Η Ρωσία δεν μπορεί να βρει «σωτηρία» στην Κίνα

Η Ρωσία δεν μπορεί να βρει «σωτηρία» στην Κίνα

Γιατί δεν ευσταθούν οι ελπίδες ότι η ρωσική οικονομία μπορεί να βρει απάντηση στις κυρώσεις της Δύσης στην Κίνα.

Οι δυο χώρες εμβαθύνουν τους εμπορικούς δεσμούς τους, έχοντας ως κοινό υπόβαθρο τη δυσπιστία προς τις Ηνωμένες Πολιτείες. Όμως, η στροφή της Ρωσίας προς την Ασία δεν πρόκειται να κλείσει την τρύπα που άφησε πίσω της η ρήξη με τη Δύση.

Ο Πρόεδρος Βλαντίμιρ Πούτιν και ο Πρόεδρος Χι Τζινπίνγκ υπέγραψαν ένα πακέτο εμπορικών συμφωνιών στη Μόσχα αυτόν τον μήνα, που καλύπτουν ζητήματα υποδομών, γεωργίας και μεταφορών. Στις συμφωνίες περιλαμβάνεται κι ένα σχέδιο αύξησης του δανεισμού από κινέζικες τράπεζες σε ρωσικές εταιρείες, ως και κατά 25 δισεκατομμύρια δολάρια επιπλέον σε βάθος τριετίας.

«Επιδιώκουμε να αγγίξουμε ένα νέο επίπεδο συνεργασίας που θα δημιουργήσει έναν κοινό οικονομικό χώρο σε όλη την ευρασιατική ήπειρο», είπε ο Πούτιν μετά τη συνάντηση.

Πέρυσι τον Μάιο, η Ρωσία συμφώνησε να παράσχει φυσικό αέριο στην Κίνα για 30 χρόνια, από το 2018 και μετά. Επίσης, η Ρωσία έχει αυξήσει και τον όγκο πετρελαίου που εξάγει στην Κίνα.

Το διογκούμενο ενδιαφέρον του Πούτιν για την Ανατολή έρχεται σε μια στιγμή όπου οι εντάσεις με τη Δύση συνεχίζονται, αναγκάζοντας τη Ρωσία να στραφεί στον πανίσχυρο γείτονά της για χρήματα και επιχειρηματικές συνεργασίες.

Η ρωσική οικονομία βρίσκεται σε ύφεση καθ’ όλη τη διάρκεια του 2015, ενώ συνολικά το επίπεδο οικονομικής δραστηριότητας αναμένεται να μειωθεί έως και κατά 4% φέτος. Οι κυρώσεις, οι χαμηλές τιμές του πετρελαίου και το αδύναμο ρούβλι έχουν επιφέρει μεγάλο τίμημα.

Όμως, η Κίνα μάλλον δεν πρόκειται να αναδειχθεί στον οικονομικό σωτήρα που θέλει και χρειάζεται η Ρωσία.

«Η Κίνα δεν μπορεί να αντισταθμίσει την απώλεια πρόσβασης της Ρωσίας στις ευρωπαϊκές αγορές κεφαλαίου» λέει ο Αλεξάντερ Κλίμεντ, διευθυντής της εταιρείας συμβούλων Eurasia Group.

Η Ρωσία, επισημαίνει ο ίδιος, θα ωφεληθεί πράγματι από την πώληση περισσότερων εμπορευμάτων στη δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου. Όμως, μόνο η Ευρώπη – ή οι ΗΠΑ – μπορούν να προσφέρουν τις επενδύσεις που απαιτούνται για τη διαφοροποίηση της οικονομίας και τη βελτίωση της παραγωγικότητας.

Οι εμπορικές συναλλαγές μεταξύ Κίνας και Ρωσίας άγγιξαν τα 90 δισεκατομμύρια δολάρια πέρυσι. Το αντίστοιχο επίπεδο του εμπορίου της Ρωσίας με την Ευρωπαϊκή Ένωση ήταν σχεδόν πενταπλάσιο το 2012.

Τόσο η Κίνα όσο και η Ρωσία, σύμφωνα με τον Κλίμεντ, μοιράζονται από κοινού την επιθυμία αποσάθρωσης της αμερικανικής ισχύος και «δημιουργίας μιας πιο πολύ-πολικής παγκόσμιας τάξης». Και οι δύο χώρες θέλουν, επίσης, να μειώσουν την εξάρτησή τους από δυτικές πηγές χρηματοδότησης.

Ο Πούτιν ενέκρινε πρόσφατα ένα νέο αποθεματικό ταμείο ύψους 100 δισεκατομμυρίων δολαρίων που θα είναι στοχευμένο αποκλειστικά προς τα κράτη BRICS: τη Βραζιλία, τη Ρωσία, την Ινδία, την Κίνα και τη Νότια Αφρική.

Παράλληλα, η Κίνα προωθεί τη δική της επενδυτική τράπεζα, την Ασιατική Τράπεζα Επενδύσεων Υποδομών, στην οποία δεν συμμετέχει η Αμερική.

Όμως, η σχέση που η Κίνα έχει με τις ΗΠΑ διαφέρει από τη σχέση Ρωσίας-ΗΠΑ, καθώς η τελευταία χαρακτηρίζεται από τις δυτικές κυρώσεις.

«Η Κίνα, ως αναδυόμενη δύναμη, θέλει να διατηρήσει μια λειτουργική σχέση με τις ΗΠΑ ώστε να υποστηριχθεί η οικονομική της άνοδος» τονίζει ο Κλίμεντ.

Αλλά και η αντίδραση του Πεκίνου στην προσάρτηση της Κριμαίας και την υποστήριξη των αυτονομιστών ανταρτών από τη Ρωσία είναι εξαιρετικά μετρημένη, εστιάζοντας στην ανάγκη διαλόγου και διπλωματικής επίλυσης της κρίσης.

Ο λόγος είναι προφανής: σε καμία περίπτωση δεν θα ήθελε το Πεκίνο να έχει κρούσματα απόσχισης σε Θιβέτ και Ξινγιάνγκ, όπως συνέβη στην Κριμαία.