Άκης Σκέρτσος: 3,5 δισ. ευρώ από το εθνικό σχέδιο ανάκαμψης για επενδύσεις και μεταρρυθμίσεις υπέρ των εργαζόμενων
- 30/04/2022, 13:31
- SHARE
Το εθνικό σχέδιο ανάκαμψης και ανθεκτικότητας «Ελλάδα 2.0», με δέσμευση 3,5 δισ. ευρώ για τη χρηματοδότηση 15 μεγάλων δημόσιων επενδύσεων και 12 μεταρρυθμίσεων υπέρ των εργαζομένων, των ανέργων, των φοιτητών, των σπουδαστών, αλλά και των επιχειρήσεων, είναι η κυβερνητική απάντηση στα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι εργαζόμενοι και η εγχώρια αγορά εργασίας: αυτό υπογραμμίζει, σε άρθρο του στο «Βήμα της Κυριακής», ο υπουργός Επικρατείας ‘Ακης Σκέρτσος, αρμόδιος για το συντονισμό των κυβερνητικών πολιτικών. Με πολιτικό «δια ταύτα», «μόνο η οικονομική πολιτική που καταφέρνει να προσθέσει νέες και καλύτερες δουλειές στην οικονομία μπορεί να λογίζεται ως προοδευτική, αποτελεσματική και δίκαιη πολιτική».
Παίρνοντας αφορμή από την 1η Μάη, ο υπουργός Επικρατείας γράφει εν πρώτοις για την εργατική Πρωτομαγιά του 1886, «χάρη στην οποία κατοχυρώθηκαν θεμελιώδη εργασιακά δικαιώματα κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα στην Ελλάδα και τον κόσμο, (αλλά) έχει δυστυχώς εκφυλιστεί εδώ και αρκετά χρόνια σε μια τελετουργία “απεργίας”. Με ξύλινες ανακοινώσεις και πορείες διαμαρτυρίας που αφορούν όλο και λιγότερο τους σημερινούς εργαζόμενους και τα προβλήματα του 21ου αιώνα. Δεν έχει πάψει όμως, και δεν πρέπει αυτό να γίνει ποτέ, να αποτελεί για όλους μας ένα μόνιμο εφαλτήριο σκέψης, προβληματισμού, έμπνευσης και δράσης για να αλλάξουμε προς το καλύτερο τις συνθήκες που επικρατούν σήμερα στην ελληνική αγορά εργασίας», σημειώνει εισαγωγικώς.
Και, «για να μην κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλο μας, τα πράγματα δεν έχουν υπάρξει καλά για τους εργαζόμενους στον ιδιωτικό τομέα της χώρας μας εδώ και πολλά χρόνια. Το brain drain των δύσκολων χρόνων της κρίσης δεν ήταν αποτέλεσμα μόνο της διογκούμενης ανεργίας αλλά και μιας καχεκτικής αγοράς εργασίας που δεν προσφέρει ίσες ευκαιρίες απασχόλησης, επαγγελματικής καταξίωσης και μισθολογικής ανέλιξης.
Στην πραγματική ζωή, η εγχώρια αγορά εργασίας αποτελεί σε μεγάλο βαθμό, με φωτεινές πάντα εξαιρέσεις, ένα δύσκολο περιβάλλον για την πλειονότητα των εργαζομένων σε αυτήν. Ιδιαίτερα μάλιστα για τέσσερις κατηγορίες: τις γυναίκες, τους νέους, τους εργαζόμενους γονείς αλλά και όσους θέλουν να εργάζονται νόμιμα, να αμείβονται αξιοπρεπώς και να αποκτούν νέες δεξιότητες».
Στη συνέχεια του άρθρου του, ο υπουργός Επικρατείας επικαλείται τα στοιχεία της Eurostat, για την Ελλάδα και την υπόλοιπη Ευρώπη, και από τη σύγκριση η εικόνα που προκύπτει δεν είναι ρόδινη, όπως αναφέρει.
