ενίσχυση των λαϊκιστικών κομμάτων στις επερχόμενες εκλογές. Οι χώρες αυτές, επίσης, που αισθάνονται ότι απειλούνται από τη Ρωσία, θεωρούν παράλληλα ότι η Ουκρανία και όχι η Ελλάδα χρειάζεται πρόσθετη στήριξη, ενώ εμφανίζονται δυσαρεστημένες εξαιτίας δημοσιευμάτων που μιλούν για αναθέρμανση των ελληνορωσικών σχέσεων».

Οι αρθρογράφοι προσθέτουν στη συνέχεια ότι «τα περιφερειακά κράτη, όπως η Ιρλανδία, η Ιταλία, η Πορτογαλία και η Ισπανία βρίσκουν από τη μία πλευρά ελκυστικό το ενδεχόμενο μιας ανάλογης με της Ελλάδας επαναδιαπραγμάτευσης των όρων για τα δικά τους δάνεια, αλλά από την άλλη έχουν αναλώσει τα τελευταία πέντε χρόνια για να πείσουν τους πολίτες τους ότι είχαν πετύχει την καλύτερη δυνατή συμφωνία και ότι η λιτότητα αποτελεί αναγκαίο κακό. Η ακροαριστερά σε όλες αυτές τις χώρες ισχυρίζεται ότι θα μπορούσαν να πετύχουν καλύτερες συμφωνίες, απειλώντας τους πιστωτές τους».

Όσον αφορά τη στάση της ΕΚΤ, οι Ντέιβιντ Γκόρντον και Τόμας Ράιτ θεωρούν πως είναι «εν πολλοίς ανάλογη με της Γερμανίας, καθώς ζητά την εκπλήρωση των δεσμεύσεων της Ελλάδας, αντιτίθεται στη διαγραφή χρέους, ενώ μπορεί να ασκήσει σημαντική πίεση στην ελληνική οικονομία» και σημειώνουν: «Η Κεντρική Τράπεζα μπορεί να αρνηθεί να δέχεται τα ελληνικά ομόλογα ως collateral για την παροχή χρηματοδότησης, ενώ μπορεί να διακόψει την παροχή ρευστότητας στις ελληνικές τράπεζες, προκαλώντας μαζική απόσυρση καταθέσεων και οικονομική κατάρρευση. Η ΕΚΤ, ωστόσο, θεωρεί ότι δεν θα μπορούσε να ελέγξει μια ελληνική οικονομική κρίση, η οποία θα καθίστατο γρήγορα ανεξέλεγκτη και θα οδηγούσε την Ελλάδα εκτός ευρωζώνης, ενώ θα κατηγορούνταν γι’ αυτό η κεντρική τράπεζα».

Μεταξύ των συμπερασμάτων που καταγράφουν οι αρθρογράφοι στο αμερικανικό περιοδικό είναι και η άποψη ότι «η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να απέτυχε στη διαπραγματευτική της στρατηγική, αλλά το παιχνίδι δεν έχει ακόμη τελειώσει», και υποστηρίζουν:

«Σήμερα, η Ελλάδα βρίσκεται αντιμέτωπη με μια περίοδο ουσιαστικής αβεβαιότητας, έχοντας δύο επιλογές, είτε να διαπραγματευτεί την παροχή περισσότερου χρόνου για την αποπληρωμή του χρέους της, είτε να απορρίψει άμεσα τις δεσμεύσεις της. Οι διαπραγματεύσεις για μια νέα συμφωνία δεν θα είναι εύκολες, ενώ θα πρέπει να πεισθούν όλα τα κράτη-μέλη της ΕΕ που θα κληθούν να επικυρώσουν τη συμφωνία. Για την επίτευξη μιας νέας συμφωνίας ο ΣΥΡΙΖΑ θα πρέπει να αναθεωρήσει ολόκληρη τη στρατηγική του. Θα πρέπει να σταματήσει να επικαλείται τον σεβασμό της Ευρώπης στο κυρίαρχο δικαίωμα της Ελλάδας να θέσει τέλος στη λιτότητα, και να αρχίσει να μιλάει για το συμφέρον της Ευρώπης από μια επιτυχημένη Ελλάδα. Κανείς δεν επιθυμεί μια παρατεταμένη αβεβαιότητα σχετικά με το μέλλον του ευρώ, μεγαλύτερη πολιτική αστάθεια ή μια στροφή της Ελλάδας προς τη Ρωσία».