«Ανάσα» για τις ΜμΕ από τον φθηνό δανεισμό – Ο κομβικός ρόλος των χρηματοδοτικών εργαλείων
- 09/04/2024, 15:20
- SHARE
Φθηνά κατόρθωσαν να δανειστούν εγχώριες επιχειρήσεις και ελεύθεροι επαγγελματίες το 2023, όπως προκύπτει από την Έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδας (ΤτΕ).
Συγκεκριμένα, το 2023 οι πιστώσεις ενισχύθηκαν σε όρους όγκου και βελτιώθηκαν σε όρους κόστους χάρη στην παροχή δανείων που συνδέονται με τα χρηματοδοτικά εργαλεία αναπτυξιακών τραπεζών και με τον Μηχανισμό Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (Recovery and Resilience Facility – RRF).
Ωφελούμενες ήταν οι πολύ μικρού, μικρού και μεσαίου μεγέθους επιχειρήσεις, των οποίων η πρόσβαση σε φθηνή χρηματοδότηση δυσχεραίνεται εντονότερα σε σύγκριση με τις μεγάλου μεγέθους καθώς η νομισματική πολιτική αυστηροποιείται συντελώντας σε άνοδο των επιτοκίων τραπεζικού δανεισμού.
Χρηματοδοτικά εργαλεία
Όπως επισημαίνει η ΤτΕ, σε ό,τι αφορά στα χρηματοδοτικά εργαλεία, τα 2/3 της αξίας των χρηματοδοτήσεων που χορηγήθηκαν με αυτούς τους υποστηρικτικούς μηχανισμούς κατέληξαν σε μικρομεσαίες επιχειρήσεις και επαγγελματίες. Ειδικότερα:
Το 2023 οι μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις και οι ελεύθεροι επαγγελματίες έλαβαν τραπεζικά δάνεια ύψους 2 δισεκ. ευρώ (2022: 4,2 δισεκ. ευρώ) μέσω προγραμμάτων του ομίλου της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων (Όμιλος ΕΤΕπ) και της Ελληνικής Αναπτυξιακής Τράπεζας (ΕΑΤ). Άνω των 2/3 της αξίας των εν λόγω χρηματοδοτήσεων κατευθύνθηκε προς ελεύθερους επαγγελματίες και επιχειρήσεις πολύ μικρού, μικρού και μεσαίου μεγέθους, μερίδιο που αντικατοπτρίζει τη διαχρονική στόχευση της ευρωπαϊκής και εθνικής πολιτικής στη στήριξη των μικρομεσαίων επιχειρήσεων.
Το σύνολο των πόρων που διατέθηκαν μέσω των προγραμμάτων της ΕΑΤ αφορούσε εξ ολοκλήρου μικρομεσαίες επιχειρήσεις, ενώ στα προγράμματα συγχρηματοδότησης άνω του 75% των ωφελούμενων επιχειρήσεων πληρούσε κριτήρια ταξινόμησης στην κατηγορία των πολύ μικρών επιχειρήσεων.
Η συμβολή των χρηματοδοτικών εργαλείων στη συνολική χρηματοδότηση των εγχώριων επιχειρήσεων και ελευθέρων επαγγελματιών περιορίστηκε το 2023 σε 11%, από 18% το 2022. Δεν παραβλέπεται ότι η εν λόγω εξέλιξη οφείλεται κυρίως στη στροφή της ζήτησης, εκ μέρους πολλών επιχειρήσεων, προς δάνεια μέσω του Μηχανισμού Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας. Συνυπολογίζοντας τα δάνεια του Μηχανισμού, οι εκταμιεύσεις τραπεζικών δανείων που υποστηρίζονται από εθνικούς και ευρωπαϊκούς πόρους αντιστοιχούσαν το 2023 σε 19% του συνόλου των τραπεζικών χορηγήσεων, δηλαδή περίπου όσο ήταν και το 2022.