Αναλυτικά: «Περισσότερες από τις μισές οικονομικά ενεργές γυναίκες (52%) [σ. σ. στη χώρα μας] δεν εργάζονται, ενώ στην ΕΕ το ποσοστό αυτό είναι κοντά στο ⅓ (36%). Έχουμε διπλάσια ανεργία νέων από το μέσο ευρωπαϊκό όρο. Η χώρα μας βρίσκεται, σύμφωνα με το αρμόδιο ευρωπαϊκό οργανισμό CEDEFOP, στις τελευταίες θέσεις του ενιαίου ευρωπαϊκού χώρου (από την 27η έως τη 30η θέση) σε ό,τι αφορά την αξιοποίηση και τη σύζευξη των δεξιοτήτων των εργαζομένων με τις ανάγκες της αγοράς εργασίας. Οι “εργάτες γνώσης” που αποφοιτούν από το ελληνικό πανεπιστήμιο έχουν δυσκολία να βρουν μια ταιριαστή δουλειά με τα προσόντα και τις φιλοδοξίες τους. Η επανακατάρτιση εργαζομένων και ανέργων είναι κακής ποιότητας. Αυτές ακριβώς οι φτωχές επιδόσεις αποτελούν πηγές κοινωνικών ανισοτήτων που αναπαράγονται και διευρύνονται.
Επιπλέον, ο κατώτατος μισθός και το μέσο εισόδημα είναι χαμηλά σε σχέση με το κόστος ζωής, τα ενοίκια και τους λογαριασμούς. Οι φόροι και οι εισφορές “τρώνε” σημαντικό μέρος του διαθέσιμου εισοδήματος, σε μεγαλύτερο ποσοστό από ό,τι σε άλλες χώρες της ΕΕ και του Ο.Ο.Σ.Α. Δεν υπάρχει ίση αμοιβή για ίση εργασία μεταξύ ανδρών και γυναικών. Ούτε και ίδιες ευκαιρίες επαγγελματικής ανέλιξης. Ωράρια καταστρατηγούνται, υπερωρίες δεν πληρώνονται, η σεξουαλική παρενόχληση στο χώρο εργασίας εξακολουθεί να αποτελεί ένα ταμπού που δεν καταγγέλλεται εύκολα αλλά τραυματίζει ζωές και καριέρες. Το κοινωνικό δίχτυ υποστήριξης των νέων εργαζόμενων γονιών για τη φροντίδα των παιδιών μας δεν είναι επαρκές.
Με λίγα λόγια, ο κατάλογος των προβλημάτων και των στρεβλώσεων είναι μακρύς και πηγάζει από το ίδιο το κράτος, τις έως πρότινος εκπαιδευτικές, εργασιακές και κοινωνικές του πολιτικές, αλλά και από την ίδια τη διάρθρωση της οικονομίας και των επιχειρήσεών μας. Η πραγματική σύγκλιση της ελληνικής αγοράς εργασίας με τα ευρωπαϊκά δεδομένα εξακολουθεί να αποτελεί μέγα ζητούμενο και υπαρξιακό στόχο της πολιτικής μας», αναφέρει στο κλείσιμο της χαρτογράφησης των προβλημάτων της εγχώριας αγοράς εργασίας.
Τούτων δοθέντων θα μπορούσε κάποιος να αναρωτηθεί αν «είναι όλα μαύρα και απαισιόδοξα;». «Κάθε άλλο», σπεύδει να απαντήσει ο ‘Α. Σκέρτσος και τούτο διότι «το πρώτο βήμα για να αντιμετωπίσεις ένα πρόβλημα είναι να το αναγνωρίσεις και να το ορίσεις σωστά. Το επόμενο είναι να αναζητήσεις τους πόρους και τις λύσεις που θα συνθέσουν ένα σχέδιο δράσης. Η κυβέρνηση γνωρίζει τα προβλήματα και επιπλέον διαθέτει το σχέδιο, τους πόρους και τη βούληση για να αλλάξει προς το καλύτερο την εγχώρια αγορά εργασίας. Για την ακρίβεια το έχουμε ήδη θέσει σε εφαρμογή», δηλώνει και προσθέτει:
«Πρόκειται για το εθνικό σχέδιο ανάκαμψης και ανθεκτικότητας “Ελλάδα 2.0”, όπου έχουμε δεσμεύσει 3,5 δισ. ευρώ για να χρηματοδοτήσουμε 15 μεγάλες δημόσιες επενδύσεις και 12 μεταρρυθμίσεις υπέρ των εργαζομένων, των ανέργων, των φοιτητών, των σπουδαστών, αλλά και των επιχειρήσεων».
Και στο πλαίσιο αυτού του σχεδίου, «ενισχύουμε το διαθέσιμο εισόδημα όλων των εργαζομένων και ιδιαίτερα των χαμηλόμισθων. Με τη μείωση φόρων και ασφαλιστικών εισφορών και τη διπλή αύξηση του κατώτατου μισθού κατά έναν επιπλέον 15ο μισθό ετησίως, επιβεβαιώνουμε ότι η ανάπτυξη της οικονομίας έχει νόημα μόνο όταν επιστρέφει σε όλους τους πολίτες.
Μετασχηματίζουμε τον πρώην ΟΑΕΔ από “παγίδα ανεργίας” και οργανισμό επιδομάτων σε ένα σύγχρονο, ψηφιακό οργανισμό απασχόλησης που ενδυναμώνει με νέες δεξιότητες τους πραγματικούς ανέργους και επιβραβεύει όσους ενεργητικά αναζητούν δουλειά.
Δημιουργούμε ένα δίχτυ υποστήριξης των εργαζόμενων γονιών -και ιδιαίτερα της εργαζόμενης μητέρας- με τις “νταντάδες της γειτονιάς”, τους νέους βρεφονηπιακούς σταθμούς στις επιχειρήσεις, το διευρυμένο σχολικό ωράριο αλλά και τις πρόσθετες γονικές άδειες, ώστε η γονεϊκότητα να μην αποτελεί εμπόδιο για την απασχόληση. Σύμφωνα με την Παγκόσμια Τράπεζα, η Ελλάδα ανήκει σήμερα χάρη σε αυτές τις πολιτικές στις 12 χώρες με νομοθετημένη την εργασιακή ισότητα ανάμεσα στα δύο φύλα.
Επενδύουμε στην σύγχρονη επαγγελματική εκπαίδευση και τη σύζευξή της με τις επιχειρήσεις, με 200 νέα προγράμματα σπουδών και πρότυπα επαγγελματικά λύκεια σε όλη τη χώρα, ώστε να πάψουν τα ΕΠΑΛ και τα ΙΕΚ να αποτελούν το αποπαίδι της δημόσιας εκπαίδευσης.
Μεταρρυθμίζουμε το σύστημα παροχής δεξιοτήτων και κατάρτισης στους εργαζόμενους με νέους μηχανισμούς αξιολόγησης των παρόχων κατάρτισης αλλά και των αποτελεσμάτων που φέρνουν στην απόκτηση εργασίας.
Προσφέρουμε σε 500.000 εργαζόμενους νέες, πιστοποιημένες δεξιότητες σε σύγχρονα ψηφιακά και πράσινα επαγγέλματα.
Θέτουμε σε εφαρμογή την ψηφιακή κάρτα εργασίας από το καλοκαίρι πρώτα από τις μεγάλες επιχειρήσεις ώστε να πάψουν η καταστρατήγηση των ωραρίων και οι απλήρωτες υπερωρίες.
Υλοποιούμε ειδικά προγράμματα για την ενίσχυση της διαφορετικότητας και την καταπολέμηση των διακρίσεων και της κατάχρησης εξουσίας στους χώρους εργασίας. Η νέα επιθεώρηση εργασίας χτίζεται από την αρχή ως ανεξάρτητη αρχή πλέον, για να επιτελεί με μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα το σύνθετο ρόλο της».
Στόχος των παραπάνω και πολλών ακόμη σχετικών πρωτοβουλιών που εντάσσονται στο σχέδιο «Ελλάδα 2.0» και αφορούν την αγορά εργασίας, επισημαίνει εν κατακλείδι, είναι «να προσφέρουμε όχι μόνο περισσότερες αλλά πρωτίστως καλύτερες δουλειές. Το πετύχαμε με 200.000 νέες θέσεις εργασίας μέσα σε συνθήκες πανδημίας και διεθνούς ενεργειακής κρίσης μειώνοντας την ανεργία με τον ταχύτερο ρυθμό στην Ευρώπη.
‘Αλλωστε, μόνο η οικονομική πολιτική που καταφέρνει να προσθέσει νέες και καλύτερες δουλειές στην οικονομία μπορεί να λογίζεται ως προοδευτική, αποτελεσματική και δίκαιη πολιτική που χειραφετεί και ενδυναμώνει τους πολίτες. Και αυτήν υπηρετούμε. Καλή εργατική Πρωτομαγιά!», καταλήγει στο άρθρο του ο υπουργός Επικρατείας.