Το αδιέξοδο του δημοψηφίσματος
- 27/06/2015, 08:00
- SHARE
Γιατί η απόφαση για δημοψήφισμα δεν μπορεί να λύσει τον γόρδιο δεσμό της διαπραγμάτευσης.
Σχεδόν νομοτελειακή ήταν η κατάληξη στην ανακοίνωση του δημοψηφίσματος από τον Αλέξη Τσίπρα τα μεσάνυχτα της Παρασκευής. Μια εξέλιξη την οποία είχαμε προβλέψει πριν από δύο μήνες όταν ακόμη η διαπραγμάτευση κινούνταν στον αστερισμό της συμφωνίας της 20ης Φεβρουαρίου κι όχι στα πραγματικά πλαίσια που έθεταν εξ αρχής οι εταίροι στην ελληνική κυβέρνηση.
Με τη γνωστοποίηση της απόφασης του πρωθυπουργού, την οποία στήριξε και το υπουργικό συμβούλιο αλλά και ο κυβερνητικός του εταίρος, Πάνος Καμμένος, και με την προϋπόθεση πως το δημοψήφισμα κινείται εντός των συνταγματικών ορίων, τα σενάρια είναι πολλά. Όμως τα περισσότερα -αν όχι όλα- οδηγούν σε ένα πολιτικό και οικονομικό αδιέξοδο.
Με δεδομένη την απόφαση του Eurogroup να συνεδριάσει το Σάββατο για την Ελλάδα και τις ανώνυμες αναφορές Ευρωπαίων αξιωματούχων σε διεθνή ΜΜΕ πως το λεγόμενο Plan B, δηλαδή χρεοκοπία εντός ευρώ ή έξοδος της Ελλάδας από την Ευρωζώνη, η εξέλιξη της συνέχισης των διαπραγματεύσεων στη σκληρή βάση την οποία έθεσαν οι πιστωτές μοιάζει εξαιρετικά αναπόφευκτη.
Η κίνηση του Αλέξη Τσίπρα ήρθε μερικές ώρες μετά τη διαρροή από γερμανικά ΜΜΕ ότι η γερμανική κυβέρνηση δεν εκβιάζεται από την Ελλάδα. Άποψη την οποία εξέφρασε και ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, Ντόναλντ Τουσκ.
Επομένως, ως πιο πιθανό σενάριο μοιάζει αυτή τη στιγμή η παύση κινήσεων από πλευράς των εταίρων, έως ότου καταλαγιάζει η πολιτική «σκόνη» που θα σηκωθεί το Σάββατο στο ελληνικό κοινοβούλιο και την έκτακτη σύγκληση της Ολομέλειας, με σκοπό να ζυγιστούν οι επόμενες κινήσεις απέναντι στον κυβερνητικό αιφνιδιασμό.
Η πίστη πως οι πιστωτές θα κάνουν πίσω φοβούμενοι αρνητική ψήφο των Ελλήνων στο δημοψήφισμα, μοιάζει μάταιη. Κι αυτό γιατί η τετράμηνη στάση τους απέναντι στην ελληνική κυβέρνηση έδειξε πως αυτού του είδους οι κινήσεις τούς προκαλούν πολιτική «αλλεργία».
Επομένως, η πολυπόθητη ολοκλήρωση της αξιολόγησης του προγράμματος δεν θα έρθει στην ώρα της, ενώ η παράτασή του ισχύοντος προγράμματος –που ζήτησε η ελληνική πλευρά δια στόματος πρωθυπουργού- εντάσσεται κι αυτή στο πλαίσιο του -σχεδόν- αδύνατου.
Το κρίσιμο ερώτημα είναι πλέον η στάση της ΕΚΤ στο έκτακτο ΔΣ που προγραμματίστηκε για την Κυριακή. Οι Γιάννης Δραγασάκης και Ευκλείδης Τσακαλώτος έχουν ήδη προγραμματίσει συνάντηση με τον Μάριο Ντράγκι σήμερα Σάββατο, κίνηση η οποία δείχνει ότι τουλάχιστον παρασκηνιακά υπήρξε κάποια συνεννόηση για να διασφαλιστεί ότι το ελληνικό τραπεζικό σύστημα θα αντέξει τους εξαιρετικά ισχυρούς κραδασμούς που φέρνει η ανακοίνωση του δημοψηφίσματος. Αυτό, φυσικά, είναι το λογικό σενάριο, καθώς οποιαδήποτε άλλη στάση της κυβέρνησης απέναντι στον πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας θα ήταν αυτοκαταστροφική.
