Οι Αμερικανοί δεν έχουν ιδέα πόσα περισσότερα λεφτά κερδίζουν οι CEO
- 22/10/2014, 17:45
- SHARE
Το οικονομικό χάσμα στις ΗΠΑ είναι πολύ μεγαλύτερο από όσο πιστεύει η πλειοψηφία των πολιτών.
της Ελίζαμπεθ Γκ. Όλσον
Σε μια μελέτη σε 16 χώρες, οι Αμερικανοί είχαν την μεγαλύτερη άγνοια για το εισοδηματικό χάσμα, πιστεύοντας ότι τα κορυφαία στελέχη των επιχειρήσεων κερδίζουν περίπου 30 φορές περισσότερο από το μέσο όρο των εργαζομένων. Στην πραγματικότητα, κερδίζουν περίπου 350 φορές περισσότερο.
Σύμφωνα με μια μελέτη που δημοσιεύθηκε στην επιθεώρηση Harvard Business Review και διεξήχθη σε 16 μεγάλες χώρες, οι Αμερικανοί είχαν την μεγαλύτερη άγνοια για το συνολικό εκκαθαριστικό σημείωμα των στελεχών, πιστεύοντας ότι τα κορυφαία στελέχη των επιχειρήσεων κερδίζουν περίπου 30 φορές περισσότερο από το μέσο εργαζόμενο.
Στην πραγματικότητα, κερδίζουν περίπου 350 φορές περισσότερο από το μέσο εργαζόμενο. Οι Αμερικανοί έχουν επίσης την πιο εσφαλμένη εκτίμηση ως προς το πραγματικό χάσμα πλούτου μεταξύ των φτωχότερων και των πλουσιότερων από ότι οι άνθρωποι σε άλλες χώρες, σύμφωνα με την έρευνα.
Σε αντίθεση με τους ανθρώπους που ζουν σε άλλες χώρες, οι Αμερικανοί εμφανίζονται «σχετικά αδιάφοροι ως προς τις διαφορές στις αμοιβές», λέει η Λίζα Κέιστερ, καθηγήτρια κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο Duke. Αυτό υπογραμμίζεται από μια νέα έρευνα που διαπίστωσε ότι οι άνθρωποι γενικά νευριάζουν με την ανισότητα, αλλά οι Αμερικανοί, περισσότερο από άλλους, υποτιμούν πόσο μεγάλη είναι η διαφορά μεταξύ των αποδοχών του μέσου εργαζομένου και των μισθών των κορυφαίων στελεχών των επιχειρήσεων.
Η κατανόηση του ποιοι ανήκουν στο 1% των πιο πλούσιων Αμερικανών -και πώς έγιναν- είναι το κλειδί για την κατανόηση της οικονομικής ανισότητας και της κοινωνικής κινητικότητας, λέει η Κέιστερ. Ωστόσο λίγα είναι γνωστά για αυτούς, επειδή πιστεύει ότι οι Αμερικανοί έχουν την τάση να συναναστρέφονται με άτομα που ανήκουν στη δική τους οικονομική τάξη και να μην συναναστρέφονται με άλλα διαφορετικού οικονομικού φάσματος.
«Έχουμε την τάση να περνούμε τον περισσότερο χρόνο μας με ανθρώπους σαν κι εμάς», λέει. Αυτό ονομάζεται «ομοιοφιλία» ή αγάπη για το ίδιο, και είναι η τάση των ατόμων να συνδέονται με εκείνα που είναι παρόμοια.
Ακόμη και εκείνοι «που είναι εξαιρετικά πλούσιοι και εξαιρετικά φτωχοί», εξηγεί η Κέιστερ από το γραφείο της στο Durham στη Βόρεια Καρολίνα, «περνούν τον περισσότερο χρόνο τους κάνοντας παρέα με άλλους πολύ πλούσιους ή πολύ φτωχούς ανθρώπους, δίχως να έχουν λόγο τις περισσότερες φορές να σκεφτούν για τις ανισότητες».
Το χάσμα μεταξύ αντίληψης και πραγματικότητας στις Ηνωμένες Πολιτείες ήταν το υψηλότερο μεταξύ των χωρών που μελετήθηκαν στην έρευνα του Harvard Business School. Οι άνθρωποι που συμμετείχαν στην έρευνα στην Αυστραλία, τη Χιλή, τη Νότια Κορέα και την Ταϊβάν εμφάνισαν ακόμη μεγαλύτερη άγνοια για το χάσμα μεταξύ των αμοιβών των εργαζομένων και των εισοδημάτων των στελεχών, αλλά η πραγματική διαφορά στις αμοιβές ήταν μεγαλύτερη στις Ηνωμένες Πολιτείες, επειδή οι διευθύνοντες σύμβουλοι στην Αμερική είναι οι πιο ακριβοπληρωμένοι στον κόσμο, με μέση αποζημίωση των 10,5 εκατομμυρίων δολαρίων το 2013.
Οι αμοιβές των διευθυνόντων συμβούλων έχουν αυξηθεί τις τελευταίες δεκαετίες, από περίπου 30 φορές πάνω από το μέσο μισθό των εργαζομένων το 1960, σε περισσότερο από 100 φορές πάνω από το μέσο μισθό στη δεκαετία του 1990. Η τάση παραμένει αυξητική. Στις Ηνωμένες Πολιτείες σήμερα, οι διευθύνοντες σύμβουλοι κερδίζουν κατά μέσο όρο 354 φορές το ποσό που κερδίζει ένας εργαζόμενος.
«Η άγνοια για το χάσμα μεταξύ των αμοιβών των διευθυνόντων συμβούλων και των αμοιβών των ανειδίκευτων εργαζομένων», λέει ο Μάικλ Νόρτον, συν-συγγραφέας της μελέτη, «πιθανόν να μειώνει την επιθυμία των πολιτών να αναλάβουν δράση για να μειωθεί αυτό το χάσμα.»
Παρά τις πρόσφατες διαμαρτυρίες των εργαζομένων στα fast-food για υψηλότερο ωρομίσθιο, ιδιαίτερα στον κλάδο των εστιατορίων, όπου οι διευθύνοντες σύμβουλοι έχουν πολύ καλές αμοιβές, ο Νόρτον επισημαίνει ότι «πολλές από τις έντονες διαμάχες για το εάν η αμοιβή των διευθυνόντων συμβούλων πρέπει να έχει ανώτατο όριο ή αν πρέπει να αυξηθεί ο κατώτατος μισθός, είναι συζητήσεις με βάση μια ακραία έλλειψη γνώσεων σχετικά με την πραγματική κατάσταση των πραγμάτων». Τα πραγματικά δεδομένα, υποστηρίζει, «θα μπορούσαν να αναγκάσουν τους ανθρώπους να αναθεωρήσουν τις παραδοχές τους».