Αυτοί είναι οι μεγαλύτεροι διαδικτυακοί κίνδυνοι για τα παιδιά

Αυτοί είναι οι μεγαλύτεροι διαδικτυακοί κίνδυνοι για τα παιδιά
Photo: Shutterstock
Προκλήσεις και λύσεις σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα του ΚΜΟΠ

Την επείγουσα ανάγκη για προστασία των παιδιών από τους κινδύνους του διαδικτύου, δείχνει η έρευνα που παρουσίασε πρόσφατα το Κέντρο Κοινωνικής Δράσης και Καινοτομίας (ΚΜΟΠ). Η έρευνα, πραγματοποιήθηκε με τη συμμετοχή 251 παιδιών, φέρνοντας στο φως ανησυχητικά δεδομένα και προκλήσεις για την προστασία και ευημερία των παιδιών. «Με βάση τα στοιχεία της πρόσφατης έρευνάς μας, φαίνεται ότι οι γονείς χρειάζεται να εστιάσουν στην ανοιχτή επικοινωνία», τονίζει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η Mαρία Έλλη Δουφεξή Καπλάνη, ερευνήτρια του ΚΜΟΠ. Όπως τονίζει η κ. Δουφεξή Καπλάνη, οι γονείς θα πρέπει να δημιουργήσουν ένα υποστηρικτικό περιβάλλον όπου τα παιδιά θα αισθάνονται άνετα να συζητούν τις διαδικτυακές τους εμπειρίες, να ενθαρρύνουν τις καθημερινές συζητήσεις για τις ψηφιακές δραστηριότητες και να διαβεβαιώνουν τα παιδιά ότι δεν θα κριθούν ή θα τιμωρηθούν. «Ταυτόχρονα, χρειάζονται όρια και παρακολούθηση των δραστηριοτήτων των παιδιών, ενημέρωση για τους μηχανισμούς αναφοράς, καθώς και εκπαίδευση σχετικά με τους διαδικτυακούς κινδύνους», επισημαίνει ακόμα η ερευνήτρια του ΚΜΟΠ.

Αυξημένη αυτονομία, μεγαλύτεροι κίνδυνοι

Το 76,6% των παιδιών σύμφωνα με τα ευρήματα της έρευνας, έχει πρόσβαση στο διαδίκτυο μέσω δικής του συσκευής, γεγονός που προσφέρει μεγαλύτερη αυτονομία και αυξάνει την έκθεση σε διαδικτυακούς κινδύνους. Περίπου 8 στα 10 παιδιά παίζουν καθημερινά διαδικτυακά παιχνίδια, ενώ 6 στα 10 παιδιά ασχολούνται καθημερινά με τα social media.

Προσωπικά Δεδομένα και Κίνδυνοι «Grooming»

Περίπου 1 στα 8 παιδιά μοιράζεται φωτογραφίες στις οποίες απεικονίζεται το πρόσωπό του, 1 στα 7 παιδιά μοιράζεται τον αριθμό του τηλεφώνου του, 1 στα 4 τα χόμπι και τα ενδιαφέροντά του ενώ, λίγο περισσότερο από 1 στα 3 παιδιά δηλώνει ηλικία μεγαλύτερη από την πραγματική του.

Αυτή η ανησυχητική τάση καθιστά τα παιδιά ιδιαίτερα ευάλωτα σε κινδύνους από άγνωστα άτομα που μπορεί να προσπαθήσουν να εκμεταλλευτούν αυτές τις πληροφορίες, προκειμένου να εμπλέξουν τα παιδιά σε καταστάσεις grooming. Επιπλέον, η δημοσίευση προσωπικών δεδομένων αυξάνει την πιθανότητα παραβίασης της ιδιωτικότητάς τους, θέτοντάς τα σε κίνδυνο εκμετάλλευσης και άλλων μορφών διαδικτυακής κακοποίησης.

Τα δεδομένα που αφορούν στην επικοινωνία παιδιών με άγνωστα άτομα προκαλούν επίσης προβληματισμό. Περίπου 1 στα 12 παιδιά επικοινώνησε τουλάχιστον με κάποιο άτομο κάτω των 18 ετών που γνώρισε διαδικτυακά και δεν είχε καμία άλλη σχέση με τη ζωή του, ενώ 1 στα 20 επικοινώνησε με άτομο άνω των 18 ετών.

Έκθεση σε ακατάλληλο περιεχόμενο:

Το 22,8% των παιδιών δήλωσαν ότι έχουν εκτεθεί τουλάχιστον μία φορά τον τελευταίο χρόνο σε ακατάλληλο για την ηλικία τους περιεχόμενο.

