ΑΑΔΕ: Πώς τα ληξιπρόθεσμα χρέη προς το Δημόσιο θα μπαίνουν στο «ψυγείο»

ΑΑΔΕ: Πώς τα ληξιπρόθεσμα χρέη προς το Δημόσιο θα μπαίνουν στο «ψυγείο»
Photo: pixabay.com
Αλλάζουν τα κριτήρια και οι προϋποθέσεις για τον χαρακτηρισμό των ληξιπρόθεσμων χρεών προς το Δημόσιο ως ανεπίδεκτων είσπραξης.

Νέες αλλαγές στα κριτήρια και τις προϋποθέσεις για τον χαρακτηρισμό των ληξιπρόθεσμων χρεών προς το Δημόσιο ως ανεπίδεκτων είσπραξης, εισάγει απόφαση του Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ), Γιώργου Πιτσιλή.

Τα χρέη θα χαρακτηρίζονται ανεπίδεκτα είσπραξης όταν δεν υπάρχει καμία ρεαλιστική πιθανότητα είσπραξης. Πριν από αυτόν τον χαρακτηρισμό, θα διενεργείται λεπτομερής έλεγχος των οφειλετών από τη φορολογική αρχή. Εφόσον διαπιστωθεί ότι οι οφειλέτες δεν διαθέτουν περιουσιακά στοιχεία (ή τα υπάρχοντα είναι ελάχιστα σε σχέση με το χρέος) και έχουν εφαρμοστεί όλα τα αναγκαστικά μέτρα όπως κατασχέσεις, πλειστηριασμοί και ποινικές διώξεις, τα χρέη δεν θα διαγράφονται αλλά θα τίθενται σε αναστολή (“στο ψυγείο”).

Σύμφωνα με την ΕΡΤ, το νέο πλαίσιο αποσκοπεί στην εκκαθάριση της λίστας των οφειλετών, επιτρέποντας στη φορολογική αρχή να επικεντρωθεί στα εισπράξιμα χρέη, απαλλαγμένη από το κόστος και τον χρόνο που συνεπάγεται η προσπάθεια είσπραξης ανέφικτων οφειλών.

Οι οφειλές που θα χαρακτηριστούν ως “ανεπίδεκτες” θα μπορούν να διαγραφούν μετά από δέκα χρόνια και υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις. Ωστόσο, σε όλο αυτό το διάστημα, οι οφειλέτες και τα συνυπόχρεα πρόσωπα δεν θα μπορούν να λάβουν φορολογική ενημερότητα ή άλλα πιστοποιητικά για μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων και οι τραπεζικοί τους λογαριασμοί θα παραμένουν δεσμευμένοι.

Σύμφωνα με την απόφαση της ΑΑΔΕ, χρέη φορολογουμένων μπορούν να τεθούν σε αναστολή ακόμη και αν οι οφειλέτες κατέχουν περιουσιακά στοιχεία που η αξία τους είναι χαμηλότερη από το 5% της συνολικής οφειλής και δεν υπερβαίνει τα 100.000 ευρώ. Φυσικά, η φορολογική διοίκηση θα έχει εξαντλήσει όλα τα μέσα για την είσπραξη της οφειλής.

Για παράδειγμα, αν υπάρχει οφειλή 2 εκατ. ευρώ και η αξία της ακίνητης περιουσίας του βασικού οφειλέτη και των συνυπόχρεων ανέρχεται σε 100.000 ευρώ, η Φορολογική Διοίκηση, με τη σύμφωνη γνώμη του Ελεγκτικού Συνεδρίου και μετά από ατελέσφορες προσπάθειες κατάσχεσης και ποινικές διώξεις χωρίς αποτέλεσμα, θα καταχωρεί την οφειλή στα βιβλία ανεπίδεκτων είσπραξης, χωρίς όμως να τη διαγράφει.

