Archisearch Lifetime Achievement Awards 2025

Archisearch Lifetime Achievement Awards 2025
Ντίνα Βαΐου, Μάνος Περράκης, Κώστας Τσόκλης: 3 πρωτοπόροι δημιουργοί, δυο αρχιτέκτονες και ένας εικαστικός, βραβεύονται στη σκηνή της ημερίδας ΕΣΩ.

EMBRACING CHAOS IN A SMART WORLD: η ημερίδα ΕΣΩ, ο κορυφαίος θεσμός για την αρχιτεκτονική και το design που κάθε χρόνο συγκεντρώνει τους σημαντικότερους εκπροσώπους της εγχώριας και διεθνούς δημιουργικής σκηνής, επιστρέφει, για 13η συνεχόμενη χρονιά, την Τετάρτη 7 Μαΐου 2025 στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών. Η δημιουργία περιεχομένου είναι από το περιοδικό Archisearch με διεύθυνση παραγωγής και καλλιτεχνική επιμέλεια από την Design Ambassador.

Στα πλαίσια της ΕΣΩ 2025 έρχεται και η έκτη διοργάνωση των βραβείων Archisearch Lifetime Achievement Awards τα οποία τιμούν σημαντικές προσωπικότητες της εγχώριας σκηνής για τη συνολική συνεισφορά τους στην ελληνική αρχιτεκτονική και καλλιτεχνική θεωρία και πρακτική. Ο φετινός απονεμητής της διοργάνωσης, αρχιτέκτονας και καθηγητής, Παναγιώτης Πάγκαλος παραδίδει τα βραβεία Συνολικής Προσφοράς του Archisearch στην Ντίνα Βαΐου, την αρχιτέκτονα και ομότιμη καθηγήτρια του ΕΜΠ στον Τομέα Πολεοδομίας & Χωροταξίας, που μας έμαθε πως οι έννοιες χώρος, πόλη και φύλο σχετίζονται δυναμικά και άμεσα, στον αρχιτέκτονα Μάνο Περράκη, που συνέδεσε, άρρηκτα, το όνομά του με την τέχνη του θεάτρου, και στον ανατρεπτικό εικαστικό, Κώστα Τσόκλη.

Τα Βραβεία Συνολικής Προσφοράς Archisearch έχουν απονεμηθεί, από το 2019 μέχρι σήμερα, σε πλήθος εξεχουσών εγχώριων προσωπικοτήτων, στα πεδία της αρχιτεκτονικής και της τέχνης, μεταξύ των οποίων οι Γιάννης Τσεκλένης, Θεοδόσης Τάσιος, Κωνσταντίνος Δεκαβάλλας, Νέλλα Γκόλαντα, Σέβα Καρακώστα, Δημήτρης Φιλιππίδης, Δημήτρης Αντωνακάκης, Ρένα Παπασπύρου, Τάσος Μπίρης, Μανόλης Κορρές, Ελένη Βερναδάκη κ.α.

-γράφει η Μελίνα Αρβανίτη-Πολλάτου

Η προπώληση εισιτηρίων ξεκίνησε. Κλείστε τώρα τα εισιτήριά σας, εδώ!

Ντίνα Βαΐου

Σε τι πόλεις θα ζούσαμε, αν μέσα τους δεν εργάζονταν απλήρωτα και αθέατα, γυναίκες;

Μέσα σε αυτή την απλή, ουσιαστική μα καθόλου προφανή ερώτηση συνοψίζεται η τεράστια, καινοφανής συνεισφορά της αρχιτεκτόνισσας, πολεοδόμου, καθηγήτριας, ερευνήτριας, συγγραφέως μα πάνω απ’ όλα δασκάλας Ντίνας Βαΐου ή αλλιώς της γυναίκας που συνέδεσε την έννοια του χώρου με την δυναμική έννοια του φύλου στην Ελλάδα. Κολωνός, Πέραμα, Κυψέλη και Ηλιούπολη είναι μερικές μόνο από τις αστικές ψηφίδες που συγκροτούν την εξαιρετικά πρωτοποριακή, διεισδυτική και γεμάτη ιστορικό βάθος και ενσυναίσθηση προσέγγιση της για την έμφυλη διάσταση συγκρότησης του αστικού τοπίου.

«Όταν η πόλη κοιμάται – ανεξάρτητα από το στάδιο της συγκρότησής της – κάποιο πλυντήριο δουλεύει, κάποια χέρια απλώνουν τη μπουγάδα, ανακατεύουν μια κατσαρόλα, σιδερώνουν τα ρούχα της οικογένειας. Μέσα από το έργο μου, ήθελα να αναδείξω το πόσο σημαντική είναι για την ίδια την πόλη αυτή η απλήρωτη και αθέατη εργασία. Παρόλα αυτά οι γυναικείες ομάδες που διεκδίκησαν τον μισθό της νοικοκυράς αντιμετωπίστηκαν σαν καρικατούρα.»

Γεννημένη και αναθρεμμένη, μέχρι τα 17 της χρόνια, στην ιστορική γειτονιά του Κολωνού στην Αθήνα, η Ντίνα Βαΐου κατανόησε από νωρίς ότι η γνώση ενσταλάσσεται, μέσα μας, βιωματικά όταν στην Δ’ δημοτικού αφήνει πίσω της το σχολείο της γειτονιάς για το Αρσάκειο Ψυχικού μαθαίνοντας, ιδίοις όμμασι, τι σημαίνει κοινωνική ανισότητα. 

«Ο Κολωνός αποτελεί (παραφράζοντας τον Ι. Καλβίνο) τη “γειτονιά που υπονοείται” στις μετέπειτα αναζητήσεις μου, αλλά και ένα πεδίο σημαντικής κοινωνικής εμπειρίας, πτυχές της οποίας συνεχίζω να ανακαλύπτω μελετώντας την πόλη.»

Ξεκινώντας από μια αμιγώς προσωπική σκοπιά, η Ντίνα Βαΐου αποτελεί πρωτογενή πηγή έμπνευσης, αναστοχασμού και ερμηνείας για το τί σημαίνει να είσαι γυναίκα, εντός και εκτός της αρχιτεκτονικής κοινότητας, από το χθες μέχρι το, διαρκώς ανατροφοδοτούμενο, σήμερα. Τοποθετώντας, ευθύς εξαρχής, την αρχιτεκτονική στο φυσικό της περιβάλλον, που δεν είναι άλλο από το εκάστοτε τρέχον, πολυδιάστατο κοινωνικοπολιτικό γίγνεσθαι, η Ντίνα Βαΐου έφερε το πρόταγμα του αμερικανικού φεμινισμού, των δεκαετιών του ’60 και ’70, «το προσωπικό είναι πολιτικό» στον τρόπο που μελετάμε το σύνθετο φαινόμενο που ονομάζουμε πόλη στις αρχιτεκτονικές σχολές.

Απόφοιτη και η ίδια του Τμήματος Αρχιτεκτονικής του ΕΜΠ (1969-1974), η Ντίνα Βαΐου είναι, σήμερα, ομότιμη καθηγήτρια του ΕΜΠ στον Τομέα Πολεοδομίας και Χωροταξίας, έχοντας περάσει το μεγαλύτερο μέρος της επαγγελματικής της ζωής, όπως αναφέρει, ως μέλος του διδακτικού προσωπικού της Σχολής Αρχιτεκτόνων. Εκεί, από το 1982 έως το 2019 δίδαξε, κυρίως, μαθήματα αστικής ανάλυσης, αστικού σχεδιασμού και έμφυλων προσεγγίσεων του χώρου ενσταλάζοντας, για 37 ολόκληρα χρόνια, την συνειδητοποίηση ότι η αρχιτεκτονική δεν αφορά, κυρίαρχα, τον σχεδιασμό και την παραγωγή κτηρίων αλλά την σύνθεση, διαχείριση και ενεργοποίηση μικρών και μεγάλων, πάντα δυναμικών, κοινωνικών και διαπροσωπικών, χωρικών σχέσεων.

«Σπούδασα Αρχιτεκτονική στο ΕΜΠ, στα χρόνια της δικτατορίας και του “Πολυτεχνείου“, με όλα όσα αυτό σημαίνει για τις ζωές όσων βρεθήκαμε “τότε” “εκεί“ και δίδαξα στο ίδιο Τμήμα Αρχιτεκτονικής από το 1982. Μετά την πτώση της δικτατορίας, ακολούθησε μια περίοδος έντονης πολιτικοποίησης και ανάπτυξης –μεταξύ  άλλων– ενός ριζοσπαστικού πανεπιστημιακού κινήματος που οδήγησε σε σημαντικές ανακατατάξεις στα ελληνικά πανεπιστήμια.»

Στα, πάντα πολυπληθή, μαθήματα και εργαστήρια, που επέβλεψε και δίδαξε, το πρώτο πράγμα που αντιλαμβανόσουν ήταν η διαδικασία ζύμωσης μιας ετερόκλητης, μα πάντα συνεκτικής, μαθησιακής κοινότητας, μιας γειτονιάς με στόχο την έρευνα, την ανάπτυξη κριτικής ικανότητας και την αυτορρύθμιση. Η Ντίνα Βαΐου σε μάθαινε, από νωρίς, ότι η ενασχόληση με την αρχιτεκτονική είναι μια τέχνη του χώρου που ως τέτοια απαιτεί να εμπλέκεσαι προσωπικά. Υπό αυτή την έννοια, τα μαθήματά της αποκάλυπταν ότι σχεδιασμός σημαίνει να παίρνεις θέση, να αναλαμβάνεις την ευθύνη, να αξιολογείς το πριν για να σμιλέψεις το μετά.

«Ακόμα και αν (οι γυναίκες) δεν έφτιαξαν τις πόλεις με τα χέρια τους, που πολλές φορές κι αυτό συνέβη, τουλάχιστον συνέβαλαν στο να γίνουν οι πόλεις αυτές βιώσιμες, κατοικημένες. (Μιλώντας για την έρευνά της στο Πέραμα) Άντε να κατοικήσεις σε ένα απλό στέγαστρο, στο οποίο δεν υπήρχε ούτε φως ούτε νερό –για τουαλέτα ας μη συζητήσουμε – και τα πάντα είναι μακριά. Πες ότι φτιάχνεται κάπου ένα συγκρότημα κατοικιών και γίνεται μια επένδυση κεφαλαίου, υποδομών, τα πάντα: αν αυτό δεν κατοικηθεί, δεν αποτελεί κομμάτι της πόλης. Είναι ένα πράγμα στο οποίο κάποιος πέταξε χρήματα, χωρίς να πραγματοποιηθεί το κέρδος του.»

Το ζήτημα του φύλου έρχεται στο επίκεντρο της επιστημονικής αναζήτησης της Βαΐου, στα μέσα της δεκαετίας του ’70, οπότε πραγματοποιεί τις μεταπτυχιακές σπουδές της πάνω στον αστικό σχεδιασμό στο UCLA στην Αμερική. Εκεί, όπως δηλώνει, ήρθε «σε επαφή με τις θεωρητικές αναζητήσεις των μαρξιστών, για ζητήματα χώρου, με τους προβληματισμούς των λατινοαμερικάνων κοινωνικών επιστημόνων και πολεοδόμων για την “ανάπτυξη της υπανάπτυξης” και με την ομάδα “Women in Planning”». Επιστρέφοντας στην Ευρώπη και συγκεκριμένα στο Λονδίνο για την εκπόνηση της διδακτορικής διατριβής της στο University College (1985-1990), με επιβλέποντα τον Michael Edwards, έρχεται σε επαφή με την δουλειά των Άγγλων γεωγράφων και την ομάδα του Ινστιτούτου Βρετανών Γεωγράφων (IBG), “Women in Geography”, που επεξεργάζεται φεμινιστικές προσεγγίσεις του χώρου διεκδικώντας καλύτερους επαγγελματικούς όρους για τις γυναίκες γεωγράφους. Αυτά τα χρόνια, προσδίδουν, έντονο, το φεμινιστικό πρόσημο στη ζωή και στο έργο της κατευθύνοντας την προσέγγισή της για την μελέτη της πόλης από μια, καθαρά, έμφυλη σκοπιά. Από το 1975, η Ντίνα Βαΐου είναι σύντροφος, στη ζωή και στην επιστήμη, με τον ριζοσπάστη πολεοδόμο, οικονομικό γεωγράφο, συγγραφέα και ακαδημαϊκό Κωστή Χατζημιχάλη με τον οποίο έχουν αποκτήσει δύο κόρες, την Ειρήνη και την Μυρτώ.

«Ξεκινάω από τις μικροϊστορίες των ανθρώπων για να ξαναδώ αυτά που μαθαίνουμε ή λέμε με άλλους τρόπους – έστω και καθυστερημένα – για την πόλη.»

Πριν το διδακτορικό και την ακαδημαϊκή πορεία στο ΕΜΠ, η Βαΐου εργάζεται για μια δεκαετία, ως αρχιτέκτων, στο Εργαστήριο 66, του Δημήτρη και της Σουζάνας Αντωνακάκη, με τους οποίους μοιράζεται, σε ό,τι κάνει, την ευαισθησία, την ευθύνη και το ήθος. Η συμμετοχή της σε μελέτες κατοικιών, δημόσιων κτηρίων και σε αρχιτεκτονικούς διαγωνισμούς την τοποθετεί στο επίκεντρο της ελληνικής πραγματικότητας με έμφαση στο 1978 που εργάζεται στην τότε Γενική Διεύθυνση Οικισμού (ΥΠΕΧΩΔΕ) για τη μελέτη και εφαρμογή προγράμματος πεζοδρόμων στο κέντρο της Αθήνας. Η διαδρομή της στο Πολυτεχνείο ξεκίνησε, το 1982, ως επιστημονική συνεργάτης στην τότε Έδρα Αρχιτεκτονικών Συνθέσεων (καθ. Δ. Ζήβας) και συνεχίστηκε, από το 1984, στον Τομέα Πόλη και Κοινωνικές Πρακτικές (μετέπειτα Πολεοδομίας και Χωροταξίας) όπου εντάχθηκε, από το 2005, σε βαθμίδα καθηγήτριας με αντικείμενο την ανάλυση του χώρου και τις σπουδές φύλου. Το 1989, συμμετέχει ως ιδρυτικό μέλος στο Κέντρο Κέντρου Γυναικείων Μελετών και Ερευνών ΔΙΟΤΙΜΑ όπου αναπτύσσει ενεργό δράση μέχρι το 1994. 

«Ένας άνθρωπος που είναι κάτω των 30 δεν έχει δει ποτέ στη ζωή του την Αθήνα χωρίς μετανάστες. Ξέρει, δηλαδή, πολύ καλά ότι στο διπλανό διαμέρισμα μπορεί να υπάρχουν άνθρωποι που ντύνονται διαφορετικά, που μαγειρεύουν αλλιώς άρα μυρίζει αλλιώς, και αυτό, στο τέλος, γίνεται κανονικότητα για τη νεότερη γενιά.»

Η Ντίνα Βαΐου έχει δημοσιεύσει μεγάλο αριθμό άρθρων και βιβλίων στην Ελλάδα και στο εξωτερικό μεταξύ των οποίων ξεχωρίζουμε τα: Η αθέατη εργασία των γυναικών στη συγκρότηση της πόλης (2021), Ο Χώρος στην αριστερή σκέψη (μαζί με τον Κ. Χατζημιχάλη, 2012), Μετα-τοπίσεις: Φύλο, διαφορά και αστικός χώρος (Συλλογική έκδοση, 2009), Μετασχηματισμοί του χώρου- κοινωνικές και πολιτισμικές διαστάσεις (Συλλογική έκδοση, 2009). Είναι μέλος επιστημονικών ομάδων και συλλόγων ενώ έχει διατελέσει μέλος της συντακτικής επιτροπής των περιοδικών European Planning Studies, Gender, Place and Culture, European Journal of Women’s Studies, Antipode, Social and Cultural Geography, Γεωγραφίες.

Ιδιαίτερη μνεία αξίζει στο συλλογικό τόμο «Έμφυλες προσεγγίσεις στη μελέτη της πόλης: συνομιλίες με το έργο της Ντίνας Βαΐου» (2023), σε επιμέλεια Ά. Καλαντίδη, Μ. Μαντουβάλου, Ε. Μίχα και Μ. Στρατηγάκη, που εκφράζει την στάση ζωής που αναδεικνύεται από την πλούσια πολιτική δράση, την έρευνα και τη διδασκαλία της Ντ. Βαΐου. Μια πολυπληθής ομάδα συγγραφέων-ερευνητριών/τών που μαθήτευσαν ή/και συνεργάστηκαν μαζί της, σε διάφορους χώρους και χρόνους, συνομιλούν με το πολυσχιδές έργο της, επισημαίνοντας τη συμβολή του στις επιστήμες και τη διδακτική του «χώρου και φύλου», αλλά και την ανάγκη να κρατηθεί σε συνεχή εγρήγορση αυτή η επιστημονική και ερευνητική συνάντηση.

Μάνος Περράκης 

Για τον αρχιτέκτονα Μάνο Περράκη, δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι είναι ο άνθρωπος που διαμόρφωσε τον τρόπο που βλέπουμε θεατρικές παραστάσεις στην Ελλάδα. Αν η αρχιτεκτονική, ως τέχνη και τεχνική, φαντάζεται, σχεδιάζει και υλοποιεί με οδηγό το σώμα – αυτό που όρισε ως modulor ο Le Corbusier – τότε η αρχιτεκτονική του Περράκη πραγματώθηκε με οδηγό το θεατρικό σώμα, το συλλογικό μας κορμί.

Γεννημένος στο Ηράκλειο Κρήτης, ο Περράκης εκδήλωσε, από μικρός, μια μαγνητική έλξη προς τις τέχνες και τον πολιτισμό βρίσκοντας παιδί τον εαυτό του να ποδηλατεί, καθημερινά, στην Κνωσό εξαιτίας «μιας περίεργης μανίας», όπως την περιγράφει, να παρακολουθεί τους ζωγράφους που δούλευαν στις αναστηλώσεις του αρχαιολογικού χώρου. Σπουδάζει αρχιτεκτονική στην Ακαδημία Εφαρμοσμένων Τεχνών της Βιέννης, στα μέσα του 20ου αιώνα, και επιστρέφει στην Ελλάδα, αρχές δεκαετίας του ’60, όπου εργάζεται, για δυο χρόνια, στο γραφείο του σπουδαίου «δασκάλου με μεγάλο ήθος», Ιωάννη Δεσποτόπουλου, συμμετέχοντας στις επιβλέψεις των κατασκευών σημαντικών τοπόσημων της πρωτεύουσας όπως το Ωδείο Αθηνών και το κτήριο του Ερυθρού Σταυρού. Αφήνει την προοπτική μεταπτυχιακών σπουδών στο Παρίσι «για χατίρι της Ακρόπολης», όπως λέει χαρακτηριστικά, και ανοίγει το προσωπικό, θρυλικής φήμης, αρχιτεκτονικό του γραφείο στην Πλάκα που λειτούργησε, έως το 2010, ως κυψέλη δημιουργικών ζυμώσεων και κοινός τόπος συναναστροφών και συνδιαλλαγών των καλλιτεχνών, των διανοούμενων και των πνευματικών ανθρώπων της χώρας. 

«Εντελώς διαφορετικά σχεδιάζονται τα θέατρα που είναι για το κοινό, εκεί όπου υπάρχει μια δημόσια σχέση – για παράδειγμα στο Εθνικό. Εκεί το σχέδιο θα γίνει έτσι ώστε να μπορεί να δουλέψει κάθε σκηνοθέτης, θα είναι ένας χώρος που ανταποκρίνεται σε όλες τις τάσεις. Υπάρχουν και θέατρα που είναι για έναν άνθρωπο με όραμα. Πρόκειται για εντελώς προσωπικά και ιδιωτικά θέατρα και αυτά, για να τα σχεδιάσεις, πρέπει να ζήσεις και να μάθεις τον άνθρωπο, να καταλάβεις τι θέλει και να το πραγματώσεις»

Ασπρόμαυρες φωτογραφίες του Μάνου Περράκη, δίπλα στη Μελίνα Μερκούρη και στον Κάρολο Κουν, για τον οποίο ο αρχιτέκτονας σχεδίασε το Θέατρο Τέχνης της οδού Φρυνίχου στην Πλάκα, τοποθετούνται δίπλα από την απολύτως πρωτοποριακή, για την εποχή της, Νέα Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου όπου εισήγαγε, για πρώτη φορά, στην Ελλάδα ένα μοντέλο διαφορετικό από την ιταλική σκηνή που, δυστυχώς, δεν σώζεται μέχρι σήμερα.

«Το πρώτο θέατρο που έφτιαξα στην Αθήνα το 1970 ήταν η Νέα Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου αλλάζοντας το κλασικό ιταλικό πρότυπο και παρέχοντας την δυνατότητα να αλλάζει η διάταξη της αίθουσας και οι θέσεις των θεατών με δώδεκα διαφορετικούς τρόπους.»

Το 1973, την χρονιά που έφυγε από την ζωή η Κατίνα Παξινού, ο Αλέξης Μινωτής, «ακρωτηριασμένος κυριολεκτικά» από τον θάνατό της όπως τον περιγράφει ο Περράκης, επισκέπτεται, καθημερινά, το γραφείο της Πλάκας συζητώντας με τον αρχιτέκτονα για το κρητικό θέατρο. Αυτός είναι ο τόπος και ο χρόνος που δημιουργείται η Εταιρεία Θεάτρου Κρήτης από τον αρχιτέκτονα Μάνο Περράκη, τον ηθοποιό, με καταγωγή την Κρήτη, Αλέξη Μινωτή και τον πρωτοποριακό σκηνογράφο Κλεόβουλο Κλώνη ο οποίος αποτέλεσε τον πρώτο σκηνογράφο, παγκοσμίως, στην ιστορία του δυτικού θεάτρου που ανέλαβε να επιλύσει τα σκηνογραφικά προβλήματα της αναβίωσης του αρχαίου δράματος, τη δεκαετία του 1930, στα αρχαία θέατρα της Επιδαύρου, των Δελφών και του Ηρωδείου.

«Κατεβήκαμε να κάνουμε τα θέατρα της Κρήτης, έναν οργανισμό στον οποίο συμμετείχαν όλοι οι νομοί με έδρα τα Χανιά. Έγινε πρώτα το θέατρο των Χανίων, ακολούθησε του Ρεθύμνου και μετά τα άλλα. Ήταν μια φοβερή εμπειρία, άφησα το γραφείο εδώ και τους ακολούθησα, και αυτή ήταν η πρώτη μου άμεση σχέση με την κατασκευή του θεάτρου και με το όλο πράγμα. Χάρη σε αυτήν τη δουλειά μας γνωρίστηκα καλύτερα με τον Μάνο Χατζιδάκι, με τον Κουν και με όλον αυτόν τον κύκλο.»

Ο Περράκης ταξιδεύει, με τον Μινωτή, στην Κρήτη κι εκεί αποκρυσταλλώνεται η εξειδίκευσή του στο σχεδιασμό θεάτρων, εφόσον θα ακολουθήσουν άλλες, περίπου, τριάντα θεατρικές σκηνές στην Ελλάδα και το εξωτερικό, ενώ γεννιέται και η ιδέα του Πλωτού Θεάτρου.  

«Οι Κρητικοί είχαν καράβια και είχα την ιδέα να μετατρέψω ένα παροπλισμένο πλοίο σε πλωτό θέατρο που θα ταξίδευε από νησί σε νησί με τον θίασο για να κάνει παραστάσεις ή να παίρνει μέρος στα φεστιβάλ που γίνονταν στη Μεσόγειο. Σχεδίασα τις μετατροπές, οι καμπίνες θα ήταν καμαρίνια, θα είχε εργαστήρια, φουαγέ και πλήρη εξοπλισμό.»

Καθ’ όλη τη διάρκεια της πορείας του, κεντρικό στοιχείο στο σχεδιασμό του Περράκη υπήρξε η καινοτομία. Είναι ο πρώτος που έφτιαξε θέατρο black box στην Ελλάδα και έβαλε τον σύγχρονο θεατή να μπαίνει στη θέση του από την «κουζίνα του θεάτρου» όπως συμβαίνει στο Θέατρο Τέχνης στη Φρυνίχου και όπως συμβαίνει στην Επίδαυρο.

«Ο θεατής μπαίνει από την πίσω πλευρά της σκηνής, περνά το φουαγέ, συναντά το σκηνικό, που είναι από χαρτόνια και λινάτσες, απλά υλικά· το απομυθοποιεί σχεδόν, έρχεται σε επαφή με την κουζίνα του θεάτρου πρώτα και έπειτα φτάνει στη θέση του. Όταν σβήνουν τα φώτα και αρχίζει η παράσταση, συντελείται το θαύμα. Η λινάτσα γίνεται μετάξι και αρχίζει το παραμύθι αυτού του μαγικού κόσμου των μεταμορφώσεων.»

Πέρα από καινοτόμος και πρωτοποριακός, ο σχεδιασμός του Μάνου Περράκη υπήρξε, καταρχήν, προσωποκεντρικός. Οι άνθρωποι καθορίζουν και οδηγούν τα έργα και όχι το αντίστροφο. Υπό αυτή την έννοια, η φιλία υπήρξε η γενεσιουργός δύναμη πίσω από την αρχιτεκτονική του Περράκη. Από το σχεδιασμό του σπιτιού του Μάνου Χατζιδάκι μέχρι το θέατρο στην πλατεία Σταδίου, που σχεδίασε για τον σπουδαίο μουσικοσυνθέτη, το οποίο, δυστυχώς, δεν λειτούργησε, για το κοινό, ποτέ μέχρι το «Σχολείον» της Ειρήνης Παππά, που σήμερα στεγάζει τη δραματική σχολή του Εθνικού Θεάτρου, ο Μάνος Περράκης σχεδίαζε σκηνοθετώντας τον εσωτερικό ρυθμό, τις ευαισθησίες και τις ανησυχίες των φίλων του.

«Δούλευα σκηνοθετώντας κατά κάποιον τρόπο τον Κουν, σκεφτόμουν δηλαδή τι θα κάνει στη μία ή την άλλη περίπτωση. Υπήρξε ένα πλέγμα προβληματισμών, μια ζύμωση διαρκής. Όμως, στα εγκαίνια της Φρυνίχου ο Κουν μου είπε: Μάνο, δεν θα ανεβάσω ποτέ εδώ παράσταση γιατί έχω συνηθίσει το χαμηλό ταβάνι. Θα πρέπει να ξαναρχίσω από την αρχή.»

Για το «Σχολείον» της Ειρήνης Παππά επί της λεωφόρου Πειραιώς στο Μοσχάτο, ο Περράκης δούλεψε σε επιφάνεια 7,5 στρεμμάτων εντός κτιριακού συγκροτήματος 5.000 τετραγωνικών μέτρων που είχε κατασκευαστεί ως νοσοκομείο, στις πρώτες δεκαετίες του νεοσύστατου ελληνικού κράτους, στη συνέχεια εγκαταλείφθηκε και αργότερα λειτούργησε ως βιομηχανικός χώρος στεγάζοντας από εργοστάσιο κινίνου έως εργοστάσιο της Σάνιτας. Κι εδώ, στην μεγάλη κλίμακα, ο Περράκης λειτούργησε με οδηγό το όραμα του ανθρώπου που είχε απέναντί του και τον εμπιστεύθηκε δημιουργώντας ένα εντυπωσιακό αμφιθέατρο 500 θέσεων, σκαμμένο ολοκληρωτικά μέσα στο δάπεδο του κτιρίου, με επένδυση μαύρης πέτρα που διάλεξε η Ειρήνη Παππά από τη Ρόδο.

«Η Παππά ήθελε να φτιάξει ένα συγκρότημα όπου θα μπορούσε κανείς να σπουδάσει θέατρο και χορό μαθαίνοντας την τέχνη της τέχνης του.»

Έχοντας διανύσει μια μοναδική επαγγελματική πορεία 60 ετών, ο Μάνος Περράκης δημιούργησε επαγγελματικές συνεργασίες και σχέσεις ζωής με μερικές από τις σπουδαιότερες προσωπικότητες του ελληνικού θεάτρου, του πνεύματος και της μουσικής, σχεδίασε 26 θέατρα, υλοποιημένα ή μη, και μερικά από τα πλέον σημαντικά μουσεία της χώρας. Είναι ο αρχιτέκτονας που ανέλαβε την ανάπλαση και επέκταση του Βυζαντινού και Χριστιανικού Μουσείου της Αθήνας το οποίο στεγάζεται, από το 1930 μέχρι σήμερα, στην Βίλα Ιλίσσια ή αλλιώς στο Μέγαρο της Δούκισσας της Πλακεντίας, επί της λεωφόρου Βασιλίσσης Σοφίας, και απαρτίζεται από τέσσερα κτήρια, με αρχική κατασκευή μεταξύ 1840-1848, σε σχεδιασμό του αρχιτέκτονα Σταμάτη Κλεάνθη. Η ανάπλαση του μουσείου πραγματοποιήθηκε σύμφωνα με τις σχεδιαστικές αρχές του Μάνου Περράκη: με σεβασμό και ενσυναίσθηση για το ήδη υπάρχον, φροντίδα και όραμα για το νέο, το απρόβλεπτο, το καινοτόμο που έρχεται. Το 2023, πραγματοποιήθηκε στο Βυζαντινό Μουσείο η αναδρομική έκθεση «Ars Theatralis: Από τα θέατρα στο Βυζαντινό & Χριστιανικό Μουσείο» αφιερωμένη στο συνολικό έργο του, σε συντονισμό του επί σειρά ετών στενού συνεργάτη του και αρχιτέκτονα, Γιώργου Τριανταφύλλου.

«Νιώθω ότι στη ζωή μου πορεύτηκα με πολλή συνείδηση και πολλή αφοσίωση και ό,τι έκανα ήταν καλό. Αισθάνομαι ότι έχω ολοκληρώσει αυτό που έχω κάνει.»

Άλλα αξιοσημείωτα έργα-σταθμοί στην πορεία του Μάνου Περράκη είναι η Μικρή Επίδαυρος, το Θέατρο Γης στη Θεσσαλονίκη καθώς και το μουσείο με αμφιθέατρο για τον Κώστα Τσόκλη στην Τήνο. Ο εικαστικός Κώστας Τσόκλης φιλοτέχνησε το κινούμενο πορτραίτο του Μάνου Περράκη, που εκτέθηκε το 1986 στην Μπιενάλε Τέχνης της Βενετίας, ως μέρος της σειράς ζωντανής ζωγραφικής του καλλιτέχνη που ολοκληρώνει, με την παρουσία του, την φετινή τριπλέτα δημιουργών που θα βραβευθούν στα Βραβεία Συνολικής Προσφοράς – Archisearch Lifetime Achievement Awards στη σκηνή της ΕΣΩ 2025. 

Κώστας Τσόκλης

«Η ευτυχία είναι η αφετηρία της δυστυχίας» δηλώνει, αναπολογητικά, ο γεννημένος και μεγαλωμένος στην Αθήνα, την περίοδο του μεσοπολέμου, εικαστικός Κώστας Τσόκλης ο οποίος γαλουχήθηκε στη σκληρή πλευρά της ζωής περνώντας τα εφηβικά και τα πρώτα νεανικά του χρόνια στην ιαχή του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου, της γερμανικής κατοχής και του ελληνικού εμφυλίου. Μέσα στο έρεβος και την ανέχεια του πολέμου, που τον διαμόρφωσαν αιρετικό και σκληροτράχηλο, ο Τσόκλης συνάντησε την τέχνη, αρχικά, ως τεχνική – από τα 14 έως τα 18 δουλεύει ως βοηθός στην κατασκευή κινηματογραφικών ντεκόρ – και, μετέπειτα, ως απάντηση στο μυστήριο των ανθρώπινων παθών και παθημάτων.

«Η τέχνη δεν είναι η ερώτηση αλλά η απάντηση. Άλλωστε, η ζωή είναι ένα συνεχές ερωτηματικό και η ζωγραφική, μέσω της εικόνας, προσφέρει απαντήσεις στις ανησυχίες του κόσμου.»

Σε ηλικία 18 ετών και εν μέσω δύσκολων οικονομικών συνθηκών, αρχίζει τις σπουδές του στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών με καθηγητή τον Γιάννη Μόραλη στον οποίο σημειώνει ότι χρωστάει πολλά. Απόφοιτος, το 1954, λαμβάνει κρατική υποτροφία για μετέπειτα σπουδές στη Ρώμη όπου συμμετέχει στην Ομάδα Σίγμα μαζί με τους ζωγράφους Βλάση Κανιάρη, Νίκο Κεσσανλή, Γιάννη Γαΐτη και Δημήτρη Κοντό. Παρακαταθήκη αυτής της ιταλικής περιόδου είναι ο εμπλουτισμός της ζωγραφικής τεχνικής του με νέα υλικά, όπως το κάρβουνο και το τσιμέντο, που ανάγονται σε λειτουργικά στοιχεία των έργων του καθώς και η στροφή προς μια γλυπτική φάση που θα εξελίξει, σταθερά, σε όλη τη διάρκεια της καλλιτεχνικής πορείας του.

«Αν περνούσε από το χέρι μου, θα ήθελα να καταργηθούν όλες αυτές οι ετήσιες εθνικές γιορτές όπως η 25η Μαρτίου και η 28η Οκτωβρίου. Πώς θα λύσεις τις διαφορές σου με την Τουρκία, όταν ακόμα κάνεις παρελάσεις;»

Το 1957 παντρεύεται την Φάνια Καπλανίδου με την οποία ζουν μαζί 11 χρόνια, μέχρι τον θάνατό της το 1968, ανάμεσα στη Ρώμη και στο Παρίσι όπου γεννιέται η κόρη τους, δημοσιογράφος και επιχειρηματίας, Μάγια Τσόκλη. Ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του ’60, το έργο του Κώστα Τσόκλη γνωρίζει επιτυχία και αναγνωρισιμότητα στην Ιταλία, στο Βέλγιο και στη Γερμανία, όπου οργανώνονται, εκείνη την περίοδο, εκθέσεις του.

«Γύρω στο 1964-1965, κάτι μέσα μου άλλαξε χωρίς να μπορώ να το προσδιορίσω – ίσως οι πατρικές μου ευθύνες; – και ενώ μέχρι τότε όλα για μένα στη ζωή και στη τέχνη ήταν συμπτωματικά και αυθόρμητα, μετατράπηκαν έξαφνα σε συνειδητά και ηθελημένα. Άρχισα να ελέγχω τα αισθήματά μου, τις επιθυμίες μου, το έργο μου. Και τότε απρόσμενα ήρθε η επιτυχία.»

Το 1971 εγκαθίσταται, μαζί με τη δεύτερη σύζυγο και συνεργάτη του Ελένη και την κόρη του Μάγια, στο Δυτικό Βερολίνο, με υποτροφία της DAAD, όπου για ενάμιση χρόνο, περίπου, δημιουργεί και εκθέτει «σε μια άλλη πραγματικότητα». Επιστρέφοντας στο Παρίσι, γνωρίζεται με τον κοσμοπολίτη συλλέκτη έργων τέχνης Αλέξανδρο Ιόλα ο οποίος διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην καριέρα του μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’80 που έφυγε από την ζωή. Το 1973, Ελένη και Μάγια εγκαθίστανται, μόνιμα, στην Αθήνα και για την επόμενη δεκαετία ο Κώστας Τσόκλης ζει και δημιουργεί μεταξύ Παρισίου και Αθήνας χτίζοντας, παράλληλα, διεθνή καριέρα και εδραιώνοντας το καλλιτεχνικό του αποτύπωμα στην Ελλάδα μέχρι το 1984 που επιστρέφει οριστικά στην Αθήνα. Το 2010 ιδρύεται στην Τήνο το Μουσείο Τσόκλη σε σχεδιασμό του αρχιτέκτονα Μάνου Περράκη.

«Σέβομαι τους ηττημένους. Η ήττα κρύβει μέσα της μια ποίηση, μια γοητεία. Και μη νομίζεις ότι οι πετυχημένοι δεν είχαν ήττες στη ζωή τους – είχαν άπειρες. Τίποτα δεν σου δίνεται δωρεάν.»