Τα ευρήματα, δείγμα των οποίων παρουσιάστηκε από την πρόεδρο της Εθνικής Στρατηγικής Πρόληψης και Αντιμετώπισης της Βίας και της Παραβατικότητας Ανηλίκων, Βάσω Αρτινοπούλου, στην εκδήλωση για την Εθνική Στρατηγική Προστασίας των Ανηλίκων από τον Εθισμό στο Διαδίκτυο, υπογραμμίζουν την επιτακτική ανάγκη για συστηματική δράση και εξατομικευμένη προσέγγιση, με σκοπό την εφαρμογή αποτελεσματικών μέτρων για την προστασία των παιδιών στον ψηφιακό κόσμο.

Για να βελτιωθεί η κατάσταση είναι απαραίτητη η «ενσωμάτωση του ψηφιακού γραμματισμού στα σχολικά προγράμματα σπουδών, με στόχο να διδάξουν στα παιδιά την ασφαλή χρήση του διαδικτύου, την κριτική σκέψη και τον τρόπο εντοπισμού και αντιμετώπισης των διαδικτυακών κινδύνων», τονίζει η κ. Δουφεξή Καπλάνη, συμπληρώνοντας ότι είναι πολύ σημαντική η συνεργασία των γονέων με το σχολείο, ώστε τα παιδιά να λάβουν ολιστική και συνεκτική ενημέρωση, τόσο για τις λειτουργίες, όσο και τους κινδύνους του διαδικτύου. «Οι γονείς θα πρέπει να συνεργάζονται με τα σχολεία για να ενημερώνονται για τα προγράμματα σπουδών ψηφιακής ασφάλειας αλλά και να συμμετέχουν σε εργαστήρια ή σεμινάρια που αφορούν θέματα διαδικτυακής ασφάλειας. Σε συνεργασία, οι δράσεις αυτές μπορούν να συμβάλουν στην ενίσχυση της ολοκληρωμένης ενημέρωσης σχετικά με την ασφάλεια στο διαδίκτυο, όπου τα παιδιά θα παίρνουν τα ίδια μηνύματα από τους γονείς και το σχολείο. Τα σχολεία μπορούν, επίσης, να παρέχουν πόρους στους γονείς για να συνοδεύουν και να υποστηρίζουν τις πρωτοβουλίες ευαισθητοποίησης που υλοποιούνται στο σχολείο», υπογραμμίζει η ερευνήτρια του ΚΜΟΠ.

Θεωρεί ακόμα ότι είναι αντιστοίχως σημαντική η ανάπτυξη πρωτοκόλλων αναφοράς και συστημάτων υποστήριξης στα σχολεία, με σαφείς, προσβάσιμους μηχανισμούς αναφοράς για διαδικτυακή κακοποίηση ή ανησυχητικά περιστατικά.

«Μία ακόμη σύσταση αποτελεί η οργάνωση πρωτοβουλιών ομοτίμων.Τα σχολεία και οι κοινοτικές ομάδες θα πρέπει να αναπτύσσουν πρωτοβουλίες υπό την καθοδήγηση ομοτίμων, όπου τα παιδιά θα μπορούν να μοιράζονται εμπειρίες και να μαθαίνουν το ένα από το άλλο σε ένα εποπτευόμενο περιβάλλον. Οι αλληλεπιδράσεις μεταξύ συνομηλίκων μπορούν να εξομαλύνουν τις συζητήσεις σχετικά με τους διαδικτυακούς κινδύνους και να μειώσουν το στίγμα της αναφοράς ανησυχητικών περιστατικών. Οι μέντορες συνομηλίκων μπορούν να λειτουργήσουν ως σχετικοί οδηγοί, προωθώντας μια προληπτική προσέγγιση της ψηφιακής ασφάλειας», δηλώνει ακόμα στο ΑΠΕ-ΜΠΕ.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

To πρόγραμμα MINDSET κατά της διαταραχής ηλεκτρονικού παιχνιδιού

Η διαταραχή ηλεκτρονικού παιχνιδιού είναι μία αυτοτελής διαταραχή εθισμού και συμπεριελήφθη στην πρώτη έκδοση του επίσημου καταλόγου όλων των ασθενειών από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (ΠΟΥ) στις 18 Ιουνίου του 2018. Χαρακτηρίζεται από υπερβολική ενασχόληση με τα video games, τα περισσότερα από τα οποία πλέον είναι διαδικτυακά και πλήττει κυρίως παιδιά και νέους. Οδηγεί σε κοινωνική απομόνωση των ατόμων, με συνέπεια την ελλιπή ανάπτυξη δεξιοτήτων και την απουσία συμμετοχής τους στην κοινωνική ζωή.

«Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα του ΚΜΟΠ, περίπου 8 στα 10 παιδιά παίζουν καθημερινά διαδικτυακά παιχνίδια. Το 2018, η Διαταραχή Ηλεκτρονικού Παιχνιδιού (ΔΗλΠ) αναγνωρίστηκε από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (ΠΟΥ) και καταχωρήθηκε στη Διεθνή Ταξινόμηση Νοσημάτων (ICD-11), τονίζοντας τις σοβαρές επιπτώσεις που μπορεί να έχει στην ψυχική, σωματική και κοινωνική υγεία. Για τον λόγο αυτό, είναι κρίσιμο οι γονείς να μπορούν να αναγνωρίζουν έγκαιρα τα σημάδια της ΔηλΠ», τονίζει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η Ειρηάννα Δραγώνα, Διαχειρίστρια Ευρωπαϊκών Έργων του ΚΜΟΠ.

Στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού προγράμματος MINDSET, στο οποίο συμμετέχει το ΚΜΟΠ πραγματοποιήθηκε από τη κοινοπραξία βιβλιογραφική έρευνα στην οποία αναφέρονται κάποιοι βασικοί δείκτες που δυνητικά μπορούν να βοηθήσουν τους γονείς να εντοπίσουν έγκαιρα τη διαταραχή. «Αυτοί περιλαμβάνουν την αλλαγή προτεραιοτήτων, όπου τα βιντεοπαιχνίδια υπερτερούν άλλων σημαντικών δραστηριοτήτων, την κοινωνική απομόνωση, καθώς το παιδί αποφεύγει κοινωνικές επαφές και δραστηριότητες, και την εμφάνιση συμπεριφορικών αλλαγών, όπως εκνευρισμός, συγκρούσεις και απώλεια ενδιαφέροντος για άλλες δραστηριότητες.

Παράλληλα, οι γονείς μπορεί να παρατηρήσουν σωματικά συμπτώματα, όπως πονοκεφάλους, διαταραχές ύπνου και άλλες ενοχλήσεις, καθώς και παραμέληση της αυτοφροντίδας, που εκδηλώνεται μέσα από κακή διατροφή, έλλειψη προσωπικής υγιεινής ή αδυναμία περιορισμού του χρόνου παιχνιδιού, παρά τις τύψεις που μπορεί να νιώθει το παιδί. Το MINDSET στοχεύει στη δημιουργία εργαλείων και πολιτικών που θα ενισχύσουν την πρόληψη της διαταραχής ηλεκτρονικού παιχνιδιού στους νέους», εξηγεί η κ. Δραγώνα.

Και σε αυτή την περίπτωση, ο ρόλος των γονέων είναι κρίσιμος. Είναι άραγε μία απλη απαγόρευση αποτελεσματική; «Όπως κατέδειξε η έρευνα CSAPE για τη διερεύνηση των στάσεων και των συμπεριφορών στο διαδίκτυο, είναι αναγκαία μια ολιστική προσέγγιση που θα δίνει βάση στην ενημέρωση των παιδιών, εστιάζοντας στα εργαλεία ασφαλείας που μπορούν να αξιοποιήσουν τα παιδιά κατά την πλοήγησή τους στον ψηφιακό κόσμο. Αυτό θα υποστηρίξει τα παιδιά να αξιολογούν κριτικά την αξιοπιστία των διαδικτυακών αλληλεπιδράσεων και πηγών. Η ενημέρωση των παιδιών και η θέσπιση ορίων, κατάλληλων για την ηλικία των παιδιών είναι εξίσου σημαντική. Οι γονείς χρειάζεται να χρησιμοποιούν τον γονικό έλεγχο και να ελέγχουν τακτικά τη διαδικτυακή δραστηριότητα των παιδιών για να διασφαλίζουν την ασφάλεια, σεβόμενοι παράλληλα την ιδιωτικότητά τους. Παράλληλα, ενεργώντας προληπτικά, θα πρέπει να παρέχουν στα παιδιά καθοδήγηση σχετικά με τον εντοπισμό ακατάλληλου περιεχομένου, την κατανόηση των τακτικών διαδικτυακού grooming και την ασφαλή διαχείριση των αιτημάτων φιλίας», τονίζει η Mαρία Έλλη Δουφεξή Καπλάνη.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ: