Από πού θα προκύψει η επόμενη μεγάλη χρηματοπιστωτική κρίση

Από πού θα προκύψει η επόμενη μεγάλη χρηματοπιστωτική κρίση
The seal for the International Monetary Fund is seen in Washington, DC, on January 26, 2022. The Omicron variant of Covid-19 is creating an obstacle course for the global economy, which will slow growth this year, notably in the world's two largest economies, the IMF said January 25, 2022. the IMF cut its world GDP forecast for 2022 to 4.4 percent, half a point lower than the October estimate, due to the "impediments" caused by the latest outbreak, although those are expected to begin to fade in the second quarter of the year. (Photo by OLIVIER DOULIERY / AFP) Photo: AFP
Σύμφωνα με τη McKinsey, τα υπό διαχείριση περιουσιακά στοιχεία των ιδιωτικών αγορών έφτασαν τα 13,1 τρισ. δολάρια στα μέσα του 2023 

Όπως έχει προειδοποιήσει το ΔΝΤ, η άνοδος της ιδιωτικής πίστωσης ενέχει συστημικούς κινδύνους.

Η ανάπτυξη των ιδιωτικών αγορών αποτελεί φαινόμενο. Πράγματι, τα ιδιωτικά κεφάλαια, στα οποία περιλαμβάνονται επιχειρηματικά κεφάλαια, ιδιωτικά μετοχικά κεφάλαια, ιδιωτική πίστωση, υποδομές, εμπορεύματα και ακίνητα, κυριαρχούν πλέον στη χρηματοοικονομική δραστηριότητα. Σύμφωνα με τη McKinsey, τα υπό διαχείριση περιουσιακά στοιχεία των ιδιωτικών αγορών έφτασαν τα 13,1 τρισ. δολάρια στα μέσα του 2023 και αυξάνονται με ρυθμό σχεδόν 20% ετησίως από το 2018.

Για πολλά χρόνια, οι ιδιωτικές αγορές αντλούσαν περισσότερα κεφάλαια από τις δημόσιες, όπου η συρρίκνωση λόγω επαναγοράς μετοχών και εξαγορών δεν αντισταθμίστηκε από τον μειούμενο όγκο νέων εκδόσεων. Η δυναμική των ιδιωτικών αγορών σημαίνει ότι οι εταιρείες μπορούν να παραμείνουν ιδιωτικές επ’ αόριστον, χωρίς να ανησυχούν για την πρόσβασή τους σε κεφάλαια.

Ένα από τα αποτελέσματα αυτής της τάσης είναι η σημαντική αύξηση του ποσοστού της αγοράς μετοχών και της οικονομίας που παραμένει αδιαφανές για τους επενδυτές, τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής και το κοινό. Σημειώνεται ότι οι απαιτήσεις δημοσιοποίησης βασίζονται κυρίως σε συμβατικές ρυθμίσεις και όχι σε κανονισμούς. Μεγάλο μέρος αυτής της ανάπτυξης έχει σημειωθεί στο πλαίσιο των εξαιρετικά χαμηλών επιτοκίων από την οικονομική κρίση του 2007-08.

Η McKinsey επισημαίνει ότι περίπου τα δύο τρίτα της συνολικής απόδοσης για συμφωνίες εξαγοράς που έγιναν το 2010 ή αργότερα και ολοκληρώθηκαν το 2021 ή νωρίτερα μπορούν να αποδοθούν σε γενικότερες κινήσεις στις αποτιμήσεις της αγοράς και στη μόχλευση, παρά στη βελτίωση της λειτουργικής αποδοτικότητας.

Σήμερα, αυτές οι απροσδόκητες αποδόσεις δεν είναι πλέον διαθέσιμες. Το κόστος δανεισμού έχει αυξηθεί λόγω της αυστηρότερης νομισματικής πολιτικής και οι διαχειριστές ιδιωτικών κεφαλαίων αντιμετωπίζουν δυσκολίες στην πώληση εταιρειών του χαρτοφυλακίου τους σε ένα λιγότερο ευνοϊκό περιβάλλον αγοράς. Ωστόσο, οι θεσμικοί επενδυτές δείχνουν ολοένα αυξανόμενη όρεξη για μη ρευστοποιήσιμες εναλλακτικές επενδύσεις, ενώ οι μεγάλοι διαχειριστές περιουσιακών στοιχείων επιδιώκουν να προσελκύσουν πλούσιους ιδιώτες επενδυτές σε αυτόν τον τομέα.

Με τις δημόσιες αγορές μετοχών να βρίσκονται κοντά σε ιστορικά υψηλά επίπεδα, τα ιδιωτικά κεφάλαια θεωρούνται ότι προσφέρουν καλύτερη έκθεση στην καινοτομία, με δομή ιδιοκτησίας που εξασφαλίζει μεγαλύτερη εποπτεία και λογοδοσία από τον εισηγμένο τομέα.

