Αλλαγή της εικόνας της Ελλάδας σε λιγότερο από 90 ημέρες επιδιώκει ο πρωθυπουργός

Αλλαγή της εικόνας της Ελλάδας σε λιγότερο από 90 ημέρες επιδιώκει ο πρωθυπουργός
(Ξένη Δημοσίευση) Ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης, μιλάει σε συνέντευξη που παραχώρησε στο France 24 TV, στο πλαίσιο της επίσκεψής του στη Γαλλία και της συνάντησής του με τον Εμανουέλ Μακρόν, την Πέμπτη 22 Αυγούστου 2019, στο Παρίσι. Ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης ξεκινά από σήμερα στο Παρίσι, τον κύκλο των συναντήσεων του με ξένους ηγέτες. ΑΠΕ-ΜΠΕ/ΓΡΑΦΕΙΟ ΤΥΠΟΥ ΠΡΩΘΥΠΟΥΡΓΟΥ/ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΑΠΑΜΗΤΣΟΣ Photo: ΑΠΕ-ΜΠΕ
Όπως περιέγραφε συνεργάτης του πρωθυπουργού, η στρατηγική του Κυριάκου Μητσοτάκη είναι να περάσουμε «από τη διπλωματία της επαιτείας στη διπλωματία της αξιοπιστίας».

Ξεκινώντας από το Παρίσι και το Βερολίνο ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης φιλοδοξεί να αλλάξει μέσα σε λιγότερο από 90 ημέρες την εικόνα της Ελλάδας στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες και όχι μόνο. Την Τρίτη ο πρωθυπουργός θα πραγματοποιήσει επίσκεψη στη Χάγη όπου θα έχει συνάντηση με τον πρωθυπουργό της Ολλανδίας Μαρκ Ρούτε, στις 24-27 Σεπτεμβρίου θα βρίσκεται στη Νέα Υόρκη όπου θα έχει επαφές με ξένους ηγέτες στο περιθώριο της ετήσιας συνόδου του ΟΗΕ.

Ενδεχομένως να έχει συνάντηση και με τον Ντόναλντ Τραμπ καθώς, όπως έλεγε ελληνική διπλωματική πηγή, το αίτημα είναι στην short list του Πρόεδρου των ΗΠΑ. Επιπλέον, και όπως ανέφερε ο ίδιος συνομιλώντας με δημοσιογράφους μετά την συνάντηση με την Άνγκελα Μέρκελ, «Δεν περιορίζουμε τους ορίζοντες μας στη Γερμανία και στην Ευρώπη. Στις αρχές Νοεμβρίου θα βρεθώ στη Σαγκάη στο πλαίσιο της EXPO 2019 -στην οποία η Ελλάδα είναι τιμώμενη χώρα- και θα έχω συνάντηση και με τον Πρόεδρο της Κίνας».

Όπως περιέγραφε συνεργάτης του πρωθυπουργού, η στρατηγική του Κυριάκου Μητσοτάκη είναι να περάσουμε «από τη διπλωματία της επαιτείας στη διπλωματία της αξιοπιστίας» και πρόσθετε ότι την αλλαγή στάσης την καλωσορίζουν οι αγορές, αλλά και ο διεθνής Τύπος που μέχρι στιγμής αποτιμά θετικά τις επισκέψεις του πρωθυπουργού στο Παρίσι και στο Βερολίνο. Μιλώντας στη γερμανική FAZ, ο Κυριάκος Μητσοτάκης δήλωσε «η καγκελάριος Μέρκελ έχει ήδη συναντήσει πολλούς Έλληνες πρωθυπουργούς. Θέλω να είμαι αυτός που παρουσιάζει μια νέα Ελλάδα».

Απαντώντας στις επικρίσεις της αξιωματικής αντιπολίτευσης ότι δεν θέτει το ζητήματα προς διαπραγμάτευση, όπως το χρέος και η μείωση των πλεονασμάτων, ο Κυριάκος Μητσοτάκης τόνισε σε συνομιλία του με δημοσιογράφους: «Εμείς έχουμε ένα μεγάλο πλεονέκτημα: δεν χρειάζεται να κάνουμε “κωλοτούμπα”. Είναι πολύ ωραίο να λες σε όλους ότι θα εφαρμόσεις το πρόγραμμά σου, αυτό για το οποίο σε εξέλεξαν οι πολίτες». Συνεργάτες του πρωθυπουργού εξηγούν ότι ο Αλέξης Τσίπρας όταν ήταν στην αντιπολίτευση έλεγε «Go back κυρία Μέρκελ», αλλά το ξεχνούσε όταν στεκόταν δίπλα.

Αντίθετα, προσθέτουν, ο Κυριάκος Μητσοτάκης επανέλαβε δίπλα στην κ. Μέρκελ ό,τι είχε πει προεκλογικά και ό,τι δηλώνει σε κάθε του συνέντευξη σε ελληνικό ή ξένο μέσο ενημέρωσης: «Έχω πει πολλές φορές, ότι τα πρωτογενή πλεονάσματα τα οποία συμφωνήθηκαν από την προηγούμενη κυβέρνηση είναι ιδιαίτερα υψηλά. Έχω πει, επίσης, όμως, ότι η Ελλάδα θα τηρήσει τους δημοσιονομικούς στόχους για το 2019 και το 2020. Ότι πρώτα θα κερδίσουμε αξιοπιστία και μετά θα συζητήσουμε, τα ζητήματα των πλεονασμάτων και του χρέους. Όπως είχα την ευκαιρία να πω και σε μια συνέντευξη που έδωσα σήμερα σε γερμανική εφημερίδα, τα θέματα των θεσμών αφορούν τους θεσμούς, τα θέματα των διμερών σχέσεων αφορούν τις δύο χώρες. Και εμείς αυτό το οποίο θα κάνουμε πρώτα απ΄ όλα είναι να κερδίσουμε πολιτική αξιοπιστία, ως μια μεταρρυθμιστική κυβέρνηση η οποία επαναφέρει το ζήτημα της ανάπτυξης στην πρώτη γραμμή».

Το ίδιο ακριβώς δήλωνε προεκλογικά στις 20/02/2019, στο παγκόσμιο τηλεοπτικό δίκτυο CNBC: «Έχω καταστήσει σαφές στους Ευρωπαίους εταίρους μας ότι εφόσον ολοκληρώσουμε πραγματικές μεταρρυθμίσεις θα πρέπει να λάβουμε ως επιβράβευση τη μείωση των στόχων για πρωτογενή πλεονάσματα. Και αυτό πρέπει να γίνει από το 2021 και το 2022. Δυστυχώς η κατάρτιση του προϋπολογισμού για το 2020 είναι πολύ κοντά για να αρχίσει να ισχύει κάποια αλλαγή νωρίτερα. Αυτό επομένως που ζητώ είναι πολύ συγκεκριμένο: δώστε μου 12 μήνες να πείσω τους πιστωτές μας και τις διεθνείς αγορές ότι πραγματικά εννοούμε όσα λέμε. Ότι η Ελλάδα μπορεί στ΄ αλήθεια να αλλάξει και να αποκτήσει η ίδια την ιδιοκτησία του μεταρρυθμιστικού προγράμματος».

Στη συζήτηση που είχε με τους Έλληνες δημοσιογράφους στο Βερολίνο, ο κ. Μητσοτάκης επιβεβαίωσε ότι «στις επόμενες συζητήσεις με τους δανειστές το θέμα θα είναι να μας επιστραφούν τα κέρδη των κεντρικών τραπεζών από τις συναλλαγές με ελληνικά κρατικά ομόλογα, όπως υποσχέθηκαν για την περίπτωση της τήρησης των συμφωνιών. Αυτά τα χρήματα μπορούμε να τα χρησιμοποιήσουμε παραγωγικά, σε αντίθεση με τους προκατόχους μας». Σημείωσε ακόμη ότι στόχος του είναι κλείσει σύντομα η τέταρτη αξιολόγηση.

Ο πρωθυπουργός θεωρεί ότι ο θετικός αντίκτυπος από την μετάβαση από την πολιτική της επαιτείας στην πολιτική της σοβαρότητας και η ενίσχυση της αξιοπιστίας της χώρας αποτυπώνεται ήδη στην αντίδραση των αγορών. Συγκεκριμένα: Το κόστος δανεισμού της Ελληνικής Δημοκρατίας μειώθηκε κάτω του 1,6% στο δεκαετές ομόλογο αναφοράς, καταγράφοντας ιστορικό ρεκόρ. Ενισχύθηκε ο γενικός δείκτης τιμών του ελληνικού χρηματιστηρίου. Ο δείκτης οικονομικού κλίματος αναρριχήθηκε τον Αύγουστο στο υψηλότερο επίπεδο των τελευταίων 12 ετών, παραμένοντας υψηλότερος από τον μέσο όρο των χωρών της Ευρωζώνης

Στο Μέγαρο Μαξίμου θεωρούν ότι η νέα εικόνα για την Ελλάδα που παρουσίασε ο κ. Μητσοτάκης αποτυπώθηκε στα γερμανικά και ευρύτερα τα ευρωπαϊκά ΜΜΕ, τα οποία αντί να εστιάζουν σε λέξεις όπως «χρέος», «κρίση» και «μέτρα» μιλούν για τις προοπτικές συνεργασίας των δύο χωρών. Μόνο η γνωστή Bild, σημειώνουν, αποτελούσε παραφωνία και είχε τίτλο ότι «Οι Έλληνες ζητούν δισεκατομμύρια», με αφορμή την τοποθέτηση του πρωθυπουργού για τις γερμανικές αποζημιώσεις δίπλα πάντα στην Αγκελα Μέρκελ, όπου ζήτησε από τη Γερμανία να προσέλθει σε διάλογο για το θέμα αυτό επί τη βάσει της Ρηματικής Διακοίνωσης προς το Βερολίνο που απηύθυνε η προηγούμενη κυβέρνηση μετά όμως από ομόφωνη απόφαση της Βουλής. Ακόμη όμως και στο δύσκολο αυτό θέμα, ο Κυριάκος Μητσοτάκης θεωρεί ότι δεν υπάρχει ανταπόκριση από την πλευρά της γερμανικής κυβέρνησης και ο ίδιος χωρίς να το αποσιωπά ή να το παραμερίζει δεν θα αφήσει να δηλητηριάζει τις σχέσεις των δύο χωρών.

Τόσο στο Παρίσι, όσο και στο Βερολίνο ο πρωθυπουργός αντί να μπαίνει σε δυσάρεστες και αναποτελεσματικές πολιτικές διαπραγματεύσεις για την αναθεώρηση των δημοσιονομικών στόχων -που άλλωστε είναι στην αρμοδιότητα των θεσμών- μεταφέρει τη συζήτηση στην προοπτική της ανάπτυξης, προτάσσει ότι η Ελλάδα μπορεί να αποτελέσει «την ευχάριστη αναπτυξιακή έκπληξη» σε μία δύσκολη οικονομική συγκυρία για την Ευρώπη και παρουσιάζει συγκεκριμένες προτάσεις για επενδύσεις. Είναι χαρακτηριστικό ότι στο Βερολίνο μίλησε για σχέδιο επενδύσεων στον τομέα της ενέργειας και της πράσινης οικονομίας, σχέδιο που δρομολογεί με την γερμανική κυβέρνηση και ενδεχομένως παρουσιάσει από κοινού με την κ. Μέρκελ στις αρχές του επόμενου χρόνου στην Αθήνα.

Όσο για τις εντυπώσεις της επίσκεψης στο Βερολίνο, είναι χαρακτηριστικό ότι ο σχολιαστής του ιδιωτικού τηλεοπτικού δικτύου n-tv, Κρίστιαν Βιλπ, έκανε λόγο για «αρμονική εικόνα των δύο» ηγετών κατά τη συνέντευξη Τύπου και επισήμανε ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης έφθασε στο Βερολίνο με καθαρό μήνυμα, ότι θέλει να αφήσει πίσω του τα τελευταία δέκα χρόνια κρίσης, με τη βοήθεια της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ιδιαίτερα της Γερμανίας. «Το γεγονός ότι η ίδια η κ. Μέρκελ στις δηλώσεις της είπε ότι παίζει μεγάλο ρόλο η ψυχολογία δείχνει ότι η Ελλάδα είναι σε αυτόν τον δρόμο, ότι δεν έχει και τόσο άδικο ο Έλληνας πρωθυπουργός όταν λέει ότι η Ελλάδα έχει βγει από την κρίση. Μπορούσε κανείς να διαβάσει ανάμεσα στις γραμμές ότι η Μέρκελ στηρίζει αυτή την πορεία του ομολόγου της και πιστεύω ότι δεν θα του βάλει εμπόδια στην πορεία του», ανέφερε ο Γερμανός σχολιαστής. Αλλά και ελληνική διπλωματική πηγή με εμπειρία χρόνων στις επισκέψεις Ελλήνων πρωθυπουργών στο Βερολίνο συμπύκνωνε το αποτέλεσμα λέγοντας ότι «η επίσκεψη πήγε καλά και αυτό ακριβώς φάνηκε και από το κλίμα στις κοινές δηλώσεις των δύο».