Alpha Bank: Πότε θα ανακάμψει ο ελληνικός τουρισμός- Πλήγμα 10 δισ. ευρώ στις φετινές εισπράξεις
- 27/10/2020, 12:14
- SHARE
Εκτιμήσεις για την πορεία του ελληνικού τουρισμού καταθέτει η Alpha Bank. Πάνω από 10 δισ. υπολογίζεται το φετινό πλήγμα στις εισπράξεις. Τα σινιάλα από το μέτωπο της πανδημίας και τις αξιολογήσεις στο AirBnB.
Ο παγκόσμιος τουρισμός αποτελεί έναν από τους οικονομικούς κλάδους, οι οποίοι έχουν πληγεί σε μεγαλύτερο βαθμό από τις συνέπειες της πανδημίας COVID-19. Σε διεθνές επίπεδο, η ταχύτητα της ανάκαμψης του τουρισμού, εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την πορεία του πανδημικού φαινομένου, τις εξελίξεις στη φαρμακευτική αντιμετώπιση της νόσου και το χρόνο διάθεσης ενός αποτελεσματικού εμβολίου.
Σε εγχώριο επίπεδο, σημειώνει η Alpha Bank στο εβδομαδιαίο της δελτίο για την οικονομία, καθοριστική είναι η σημασία μιας σειράς παραγόντων, όπως:
- το σχήμα της οικονομικής ανάκαμψηςστις χώρες προέλευσης των τουριστών,
ii. η εξάρτηση της εισερχόμενης ταξιδιωτικής κίνησης κάθε χώρας από τις αεροπορικές μεταφορές,
iii. το σχετικό βάρος του εγχώριου τουρισμού,ο οποίος έχει μεγαλύτερες πιθανότητες ταχύτερης ανάκαμψης. Η τελευταία εξαρτάται από το επίπεδο των εισοδημάτων και του ρυθμού οικονομικής μεγέθυνσης (ή ύφεσης) στην ίδια τη χώρα προορισμού,
iv. τη συμβολή των επιχειρηματικών ταξιδιών στη συνολική ταξιδιωτική κίνηση, τα οποία διαφοροποιούνται σημαντικά σε σχέση με τα ταξίδια αναψυχής, ως προς τις δυνατότητες υποκατάστασής τους με τη χρήση ψηφιακών μέσων και τέλος,
v. το επίπεδο των υγειονομικών υπηρεσιών που προσφέρει κάθε προορισμός, ώστε να παρέχει και σχετική ασφάλεια στους ταξιδιώτες.
Στην Ελλάδα, το σημαντικό βάρος του εισερχόμενου σε σχέση με τον εξερχόμενο τουρισμό στις εξωτερικές συναλλαγές της χώρας αποτυπώνεται ήδη στα μεγέθη του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών του τρέχοντος έτους.
Κατά τη φετινή τουριστική περίοδο, δηλαδή από τον Μάιο μέχρι και τον Αύγουστο -ο τελευταίος μήνας για τον οποίο υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία- ο εξωτερικός τομέας της οικονομίας δεν ακολούθησε το εποχικό πρότυπο της προηγούμενης χρονιάς. Συγκεκριμένα, κατά το χρονικό διάστημα Μαΐου-Σεπτεμβρίου 2019, το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών κατέγραψε πλεονάσματα, πρωτίστως, λόγω των καλών επιδόσεων του τουρισμού και του πλεονασματικού ισοζυγίου υπηρεσιών. Τους αντίστοιχους μήνες του 2020, ωστόσο, το ισοζύγιο του εξωτερικού τομέα ήταν ελλειμματικό -με εξαίρεση τον Αύγουστο- εξαιτίας της πανδημίας COVID-19 και των μέτρων περιορισμού στις μετακινήσεις που ήταν σε εφαρμογή, με σκοπό τη συγκράτηση της εξάπλωσής της και τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα, μεταξύ άλλων, τις περιορισμένες ταξιδιωτικές εισπράξεις.
Αν και τον Αύγουστο, οι ελαφρώς βελτιωμένες, σε σύγκριση με τους προηγούμενους μήνες, ταξιδιωτικές εισπράξεις, οδήγησαν σε οριακό πλεόνασμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, ύψους Ευρώ 79,7 εκατ., αυτό είναι, ωστόσο, σημαντικά χαμηλότερο σε σύγκριση με το αντίστοιχο περυσινό αποτέλεσμα (πλεόνασμα Ευρώ 1,8 δισ.). Οι ταξιδιωτικές εισπράξεις παρουσιάζονται μειωμένες σε σύγκριση με τον Αύγουστο 2019 κατά Ευρώ 2,7 δισ., ενώ και οι συνολικές εισαγωγές και εξαγωγές ακολουθούν έντονα πτωτική πορεία, με την ετήσια μεταβολή τους να διαμορφώνεται τον Αύγουστο σε -19% και -35%, αντίστοιχα.
Σωρευτικά, το πρώτο οκτάμηνο του έτους οι ταξιδιωτικές εισπράξεις συρρικνώθηκαν κατά Ευρώ 10,5 δισ. ή 80%, ενώ οι εισπράξεις από μεταφορές αντίστοιχα κατά Ευρώ 1,6 δισ. Ως εκ τούτου, το πλεόνασμα του ισοζυγίου υπηρεσιών διαμορφώθηκε στο διάστημα Ιανουαρίου-Αυγούστου σε Ευρώ 4,6 δισ. έναντι Ευρώ 15,3 δισ., την ίδια περίοδο πέρυσι.
Από την άλλη πλευρά, το ισοζύγιο αγαθών κατέγραψε χαμηλότερο έλλειμμα το πρώτο οκτάμηνο του 2020, σε σχέση με την ίδια χρονική περίοδο του 2019, κατά Ευρώ 3,1 δισ. και διαμορφώθηκε σε Ευρώ 12,4 δισ., καθώς οι εισαγωγές αγαθών μειώθηκαν συνολικά περισσότερο από τις αντίστοιχες εξαγωγές (πτώση Ευρώ 5,9 δισ. και Ευρώ 2,9 δισ., αντίστοιχα).
Όσον αφορά στη μεταβολή της εισερχόμενης ταξιδιωτικής κίνησης, στην Ελλάδα και τις ανταγωνίστριες χώρες της Μεσογείου στο οκτάμηνο, το μεγαλύτερο αριθμό τουριστών υποδέχτηκε, μεταξύ των επιλεγμένων χωρών, η Ισπανία (15,7 εκατ. ταξιδιώτες), ο οποίος, ωστόσο, ήταν μειωμένος σε σύγκριση με το πρώτο οκτάμηνο του 2019 κατά 73%. Ανάλογη, ετήσια μείωση κατέγραψαν οι διεθνείς τουριστικές αφίξεις στην Τουρκία την περίοδο Ιανουαρίου-Αυγούστου (-74%) και στη Μάλτα (-71%), ενώ στην Κροατία ήταν ελαφρώς ηπιότερη, (59%). Ομοίως, 59%, σε ετήσια βάση, ήταν οι απώλειες σε ταξιδιωτικές αφίξεις που σημειώθηκαν στην Ιταλία, κατά το πρώτο επτάμηνο του 2020. Στη χώρα μας αλλά και στην Κύπρο, η εισερχόμενη ταξιδιωτική κίνηση, το πρώτο οκτάμηνο του έτους, σε σύγκριση με το ίδιο διάστημα του 2019, συρρικνώθηκε περισσότερο από τις επιλεγμένες χώρες, κατά 78% και 84,5%, αντίστοιχα.
Ειδικότερα, για την Ελλάδα, μετά την κατάρρευση των τουριστικών αφίξεων (αεροπορικών, οδικών, θαλάσσιων και σιδηροδρομικών), τον Απρίλιο και τον Μάϊο, σημειώθηκε ελαφρά μόνο βελτίωση τους επόμενους μήνες, με αποτέλεσμα τον Αύγουστο να αντιστοιχούν στο 27% των περυσινών αφίξεων.
Ειδικά για την αεροπορική κίνηση επιβατών, παρατηρούμε ότι μετά τη σταδιακή άρση της απαγόρευσης των πτήσεων από συγκεκριμένες χώρες, τον Ιούνιο, η αεροπορική κίνηση αποκαταστάθηκε, κατά ένα μικρό μέρος, μέχρι και τον Σεπτέμβριο.
Η ήπια άνοδος της τουριστικής κίνησης, κατά τη διάρκεια του τρίτου τριμήνου του 2020, αποτυπώθηκε και στα στοιχεία της πληρότητας των καταλυμάτων, η οποία, παρέμεινε, ωστόσο, σε υποτονικά επίπεδα. Συγκεκριμένα, τα ποσοστά πληρότητας των καταλυμάτων δεν υπερέβησαν το 33% , τον Αύγουστο, έναντι 76%, τον αντίστοιχο μήνα του 2019.