Άγνωστο παραμένει το ενδεχόμενο εάν η επόμενη μέρα του δημοψηφίσματος βρει την ίδια κυβέρνηση στο τιμόνι της χώρας, ή έχουμε ξανά τη διαδικασία κατάρτισης των εκλογικών καταλόγων για τις επόμενες εθνικές εκλογές – τις τρίτες από το 2012. Εκεί είναι πολύ πιθανό να οδηγηθούν τα πράγματα σε περίπτωση που επικρατήσει το «ναι» στη συμφωνία, ειδικά μετά την ανοιχτή τοποθέτηση του πρωθυπουργού και σύσσωμης της κυβέρνησης ότι στηρίζουν το «όχι». Στο σενάριο του «ναι», θα είναι πολιτικά και πρακτικά αδύνατο να κληθούν τα ίδια πρόσωπα να εκτελέσουν μια συμφωνία την οποία κατέκριναν σε όλους τους τόνους – και τους τρόπους.
Το διακύβευμα τότε θα είναι πώς θα κινηθούν οι άλλες πολιτικές δυνάμεις, εφόσον κληθούν να αναλάβουν την εξουσία. Νέα Δημοκρατία, ΠΑΣΟΚ και Ποτάμι έχουν ταχθεί ανοιχτά κατά των όρων και της 47σέλιδης πρότασης του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και των θεσμών. Θεωρούν και τις δύο προτάσεις υφεσιακές, και κατ’ επέκταση αρνητικές για την οικονομική πορεία της χώρας. Επομένως, κι εφόσον διατηρήσουν την ίδια στάση, ίσως υποσχεθούν να επαναδιαπραγματευτούν αυτές τις προτάσεις σε μηδενική βάση. Κάτι το οποίο στα αυτιά των δανειστών φαντάζει σχεδόν απίθανο. H πρόταση των θεσμών για ολοκλήρωση της αξιολόγησης και αποδέσμευση των κεφαλαίων που θα χρησιμοποιηθούν στο σύνολό τους για την αποπληρωμή χρεών φαίνεται ότι αποτελεί την τελική λύση για την Ελλάδα. Η πιθανότητα ελιγμών σε επί μέρους ζητήματα υπάρχει, όμως η φιλοσοφία της παραμένει η ίδια.
Εάν όμως το «όχι» που ζήτησε ο Αλέξης Τσίπρας, κερδίσει, τότε οφείλουμε εκ των προτέρων να γνωρίζουμε τι σημαίνει. Κι επειδή αυτό το «όχι» δεν θα είναι μια ανανεωμένη λαϊκή εντολή για διαπραγμάτευση, καθώς αυτή δόθηκε στις 25 Ιανουαρίου, μοιραία οδηγούμαστε στο συμπέρασμα πως αμφισβητείται η ίδια η θέση της χώρας στο ευρώ. Χωρίς καμία πρόθεση κινδυνολογίας, έτσι όπως νομοτελειακά οδηγήθηκε στο δημοψήφισμα με τον ίδιο ακριβώς τρόπο θα οδηγηθεί και στην έξοδο.
Προφανώς, αυτή δεν ήταν η εκλογική εντολή στον ΣΥΡΙΖΑ στις 25 Ιανουαρίου, όμως ίσως επιχειρεί δια της πλαγίας οδού να το εκμαιεύσει στις 5 Ιουλίου.
Γι’ αυτό, λοιπόν, πρέπει να αποσαφηνιστεί το εξής απλό συμπέρασμα που αφορά και τους μεν και τους δε. Η παραμονή της χώρας στο ευρώ περνά πλέον από την πρόταση των θεσμών που όλοι απέρριψαν ή κατέκριναν. Αυτό μοιάζει σκληρό, αλλά είναι πραγματικό. Οι ελπίδες για αλλαγή της Ευρώπης ή για επαναδιαπραγμάτευση της επαναδιαπραγμάτευσης στο σημείο που βρισκόμαστε αυτή τη στιγμή, είναι φρούδες.
Φυσικά η υπόθεση μερικής οπισθοδρόμησης των δανειστών σε εκείνα τα λεπτομερειακού επιπέδου ζητήματα που έκαναν τον Αλέξη Τσίπρα να ρίξει το βαρύ χαρτί του δημοψηφίσματος στο τραπέζι, πρέπει να αξιολογηθεί. Εφόσον, λοιπόν, υπάρξει έστω και την ύστατη στιγμή μια ψύχραιμη αντίδραση στον ορυμαγδό των εξελίξεων, τότε το σενάριο της απόσυρσης του δημοψηφίσματος που είχε εξαγγείλει ο Γιώργος Παπανδρέου, ίσως επαναληφθεί…