Σύμφωνα με το ισχύον πλαίσιο, στα βιβλία ανεπίδεκτων είσπραξης έχουν καταχωρηθεί οφειλές ύψους 26,3 δισ. ευρώ, μειώνοντας τα εισπράξιμα ληξιπρόθεσμα χρέη σε 80,6 δισ. ευρώ από τα 107 δισ. ευρώ που είναι ο συνολικός όγκος.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Συγκεκριμένα, με την νέα απόφαση προβλέπονται τροποποιήσεις από τα καθορισμένα κριτήρια. Ορίζεται ότι οι ληξιπρόθεσμες οφειλές προς το Δημόσιο και οι συμβεβαιωμένες οφειλές προς τρίτους χαρακτηρίζονται ως ανεπίδεκτες είσπραξης, εφόσον συντρέχουν σωρευτικά τα ακόλουθα:

  • Έχουν ολοκληρωθεί οι έρευνες με βάση τα εκάστοτε πρόσφορα διαθέσιμα ηλεκτρονικά μέσα της Φορολογικής Διοίκησης και από τις έρευνες αυτές δεν διαπιστώθηκε η ύπαρξη περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη και των συνυπόχρεων προσώπων ή διαπιστώθηκε η καθ’ οιονδήποτε τρόπο εκποίηση των περιουσιακών τους στοιχείων που δεν υπόκεινται σε ακύρωση ή σε διάρρηξη κατά τα άρθρα 939 και επόμενα του Αστικού Κώδικα και ειδικότερα διαπιστώθηκε η ολοκλήρωση της διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης επί κινητών, ακινήτων ή απαιτήσεων κατά των ανωτέρω ευθυνόμενων προσώπων με επίσπευση του Δημοσίου ή τρίτων ή από τον εκκαθαριστή στο πλαίσιο της διαδικασίας εκκαθάρισης και η παύση των εργασιών της πτώχευσης, εφόσον έχει λάβει χώρα κήρυξη των ευθυνόμενων προσώπων σε πτώχευση, η οποία δεν έχει περατωθεί. Η εκμίσθωση τραπεζικής θυρίδας από οφειλέτη ή συνυπόχρεο πρόσωπο δεν κωλύει τον χαρακτηρισμό των οφειλών ως ανεπίδεκτων είσπραξης, ακόμα και πριν λάβει χώρα η διάρρηξη αυτής, εφόσον έχει ήδη επιβληθεί κατάσχεση στα χέρια τρίτου.
  • Έχει υποβληθεί αίτηση ποινικής δίωξης κατά τις διατάξεις του άρθρου 25 του ν. 1882/1990 (Α’ 43) σε όσες περιπτώσεις συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις ή δεν είναι δυνατή η υποβολή αυτής.
  • Έχει πραγματοποιηθεί έλεγχος από ειδικά οριζόμενο ελεγκτή της αρμόδιας υπηρεσίας της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων, ο οποίος πιστοποιεί, με βάση ειδικά αιτιολογημένη έκθεση ελέγχου, ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις των περ. (α) και (β) και είναι αντικειμενικά αδύνατη η είσπραξη των οφειλών.

Κατά παρέκκλιση από τα οριζόμενα στην παραπάνω περ. (α) χαρακτηρίζονται ως ανεπίδεκτες είσπραξης οφειλές παρά την ύπαρξη περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη ή συνυπόχρεου προσώπου, αν για τα υφιστάμενα περιουσιακά στοιχεία συντρέχουν σωρευτικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

  • Η συνολική αξία της κυριότητας και των λοιπών εμπράγματων δικαιωμάτων επί ακινήτων του οφειλέτη και των συνυπόχρεων προσώπων είναι ιδιαίτερα μικρής αξίας σε σχέση με τη συνολική βασική ληξιπρόθεσμη οφειλή, δεν υπερβαίνει το 5% του ύψους της οφειλής και σε κάθε περίπτωση το ποσό των 100.000 ευρώ, όπως η αξία αυτή προκύπτει, κατά σειρά, από εκτίμηση πιστοποιημένου εκτιμητή, όπου υπάρχει, ή από το ποσό του αθροίσματος της φορολογητέας αξίας των δικαιωμάτων αυτών για τον υπολογισμό του ΕΝΦΙΑ σύμφωνα με τον ν. 4223/2013, όπως αυτό προκύπτει από την τελευταία συντεθείσα πράξη προσδιορισμού φόρου, ή από την έκθεση κατάσχεσης.
  • Αν συντρέχουν οι λοιπές προϋποθέσεις του προηγούμενου εδαφίου αλλά η συνολική αξία της κυριότητας και των λοιπών εμπράγματων δικαιωμάτων επί ακινήτων του οφειλέτη και των συνυπόχρεων προσώπων υπερβαίνει το ποσό των εκατό χιλιάδων (100.000) ευρώ, ως ανεπίδεκτη είσπραξης χαρακτηρίζεται η οφειλή που απομένει μετά την αφαίρεση του διπλάσιου ποσού της αξίας αυτών. Για την εφαρμογή του προηγούμενου εδαφίου, ο χαρακτηρισμός οφειλών ως ανεπίδεκτων είσπραξης γίνεται κατά σειρά παλαιότητας, από την παλαιότερη οφειλή προς τη νεότερη, με κριτήριο τον χρόνο καταχώρισης της οφειλής στα βιβλία εισπρακτέων εσόδων.
  • Η συνολική αξία της κινητής περιουσίας του οφειλέτη και των συνυπόχρεων προσώπων είναι ιδιαίτερα μικρής αξίας σε σχέση με το ύψος της συνολικής βασικής ληξιπρόθεσμης οφειλής και δεν υπερβαίνει το ποσό των 30.000 ευρώ, όπως η αξία αυτή προκύπτει, κατά σειρά, από εκτίμηση πιστοποιημένου εκτιμητή ή από την έκθεση κατάσχεσης.

Κατά παρέκκλιση από τα οριζόμενα στην περ. (α), ως ανεπίδεκτες είσπραξης χαρακτηρίζονται οφειλές και στις ακόλουθες περιπτώσεις:

  • Αν έχει παρέλθει χρονικό διάστημα τουλάχιστον δέκα ετών από την υπαγωγή της επιχείρησης του οφειλέτη, φυσικού ή νομικού προσώπου, σε διαδικασία ειδικής εκκαθάρισης ή από τη λύση του νομικού προσώπου και η τρέχουσα συνολική αξία του ενεργητικού της υπό εκκαθάριση περιουσίας και της περιουσίας των συνυπόχρεων προσώπων είναι ιδιαίτερα μικρής αξίας σε σχέση με τη συνολική βασική ληξιπρόθεσμη οφειλή, η οποία δεν υπερβαίνει το πέντε τοις εκατό (5%) του ύψους της οφειλής και σε κάθε περίπτωση το ποσό των εκατό χιλιάδων (100.000) ευρώ. Αν συντρέχουν οι λοιπές προϋποθέσεις του προηγούμενου εδαφίου αλλά η τρέχουσα συνολική αξία του ενεργητικού της υπό εκκαθάριση περιουσίας και της περιουσίας των συνυπόχρεων προσώπων υπερβαίνει το ποσό των εκατό χιλιάδων (100.000) ευρώ, ως ανεπίδεκτη είσπραξης χαρακτηρίζεται η οφειλή που απομένει μετά την αφαίρεση του διπλάσιου ποσού της αξίας αυτών, κατ’ ανάλογη εφαρμογή του τρίτου εδαφίου της περ. (α) της παρ. 4 του παρόντος άρθρου. Για την εφαρμογή των προηγούμενων εδαφίων, ο υπολογισμός της αξίας του ενεργητικού της υπό εκκαθάριση περιουσίας γίνεται με βάση βεβαίωση του εκκαθαριστή, ενώ για τα συνυπόχρεα πρόσωπα εφαρμόζονται οι διατάξεις της παρ. 4. Οι διατάξεις της παρούσας περίπτωσης εφαρμόζονται μόνο για οφειλές που γεννήθηκαν ή ανάγονται σε χρόνο έως την έναρξη της διαδικασίας εκκαθάρισης, ανεξαρτήτως του χρόνου βεβαίωσής τους, και έχουν αναγγελθεί σε αυτή.
  • Αν ο οφειλέτης ή συνυπόχρεο πρόσωπο απεβίωσε χωρίς να καταλείπει οποιοδήποτε περιουσιακό στοιχείο και ο επιζών σύζυγος ή μέρος συμφώνου συμβίωσης, τα τέκνα του οφειλέτη καθώς και οι εκ διαθήκης κληρονόμοι αυτού αποποιήθηκαν την επαχθείσα κληρονομιά. Στην περίπτωση αυτή, για το χαρακτηρισμό οφειλής ως ανεπίδεκτης είσπραξης, δεν απαιτείται έρευνα και επίσπευση της διαδικασίας είσπραξης σε βάρος των λοιπών κληρονόμων του αποβιώσαντος».

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ: