Αδυναμίες και ρίσκα δέκα χρόνια μετά τη Lehman

Αδυναμίες και ρίσκα δέκα χρόνια μετά τη Lehman

Το παγκόσμιο τραπεζικό σύστημα παραμένει αντιμέτωπο με σημαντικές προκλήσεις προειδοποιεί το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο.

Tη δεκαετία που ακολούθησε την παγκόσμια κρίση το τραπεζικό σύστημα έγινε ισχυρότερο, αλλά έχουν εμφανιστεί και νέες αδυναμίες, υποστηρίζει σε έκθεση του το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, προειδοποιώντας πως οι αντοχές του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος δεν έχουν δοκιμαστεί ακόμα.

Στην έκθεση του με τίτλο «Μια Δεκαετία με την Παγκόσμια Οικονομική Κρίση: Είμαστε πιο ασφαλείς;», το ΔΝΤ εξετάζει τις μεταρρυθμίσεις που εφαρμόστηκαν στο παγκόσμιο ρυθμιστικό πλαίσιο την τελευταία δεκαετία.

Θετικό στοιχείο αποτελεί σύμφωνα με το ΔΝΤ ότι οι μεταρρυθμίσεις που εφάρμοσε η διεθνείς κοινότητα βοήθησαν να ενισχυθεί το παγκόσμιο τραπεζικό σύστημα. Ορισμένες από τις επιζήμιες μορφές σκιώδους τραπεζικής που αναπτύχθηκαν πριν την κρίση έχουν περιοριστεί και οι περισσότερες χώρες διαθέτουν μια προληπτική αρχή (macroprudential) και εργαλεία για την εποπτεία και συγκράτηση των ρίσκων στο χρηματοοικονομικό σύστημα.

H εφαρμογή μέτρων για την ρευστότητα και την κεφαλαιακή επάρκεια υπήρξε επιτυχής και οι αδυναμίες που σχετίζονταν με την αγορά παραγωγών μειώθηκαν.

Αλλά το ΔΝΤ επισημαίνει πως παρά την πρόοδο που σημειώθηκε παραμένουν ακόμα κενά στο ρυθμιστικό πλαίσιο, με τις αμοιβές των τραπεζικών στελεχών και τον ρόλο των οίκων αξιολόγησης να παραμένουν ιδιαίτερα ακανθώδη ζητήματα.

Υπογραμμίζει παράλληλα πως μια σειρά από παράγοντες μπορεί να έχουν οδηγήσει σε έναν κατακερματισμό στη χρηματοδότηση και τη ρευστότητα. Συγκεκριμένα, υποστηρίζει ότι οι ρυθμιστικές αρχές δίνουν μεγαλύτερη έμφαση στη ρευστότητα μεμονωμένων οντοτήτων διεθνών τραπεζικών οργανισμών. Αν και αυτό έχει οφέλη όσον αφορά την καλύτερη περιχαράκωση της ρευστότητας, ειδικά σε περιπτώσεις εκκαθάρισης κατά την διάρκεια έντονων πιέσεων, υπάρχει κατά το ΔΝΤ ο κίνδυνος να κατακερματιστεί η ρευστότητα εντός των διεθνών τραπεζικών ομίλων.

Στις κεφαλαιακές αγορές, ενώ δεν υπάρχουν σαφείς ενδείξεις για μια ευρεία επιδείνωση στην ρευστότητα, το ΔΝΤ εκτιμά ότι απαιτείται προσεκτική παρακολούθηση.

Για την περαιτέρω ενίσχυση της ανθεκτικότητας του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος, το ΔΝΤ προτείνει την ολοκλήρωση της μεταρρυθμιστικής ατζέντας, ενώ υπογραμμίζει πως πρέπει να αποφευχθεί οποιαδήποτε αναδίπλωση από αυτή.

Καλεί επίσης τις εποπτικές και ρυθμιστικές αρχές να υιοθετήσουν μια πιο δυναμική στάση. Προτείνει ακόμα την ευρεία χρήση μακροπροληπτικών εργαλείων στις χώρες που οι χρηματοοικονομικές συνθήκες παραμένουν διευκολυντικές, συμπεριλαμβανομένων και αντικυκλικών κεφαλαιακών μαξιλαριών. Επιπλέον, το Ταμείο υποστηρίζει ότι η χρηματοπιστωτική σταθερότητα απαιτεί νέα μακροπροληπτικά εργαλεία για την αντιμετώπιση αδυναμιών εκτός του τραπεζικού τομέα.

Οι ρυθμιστικές και εποπτικές αρχές θα πρέπει ακόμα να επιδείξουν ιδιαίτερη προσοχή σε νέα ρίσκα που εμφανίζονται, μεταξύ των οποίων οι απειλές από κυβερνοεπιθέσεις και νέες τεχνολογίες.

Οι κίνδυνοι για χρηματοπιστωτική σταθερότητα

Εκτός από την πρόοδο που έχει σημειωθεί στο ρυθμιστικό πλαίσιο, η έκθεση του ΔΝΤ προσφέρει και μια ανάλυση των βασικών κινδύνων για την παγκόσμια χρηματοπιστωτική σταθερότητα.

Το Ταμείο υποστηρίζει ότι ενώ το οικονομικό περιβάλλον παραμένει υποστηρικτικό για την ανάπτυξη, τα ρίσκα μπορούν να αυξηθούν απότομα, αν ενισχυθούν οι πιέσεις στις αναδυόμενες αγορές ή αν κλιμακωθούν οι εμπορικές κόντρες.

Εν τω μεταξύ, τα μεσοπρόθεσμα ρίσκα παραμένουν υψηλά, καθώς οι χαλαρές χρηματοοικονομικές συνθήκες συμβάλλουν σε περαιτέρω συσσώρευση αδυναμιών στον χρηματοοικονομικό τομέα.

Ευάλωτες οι αναδυόμενες οικονομίες

Ειδικότερα, τους τελευταίους έξι μήνες, σημειώνει το ΔΝΤ, οι παγκόσμιες χρηματοοικονομικές συνθήκες έχουν καταγράψει οριακή σύσφιξη και έχει διευρυνθεί η απόκλιση ανάμεσα στις ανεπτυγμένες και τις αναδυόμενες οικονομίες.

Την ίδια στιγμή, η ανάπτυξη της παγκόσμιας οικονομίας συνεχίζεται, προσφέροντας ευκαιρίες για ενίσχυση των ισολογισμών και δημιουργία «μαξιλαριών ασφαλείας», αλλά σε ορισμένες μεγάλες οικονομίες οι ρυθμοί ανάπτυξης φαίνεται να έχουν πιάσει «ταβάνι».

Οι χρηματοοικονομικές συνθήκες στις ανεπτυγμένες οικονομίες παραμένουν υποστηρικτικές, ειδικά στις ΗΠΑ, με τα επιτόκια να βρίσκονται ακόμα σε χαμηλά επίπεδα με βάση τον ιστορικό μέσο όρο.

Στις αναδυόμενες οικονομίες αντίθετα, οι χρηματοοικονομικές συνθήκες έχουν γίνει πιο σφιχτές μετά τα μέσα Απριλίου, κυρίως λόγω του υψηλότερου κόστους χρηματοδότησης και της κλιμάκωσης των εμπορικών εντάσεων.

Το ΔΝΤ υπογραμμίζει ότι οι αναδυόμενες οικονομίες παραμένουν ευάλωτες σε δευτερογενείς συνέπειες από την ομαλοποίηση της νομισματικής πολιτικής στις ανεπτυγμένες οικονομίες και μπορούν να έρθουν αντιμέτωπες με μειωμένες εισροές κεφαλαίων.

Από τον Απρίλιο του 2018, η άνοδος του δολαρίου και των επιτοκίων στις ΗΠΑ, καθώς και η κλιμάκωση των εμπορικών εντάσεων, οδήγησαν σε αντιστροφή των κεφαλαιακών ροών σε διάφορες αναδυόμενες οικονομίες. Οι πιέσεις ωστόσο περιορίζονται κυρίως σε χώρες με μεγάλες εξωτερικές ανισορροπίες και μη αξιόπιστες πολιτικές.

Ωστόσο, ανάλυση του ΔΝΤ προβλέπει ότι υπάρχει 5% πιθανότητα οι αναδυόμενες οικονομίες να αντιμετωπίσουν εκροές ως και 100 δισ. δολαρίων σε διάστημα ενός έτους (0,6% του συνολικού ΑΕΠ), όσο και κατά τη διάρκεια της παγκόσμιας κρίσης.