Μεταξύ των επιμέρους κατηγοριών χρηματοδοτικών εργαλείων, το μεγαλύτερο ποσοστό σε όρους αξίας εκταμιεύσεων (57%) αντιστοιχούσε σε προγράμματα συγχρηματοδότησης (2022: 15%) και το υπόλοιπο (43%) σε εγγυοδοσίες (2022: 85%).
Η αύξηση του κόστους δανεισμού που έλαβε χώρα το 2023 ενίσχυσε τη σημασία των συγχρηματοδοτήσεων, τα οποία εκ του σχεδιασμού τους συνδέονται με ευνοϊκούς όρους τιμολόγησης. Πράγματι, στα προγράμματα συγχρηματοδότησης το Δημόσιο χρηματοδοτεί μέρος του δανείου με εξαιρετικά χαμηλό έως και μηδενικό επιτόκιο, ώστε το μεσοσταθμικό επιτόκιο των επιχειρηματικών δανείων να περιορίζεται σημαντικά, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις η επιχείρηση απαλλάσσεται από την υποχρέωση καταβολής εισφοράς του ν. 128/1975 (σ.σ.: 0,60%).
Σημαντικότερα σε όρους αξίας εκταμιεύσεων υπήρξαν τα προγράμματα: α) «Δάνεια Ρευστότητας Επιχειρήσεων (Liquidity Co-Financing Loans)» της Ελληνικής Αναπτυξιακής Τράπεζας και β) “Global Loans” της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων, τα οποία από κοινού αντιπροσώπευαν το 51% του συνόλου».
Ταμείο Ανάκαμψης
Σύμφωνα με την ΤτΕ, ο Μηχανισμός Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας έχει προσφέρει μέχρι στιγμής δάνεια 1,2 δισ. ευρώ σε μικρομεσαίες επιχειρήσεις και επαγγελματίες, ενώ συνολικά έχουν υπογραφεί δανειακές συμβάσεις ύψους 8 δισ. ευρώ. Το μέσο επιτόκιο των δανείων ήταν μόλις 2,1%.
Συμπληρωματικά προς τα χρηματοδοτικά εργαλεία, οι εγχώριες επιχειρήσεις υποβοηθήθηκαν το προηγούμενο έτος από τα χαμηλότοκα δάνεια που χορηγήθηκαν στο πλαίσιο του Μηχανισμού Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (RRF). Συνολικά το 2023, από το δανειακό σκέλος του προγράμματος εκταμιεύθηκαν επιχειρηματικά δάνεια ύψους 1,45 δισεκ. ευρώ (2022: 0,36 δισεκ. ευρώ), εκ των οποίων περίπου 0,9 δισεκ. ευρώ συνιστούσαν κεφάλαια του Μηχανισμού και τα υπόλοιπα τραπεζικά κεφάλαια. Το μεγαλύτερο μέρος των εκταμιεύσεων, άνω του 90%, χορηγήθηκε με τη διαμεσολάβηση έξι εγχώριων εμπορικών τράπεζων.
Συνολικά, από τον Ιούνιο του 2022 (πρώτη δανειακή σύμβαση) έως τις 25 Ιανουαρίου του τρέχοντος έτους είχαν υπογραφεί 271 δανειακές συμβάσεις ύψους 8 δισεκ. ευρώ. Περίπου το ήμισυ των δανειακών συμβάσεων (αξίας 1,2 δισεκ. ευρώ) αφορούσε επιχειρήσεις μικρομεσαίου μεγέθους. Από τα στοιχεία σκιαγραφείται ότι η συμμετοχή των τραπεζών στη συνολική χρηματοδότηση είναι κατά τι υψηλότερη από ό,τι ορίζεται στο σχέδιο του προγράμματος, εξέλιξη επιθυμητή, καθώς ισοδυναμεί με μεγαλύτερη μόχλευση των δημόσιων πόρων.
Το μεσοσταθμικό επιτόκιο στα δάνεια του Μηχανισμού διαμορφώθηκε σε 2,1%, δηλ. περίπου κατά 360 μονάδες βάσης χαμηλότερα έναντι του αντίστοιχου μέσου ετήσιου επιτοκίου των κοινών τραπεζικών επιχειρηματικών δανείων για το 2023.
Το ιδιαίτερα χαμηλό κόστος δανεισμού καθιστά ελκυστικά τα εν λόγω δάνεια, όπως αποτυπώνει η ισχυρή ζήτηση που καταγράφεται από τον αριθμό των αιτήσεων.
Προοπτικές
Οι προοπτικές για τη χρηματοδότηση των επιχειρήσεων συνολικά και, ειδικότερα, των μικρομεσαίων είναι θετικές τα επόμενα χρόνια, καθώς συμφωνήθηκε αύξηση των φθηνών δανείων του Ταμείου Ανάκαμψης, ενώ θα συνεχισθούν και τα χρηματοδοτικά προγράμματα. Η ΤτΕ αναφέρει ότι ο δανεισμός των επιχειρήσεων θα ενισχυθεί:
Από τα χαμηλότοκα δάνεια που προσδοκώνται στο πλαίσιο του Μηχανισμού Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας. Σε συνέχεια της έγκρισης από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή του αναθεωρημένου Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας “Ελλάδα 2.0”, οι συνολικοί ευρωπαϊκοί πόροι για το δανειακό σκέλος του Μηχανισμού αυξήθηκαν κατά 5 δισεκ. ευρώ σε 17,7 δισεκ. ευρώ. Από αυτό το σύνολο, έχουν εκταμιευθεί προς τη χώρα 7,3 δισεκ. ευρώ και 4 δισεκ. ευρώ είναι διαθέσιμα στις συνεργαζόμενες τράπεζες για τη χορήγηση επιχειρηματικών πιστώσεων.
Όπως σημειώνει η Τράπεζα της Ελλάδας, από τη διάθεση νέων χρηματοδοτικών προγραμμάτων που αναπτύσσονται στο πλαίσιο της υλοποίησης του ΕΣΠΑ 2021-2027 και του Αναπτυξιακού Νόμου (ν. 4887/2022). Ειδικότερα, αναμένεται η δημιουργία Ταμείων με σκοπό την παροχή: α) εγγυήσεων δανείων, β) συγχρηματοδοτήσεων με άτοκη χρηματοδότηση μέρους του δανείου, γ) επιχορηγήσεων με επιδότηση επιτοκίου ή/και κεφαλαίου (capital rebates) και δ) συνεπενδύσεων, δηλ. επενδύσεων σε επιχειρηματικά κεφάλαια. Προκειμένου για τη βέλτιστη αξιοποίηση των δημόσιων πόρων εισάγεται η διασύνδεση της επίτευξης στόχων πολιτικής με είδη ενισχύσεων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το Ταμείο Καινοτομίας της Ελληνικής Αναπτυξιακής Τράπεζας, μέσω του οποίου οι επιχειρήσεις ωφελούνται από χαμηλότερες απαιτήσεις εξασφαλίσεων (λόγω της παροχής εγγυήσεων εκ μέρους της ΕΑΤ) και, εφόσον επιτύχουν κριτήρια ESG (περιβαλλοντικά, κοινωνικά και διακυβέρνησης) και καινοτομίας, λαμβάνουν πρόσθετες ενισχύσεις με τη μορφή επιχορηγήσεων κεφαλαίου.
Παράλληλα, οι μορφές χρηματοδότησης που θα υποστηριχθούν από πόρους του ΕΣΠΑ διευρύνονται με τη συμπερίληψη νέων μέσων, όπως οι χρηματοδοτικές μισθώσεις (leasing), οι μικροπιστώσεις (microfinancing) και οι υβριδικές χρηματοδοτήσεις (quasi equity). Η διεύρυνση των μορφών χρηματοδότησης είναι επιθυμητή, καθώς επιτρέπει την καλύτερη αξιοποίηση των δημόσιων πόρων σε όρους μόχλευσης, απορρόφησης και ανακύκλωσης, δηλαδή δημιουργεί τις προϋποθέσεις μεγέθυνσης του πολλαπλασιαστή των δημόσιων πόρων και μεγαλύτερης ωφέλειας για την πραγματική οικονομία.
Διαφορά στα επιτόκια δανεισμού
Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΤτΕ, πέρυσι η διαφορά στα επιτόκια δανεισμού των ελληνικών επιχειρήσεων από τα αντίστοιχα στην ευρωζώνη, είχε μειωθεί περίπου σε 1%, στα χαμηλότερα επίπεδα από το 2008, καθώς οι ελληνικές τράπεζες προχώρησαν σε ήπια αύξηση επιτοκίων.
Ειδικότερα, η απόκλιση μεταξύ Ελλάδος και ζώνης του ευρώ στο μεσοσταθμικό κόστος δανεισμού περιορίστηκε για τις Μη Χρηματοπιστωτικές Επιχειρήσεις σε 118 μονάδες βάσης κατά μέσο όρο το 2023, από 147 μ.β. το 2022.
Η περιοριστική κατεύθυνση της ενιαίας νομισματικής πολιτικής επιδρά ανοδικά στο κόστος των επιμέρους πηγών άντλησης χρηματοδότησης εκ μέρους των ελληνικών πιστωτικών ιδρυμάτων και ακολούθως στα τραπεζικά επιτόκια δανεισμού. Ωστόσο, σειρά ευνοϊκών παραγόντων επέτρεψε οι αυξήσεις στα επιτόκια δανεισμού να είναι πιο περιορισμένες σε σύγκριση με εκείνες των επιτοκίων πολιτικής και των επιτοκίων της αγοράς χρήματος.
Κατ’ αρχάς, οι συνθήκες ρευστότητας των ελληνικών τραπεζών έχουν καλυτερεύσει, όπως καταδεικνύει η επί σειρά ετών αύξηση του λόγου των καταθέσεων πελατών (περιλαμβανομένων των καταθέσεων της γενικής κυβέρνησης) προς τα δάνεια. Η διάρθρωση των στοιχείων του παθητικού των ελληνικών τραπεζών υπέρ των φθηνότερων πηγών χρηματοδότησης, και ειδικότερα η μεγαλύτερη σχετική σημασία των χαμηλότερου κόστους καταθέσεων λιανικής ως πηγής χρηματοδότησης, επέτρεψε τη σύγκλιση των επιτοκίων δανεισμού προς χαμηλότερα επίπεδα.
Στην εξέλιξη αυτή τα τελευταία έτη έχουν συμβάλει επιπροσθέτως η πρόοδος στην εξυγίανση των τραπεζικών ισολογισμών από τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα ‒ η ποιότητα των στοιχείων ενεργητικού και στις τρεις κατηγορίες δανειακών χαρτοφυλακίων έχει βελτιωθεί σημαντικά, καθώς τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα έχουν υποχωρήσει και ως απόθεμα και ως ποσοστό ‒, η βελτίωση του θεσμικού πλαισίου που διέπει την προστασία των δικαιωμάτων των πιστωτών και η ανάπτυξη εναλλακτικών πηγών χρηματοδότησης.
Τέλος, δεν πρέπει να παραβλέπεται η κρίσιμη σημασία της αναβάθμισης της κρατικής πιστοληπτικής αξιολόγησης της Ελλάδος στην επενδυτική κατηγορία, η οποία διευρύνει τις διαθέσιμες πηγές άντλησης χρηματοδότησης εκ μέρους των ελληνικών τραπεζών και περιορίζει το κόστος τους.