Ενδιαφέρον παρουσιάζουν, επίσης, τα στοιχεία για τη δραστηριότητα της βραχυχρόνιας μίσθωσης ακινήτων, μέσω της ψηφιακής πλατφόρμας Airbnb και, συγκεκριμένα, το πλήθος των αξιολογήσεων από τους επισκέπτες, για τα εγγεγραμμένα καταλύματα. Όπως και στην περίπτωση της εισερχόμενης ταξιδιωτικής κίνησης, το πλήθος των αξιολογήσεων ακολουθούσε ένα εποχικό πρότυπο, κατά τα έτη 2018 και 2019, καθώς αυξανόταν σημαντικά από τον Μάιο μέχρι και τον Σεπτέμβριο. Αξίζει να σημειωθεί ότι το πρότυπο αυτό ήταν εντονότερο στους θερινούς προορισμούς, δηλαδή στην Κρήτη και στο Νότιο Αιγαίο, ενώ στην Αθήνα το πλήθος των αξιολογήσεων των καταλυμάτων ήταν αξιοσημείωτο και τις υπόλοιπες περιόδους κάθε έτους.
Η τάση, μάλιστα, του πλήθους των αξιολογήσεων ήταν έντονα ανοδική στην περίπτωση της Αθήνας, γεγονός από το οποίο συμπεραίνεται, αφενός, ότι η χρήση της πλατφόρμας αυξήθηκε τα τελευταία χρόνια, αφετέρου, ότι η πρωτεύουσα της χώρας αποτελούσε έναν προορισμό για όλο το χρόνο (all year destination).
Το 2020, ωστόσο, από τον Μάρτιο και μετά, οι αξιολογήσεις των καταλυμάτων της πλατφόρμας Airbnb είναι σημαντικά λιγότερες σε σύγκριση με τα προηγούμενα δύο χρόνια, ενώ μια ελαφρά ανοδική τάση παρατηρείται, σε όλες τις περιοχές, από τον Ιούνιο και μετά, μήνας κατά τον οποίο επαναλειτούργησε σταδιακά ο κλάδος των καταλυμάτων.
Ωστόσο, υπό την προϋπόθεση ότι η πανδημική αναζωπύρωση θα εξασθενήσει εντός του πρώτου εξαμήνου του 2021 και οι οικονομικές συνθήκες θα βελτιωθούν στους κύριους εμπορικούς εταίρους μας, η Ελλάδα έχει την ευκαιρία να διασφαλίσει έναν ικανοποιητικό αριθμό ξένων επισκεπτών και επομένως να ανακτήσει ένα μεγάλο μέρος της φετινής ζημίας.
Σημαντικό ρόλο θα διαδραματίσει, όπως αναφέρθηκε στην αρχή του παρόντος Δελτίου, η εξάρτηση από τις αερομεταφορές καθώς, χώρες που είναι προσβάσιμες με οδικά ή άλλα μέσα, όπως η Κροατία, υπέστησαν μικρότερες απώλειες συγκριτικά με χώρες όπως η Κύπρος, η Μάλτα, ή η Ελλάδα που ο μεγαλύτερος όγκος της ταξιδιωτικής κίνησης απαιτεί αεροπορική σύνδεση.
Οι εκτιμήσεις για την πορεία του τουρισμού για το επόμενο έτος ποικίλουν και ενέχουν μεγάλο βαθμό αβεβαιότητας, καθώς η εξέλιξη της πανδημίας είναι, μέχρις στιγμής, απρόβλεπτη. Σύμφωνα με τον ΣΕΤΕ , αν οι συνθήκες το επιτρέψουν, θα μπορούσαμε να ανακτήσουμε το 50% του τουριστικών εισπράξεων του 2019.
Τέλος, σύμφωνα με το Προσχέδιο του Κρατικού Προϋπολογισμού 2021, οι εξαγωγές υπηρεσιών αναμένεται να μειωθούν σχεδόν κατά το ήμισυ το 2020 (-45,4%), πρωτίστως λόγω των υποτονικών επιδόσεων του τουρισμού και, ως εκ τούτου, το ισοζύγιο υπηρεσιών προβλέπεται ότι θα έχει αρνητική συμβολή στο ΑΕΠ κατά 5,5 ποσοστιαίες μονάδες.