Αυξημένα τα βραχυπρόθεσμα ρίσκα

Τα βραχυπρόθεσμα ρίσκα στην παγκόσμια χρηματοπιστωτική σταθερότητα έχουν σημειώσει ήπια άνοδο τους τελευταίους έξι μήνες, εκτιμά το ΔΝΤ. Ωστόσο, προειδοποιεί πως μια πολύ πιο απότομη σύσφιξη των χρηματοοικονομικών συνθηκών στις ανεπτυγμένες οικονομίες θα αύξανε σημαντικά τα βραχυπρόθεσμα ρίσκα.

Επιπλέον, μια διόγκωση των ανησυχιών σχετικά με την αξιοπιστία των εφαρμοζόμενων πολιτικών στις αναδυόμενες οικονομίες μπορεί να οδηγήσει σε περαιτέρω εκροές κεφαλαίων. Εν τω μεταξύ, μια ευρύτερη κλιμάκωση των εμπορικών δράσεων μπορεί να υπονομεύσει την εμπιστοσύνη των επενδυτών. Η πολιτική αβεβαιότητα μπορεί να επηρεάσει αρνητικά το κλίμα στις αγορές, επισημαίνει το ΔΝΤ.

Τέλος, με τον πληθωρισμό να κινείται υψηλότερα, οι κεντρικές τράπεζες μπορεί να προχωρήσουν σε μια πιο γρήγορη άνοδο των επιτοκίων, κάτι που μπορεί να προκαλέσει απότομη σύσφιξη των παγκόσμιων χρηματοοικονομικών συνθηκών.

Το ΔΝΤ τονίζει ότι συνολικά οι αγορές φαίνονται εφησυχασμένες όσον αφορά το ρίσκο μιας απότομης σύσφιξης των χρηματοοικονομικών συνθηκών.

Υψηλά τα μεσοπρόθεσμα ρίσκα

Σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα τα ρίσκα για την παγκόσμια χρηματοοικονομική σταθερότητα και ανάπτυξη παραμένουν υψηλά, σύμφωνα με το ΔΝΤ. Οι αναλυτές του Ταμείου εκτιμούν πως μια σειρά από αδυναμίες που έχουν συσσωρευτεί τα τελευταία χρόνια μπορεί να γίνουν έρθουν στην επιφάνεια από μια απότομη, μεγάλη σύσφιξη των χρηματοοικονομικών συνθηκών.

Στις ανεπτυγμένες οικονομίες, στις βασικές χρηματοοικονομικές αδυναμίες περιλαμβάνονται τα υψηλά και αυξανόμενα επίπεδα χρέους του μη χρηματοοικονομικού τομέα και οι τραβηγμένες αποτιμήσεις σε ορισμένες μεγάλες αγορές. Το συνολικό χρέος του μη χρηματοοικονομικού τομέα σε αγορές με συστημικά σημαντικούς χρηματοοικονομικούς τομείς έχει αυξηθεί από τα 113 τρισ. δολάρια (πάνω από 200% του συνολικού τους ΑΕΠ) το 2008 στα 167 τρισ. δολάρια (κοντά στο 250% του ΑΕΠ).

Οι τράπεζες έχουν ενισχύσει τα μαξιλάρια ρευστότητας και κεφαλαίου μετά την κρίση, αλλά παραμένουν εκτεθειμένες στις εταιρείες, τα νοικοκυριά και τα κράτη με υπερβολικό χρέος, καθώς και στην κατοχή στοιχείων ενεργητικού που δεν μπορούν να ρευστοποιηθούν εύκολα.

Εν τω μεταξύ, ο εξωτερικός δανεισμός συνεχίζει να κινείται υψηλότερα στις περισσότερες αναδυόμενες οικονομίες. Αυτό δημιουργεί προκλήσεις για χώρες που αντιμετωπίζουν ρίσκα στην εξωτερική χρηματοδότηση και εμπορικά σοκ και δεν έχουν συναλλαγματικά αποθέματα για να περιορίσουν τον αντίκτυπο από τα εξωτερικά σοκ.

Το ΔΝΤ τονίζει πως οι φορείς άσκησης πολιτικής στις αναδυόμενες αγορές θα έπρεπε να είναι προετοιμασμένοι για περαιτέρω εκροές κεφαλαίων.