Παράλληλα, το ήμισυ των κεφαλαίων που ερωτήθηκαν από το Official Monetary and Financial Institutions Forum (OMFIF), ένα think tank του Ηνωμένου Βασιλείου, δήλωσε ότι αναμένει να αυξήσει την έκθεσή του στην ιδιωτική πίστωση τους επόμενους 12 μήνες – ποσοστό που αυξήθηκε από περίπου το ένα τέταρτο πέρυσι. Ταυτόχρονα, οι πολιτικοί, κυρίως στο Ηνωμένο Βασίλειο, προωθούν την τάση αυτή, ενθαρρύνοντας τα συνταξιοδοτικά ταμεία να επενδύσουν σε πιο επικίνδυνα περιουσιακά στοιχεία, συμπεριλαμβανομένων των υποδομών. Σε όλη την Ευρώπη, οι ρυθμιστικές αρχές χαλαρώνουν τους κανόνες ρευστότητας και τα ανώτατα όρια τιμών στα συνταξιοδοτικά σχέδια καθορισμένων εισφορών.

Το αν οι επενδυτές θα αποκομίσουν πλεονέκτημα ρευστότητας σε αυτές τις αγορές παραμένει αμφίβολο. Κοινή έκθεση της Amundi και της Create Research επισημαίνει τα υψηλά τέλη και τις χρεώσεις στις ιδιωτικές αγορές. Περιγράφει επίσης την αδιαφάνεια στη διαδικασία επένδυσης και αξιολόγησης της απόδοσης, τα υψηλά κόστη εξόδου, τη μεγάλη διακύμανση στις τελικές αποδόσεις και το υψηλό επίπεδο μη επενδυμένων κεφαλαίων που περιμένουν να αξιοποιηθούν. Η έκθεση προειδοποιεί ότι οι τεράστιες εισροές σε εναλλακτικά περιουσιακά στοιχεία θα μειώσουν τις αποδόσεις.

Υπάρχουν επίσης ευρύτερα οικονομικά ερωτήματα σχετικά με την άνθηση των ιδιωτικών αγορών.

Δεν χρειάζεται ιδιαίτερη φαντασία…

Όπως έχει επισημάνει η Allison Herren Lee, πρώην επίτροπος της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς των ΗΠΑ (SEC), οι ιδιωτικές αγορές εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από την ικανότητα να επωφελούνται από τη διαφάνεια των πληροφοριών και των τιμών στις δημόσιες αγορές. Ωστόσο, καθώς οι δημόσιες αγορές συνεχίζουν να συρρικνώνονται, μειώνεται και η αξία αυτής της «επιχορήγησης». Η αδιαφάνεια των ιδιωτικών αγορών θα μπορούσε επίσης να οδηγήσει σε κακή κατανομή κεφαλαίου, σύμφωνα με την Herren Lee. Επιπλέον, το μοντέλο των ιδιωτικών επενδυτικών κεφαλαίων δεν είναι ιδανικό για ορισμένους τύπους επενδύσεων σε υποδομές, όπως δείχνει η εμπειρία της βρετανικής βιομηχανίας ύδρευσης.

Η Lenore Palladino και ο Harrison Karlewicz από το Πανεπιστήμιο της Μασαχουσέτης υποστηρίζουν ότι οι διαχειριστές περιουσιακών στοιχείων είναι το χειρότερο είδος ιδιοκτητών για αγαθά ή υπηρεσίες με μακροπρόθεσμο χαρακτήρα. Αυτό συμβαίνει επειδή δεν έχουν κίνητρο να θυσιάσουν κέρδη βραχυπρόθεσμα για μακροπρόθεσμες καινοτομίες. Μεγάλο μέρος της δυναμικής πίσω από τη στροφή προς τις ιδιωτικές αγορές είναι ρυθμιστικό.

Οι αυστηρότερες απαιτήσεις κεφαλαιακής επάρκειας στις τράπεζες μετά την οικονομική κρίση οδήγησαν τη δανειοδότηση σε πιο χαλαρά ρυθμιζόμενα μη τραπεζικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα. Αυτό δεν ήταν απαραίτητα κακό, καθώς παρείχε νέες πηγές πίστωσης για μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Ωστόσο, οι σχετικοί κίνδυνοι είναι πιο δύσκολο να εντοπιστούν. Σύμφωνα με την Palladino και τον Karlewicz, τα ιδιωτικά κεφάλαια ενέχουν ένα μοναδικό σύνολο δυνητικών συστημικών κινδύνων για το ευρύτερο χρηματοπιστωτικό σύστημα, λόγω της σχέσης τους με τον ρυθμιζόμενο τραπεζικό τομέα, της αδιαφάνειας των όρων δανείων, της μη ρευστοποιήσιμης φύσης των δανείων και των πιθανών αναντιστοιχιών ωριμότητας με τις ανάγκες των περιορισμένων εταίρων (επενδυτών) για ανάληψη κεφαλαίων.

Από την πλευρά του, το ΔΝΤ έχει υποστηρίξει ότι η ταχεία ανάπτυξη της ιδιωτικής πίστωσης, σε συνδυασμό με τον αυξανόμενο ανταγωνισμό από τις τράπεζες για μεγάλες συμφωνίες και την πίεση για αξιοποίηση κεφαλαίων, μπορεί να οδηγήσει σε επιδείνωση των όρων τιμολόγησης και μη τιμολόγησης, όπως η χαλάρωση των προτύπων δανειοδότησης, αυξάνοντας τον κίνδυνο  ζημιών στο μέλλον. Δεν χρειάζεται, λοιπόν, ιδιαίτερη φαντασία για να μαντέψει κανείς από πού θα μπορούσε να προκύψει η επόμενη χρηματοπιστωτική κρίση.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ: