Αντιδράσεις προκαλεί η απόφαση της Βρετανίας να ξαναρχίσει τις πωλήσεις όπλων στη Σαουδική Αραβία
- 08/07/2020, 09:57
- SHARE
Η κυβέρνηση της Βρετανίας θα ξαναρχίσει τις πωλήσεις όπλων στη Σαουδική Αραβία, αψηφώντας τις έντονες αντιδράσεις και τις ανησυχίες που εκφράζονται σε διεθνές επίπεδο για τον κίνδυνο να χρησιμοποιηθούν στην εμπόλεμη Υεμένη.
Η υπουργός Διεθνούς Εμπορίου Λιζ Τρας διαβεβαίωσε γραπτώς το κοινοβούλιο ότι η εκτίμηση της κυβέρνησης των Συντηρητικών του Μπόρις Τζόνσον έχει αποτιμήσει πως «δεν υπάρχει σαφής κίνδυνος τα όπλα και ο στρατιωτικός εξοπλισμός που εξάγονται στη Σαουδική Αραβία να χρησιμοποιηθούν στη διάπραξη σοβαρών παραβιάσεων» του διεθνούς ανθρωπιστικού δικαίου.
Ωστόσο στελέχη κομμάτων της αντιπολίτευσης και ακτιβιστές που εναντιώνονται στο εμπόριο όπλων κατήγγειλαν την «ηθικά αδικαιολόγητη» απόφαση αυτή της κυβέρνησης του Ηνωμένου Βασιλείου.
«Άναυδη» για την «υποκρισία» της κυβέρνησης δήλωσε μέσω Twitter η βουλεύτρια του Κόμματος των Πρασίνων Κάρολιν Λούκας. «Το πώς μπορεί ο υπουργός Εξωτερικών τη μια ημέρα να μας λέει ότι το ΗΒ δρα για να επικρατήσει το καλό στον κόσμο, ότι υπερασπίζεται τα ανθρώπινα δικαιώματα, και την επομένη να συναινεί σε αυτό το αίσχος είναι απλά απίστευτο», πρόσθεσε.
Η Λούκας αναφερόταν στην ανακοίνωση του Βρετανού ΥΠΕΞ Ντόμινικ Ράαμπ τη Δευτέρα για τις πρώτες κυρώσεις του τύπου που προβλέπει ο αμερικανικός «νόμος Μαγκνίτσκι» σε βάρος δεκάδων αξιωματούχων στη Ρωσία και στη Σαουδική Αραβία που κατηγορούνται για παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και του διεθνούς ανθρωπιστικού δικαίου.
Η σκιώδης υπουργός Διεθνούς Εμπορίου των Εργατικών (αξιωματική αντιπολίτευση), η Έμιλι Θόρνμπερι, χαρακτήρισε επίσης «ηθικά αδικαιολόγητη». Στηλίτευσε επίσης το ότι η απόφαση αυτή ανακοινώθηκε «την ίδια μέρα που 20 Σαουδάραβες αξιωματούχοι τέθηκαν στον κατάλογο των προσώπων (…) στα οποία επιβάλλει κυρώσεις το Foreign Office για τον ρόλο που διαδραμάτισαν στον φόνο του Τζαμάλ Κασόγκι», του εξόριστου στις ΗΠΑ δημοσιογράφου ο οποίος δολοφονήθηκε «εν μέρει επειδή επέκρινε τη σαουδαραβική συμπεριφορά στην Υεμένη», είναι «τουλάχιστον αντιφατικό» και «υπονομεύει τον ισχυρισμό της κυβέρνησης ότι υπερασπίζεται τα ανθρώπινα δικαιώματα».
Στην τοποθέτησή της, η Τρας ανέφερε πως η κυβέρνηση αξιολόγησε ορισμένα «συμβάντα» που αποτελούσαν «πιθανές παραβιάσεις» και συμπέρανε ότι ήταν μεμονωμένα περιστατικά.
Κατά την υπουργό, το Λονδίνο θεωρεί πως το Ριάντ «έχει αληθινά πρόθεση και τη δυνατότητα να συμμορφωθεί προς» το διεθνές ανθρωπιστικό δίκαιο.
Η απόφαση της κυβέρνησης Τζόνσον να ξαναρχίσει τις εξαγωγές όπλων ακολουθεί περυσινή δικαστική απόφαση που έκρινε ότι οι πωλήσεις όπλων στη Σαουδική Αραβία ήταν παράνομες, διότι δεν είχε γίνει αξιολόγηση των κινδύνων από ανθρωπιστική άποψη. Μετά την απόφαση αυτή το Λονδίνο ανέστειλε τις εξαγωγές όπλων για όσο εκκρεμούσε η αξιολόγηση, όπως όριζε.
Ο Άντριου Σμιθ, στέλεχος της Εκστρατείας Εναντίον του Εμπορίου Όπλων, οργάνωσης που άσκησε έφεση, χαρακτήρισε τη χθεσινή απόφαση της κυβέρνησης «επονείδιστη» και «ηθικά χρεοκοπημένη». Οι αεροπορικοί βομβαρδισμοί στην Υεμένη από μέρους της στρατιωτικής συμμαχίας υπό την ηγεσία της Σαουδικής Αραβίας, υπενθύμισε ο Σμιθ, «έχουν δημιουργήσει τη χειρότερη ανθρωπιστική κρίση στον κόσμο, και η (σ.σ. βρετανική) κυβέρνηση η ίδια παραδέχεται ότι όπλα κατασκευασμένα στο ΗΒ είχαν κεντρικό ρόλο» στις επιχειρήσεις της συμμαχίας.
«Θα μελετήσουμε αυτή τη νέα απόφαση μαζί με τους νομικούς μας συμβούλους και θα εξετάσουμε όλες τις επιλογές που έχουμε στη διάθεσή μας για να την αμφισβητήσουμε», συμπλήρωσε ο Σμιθ.
Η βρετανική νομοθεσία αποκλείει την έγκριση αδειών εξαγωγής όπλων όταν υπάρχει «σαφής κίνδυνος» να χρησιμοποιηθούν κατά τη διάπραξη «σοβαρών παραβιάσεων του διεθνούς ανθρωπιστικού δικαίου».
Η Βρετανία προμήθευσε το 13% των όπλων που εισήγαγε η Σαουδική Αραβία την περίοδο μεταξύ του 2015 και του 2019, ενώ το 73% της το προμήθευσαν οι ΗΠΑ, σύμφωνα με έκθεση του Ινστιτούτου Μελετών της Στοκχόλμης για τη Διεθνή Ειρήνη (SIPRI) που είχε δοθεί στη δημοσιότητα τον Μάρτιο. Η αξία των βρετανικών εξαγωγών όπλων στο βασίλειο του Κόλπου σε ετήσια βάση ανερχόταν σε τουλάχιστον 1,4 δισεκ. δολάρια, κατά πρότερη εκτίμηση του SIPRI.