Με επιρροές από τον Ιταλό αναγεννησιακό ζωγράφο και αρχιτέκτονα Ραφαήλ, από τον Ολλανδό μπαρόκ ζωγράφο και χαράκτη Ρέμπραντ και από τον δάσκαλό του, σπουδαίο ζωγράφο του ελληνικού μοντερνισμού, Γιάννη Μόραλη, ο Κώστας Τσόκλης ενσωμάτωσε τα διδάγματα και τις τάσεις της ευρωπαϊκής τέχνης στο έργο του και έσπρωξε τα όρια της ζωγραφικής πέρα από το χρώμα, το πινέλο και τον καμβά. Η «ζωντανή ζωγραφική» του Τσόκλη γεννήθηκε από τον συνδυασμό της ζωγραφικής τέχνης με την τεχνολογία του βίντεο και της φωτογραφίας με στόχο την δημιουργία μια πολυεπίπεδης και πολυαισθητηριακής εμπειρίας για τον θεατή.

«Αυτό που συνειδητοποιώ είναι ότι (στην σύγχρονη τέχνη) από τη μια κυριαρχεί το μέγεθος και από την άλλη το χρήμα.»

Το «Καμακωμένο ψάρι» του Τσόκλη, στη συμμετοχή του στο ελληνικό περίπτερο της Μπιενάλε Τέχνης της Βενετίας το 1986, θεωρείται το πρώτο έργο ζωντανής ζωγραφικής. Τα «Ζωντανά Πορτραίτα», μέρος της ίδιας έκθεσης, σχηματίζονται από την υπέρθεση βιντεοσκοπημένων προβολών της φιγούρας των εικονιζόμενων προσώπων πάνω στο ζωγραφικό καμβά δημιουργώντας, έτσι, την αίσθηση μιας ανεπαίσθητης μα απολύτως ορατής κίνησης που δίνει στο έργο «ζωή». Η επαυξημένη, κινούμενη εικόνα του Τσόκλη προχωράει την ζωγραφική στην περιφέρεια της performance μεταφέροντας την αύρα μιας ζωντανής οντότητας στον αποδέκτη της τέχνης του.

«Έχω δει τόσο πολλά πράγματα στη ζωή μου, αλλά το τελευταίο διάστημα δεν έχω δει κάτι που να με εμπνεύσει ή να με εξιτάρει ‒ αυτός είναι ο λόγος που δεν έχω πάει στην Εθνική Πινακοθήκη. Έρχεται μια ώρα στη διάρκεια του βίου μας που ο κόσμος είσαι εσύ και τα άλλα είναι ο κόσμος των άλλων.»

Έχοντας μεγαλώσει στην καρδιά των μεγάλων ιστορικών γεγονότων του 20ου αιώνα, ο Κώστας Τσόκλης έψαξε την ουσία, την έμπνευση και την σημασία στα μικρά. Μέσα στη παράλογη πραγματικότητα του πολέμου και στην αφοπλιστική αλήθεια του θανάτου, ο Τσόκλης στρέφει την προσοχή και το ενδιαφέρον του στη φύση αναζητώντας, ενδεχομένως, να καταλάβει κι, αργότερα, να συγχωρήσει τον άνθρωπο – περιλαμβάνοντας σε αυτή την εξίσωση και τον ίδιο του τον εαυτό.

«Πάντοτε μου άρεσε να εμπνέομαι από μια πέτρα, που θα δω στον δρόμο, ένα δοκάρι από παλιές ράγες τρένου, ένα καμένο σπίρτο, ένα κλαρί ή ένα ανθισμένο δέντρο. Στη προσωπική μου διαδρομή ασχολήθηκα πολύ περισσότερο με τα μικρά παρά με τα μεγάλα. Είναι σημαντικότερο να ανάγεις σε τέχνη τα ελάχιστα, τα ταπεινά και τα ασήμαντα. Όταν μιλάω για ένα καμένο σπίρτο, νομίζω ότι καταφέρνω να είμαι χρήσιμος.»

Βιώνοντας το τέλος της νεωτερικότητας μέσα από την αγριότητα του πολέμου και του αλληλοσκοτωμού, ο Τσόκλης κοιτάζει, κατάματα, την ζωώδη καταγωγή του ανθρώπου, ως αναπόσπαστου μέρους της φύσης, και δημιουργεί στο σημείο τομής της τέχνης με την τεχνολογία, του εξεζητημένου με το μαζικό. Στο μεταίχμιο του ιερού και της εκκοσμίκευσης, ο Κώστας Τσόκλης εκμοντερνίζει τις καλές τέχνες με την μηχανιστική ηδονή της κάμερας.

«Πώς θα θέλατε να σας θυμούνται; Ως έναν άνθρωπο που αιμορραγεί μπροστά σε γεγονότα που δεν μπορεί να επηρεάσει.»

Θέτοντας τον πειραματισμό στο επίκεντρο της καλλιτεχνικής πρακτικής αλλά και της προσωπικότητάς του, ο Τσόκλης αμφισβητεί την βεβαιότητα της απτής πραγματικότητας με την οφθαλμαπάτη και την ευγένεια της τρυφερής αγάπης με την βιαιότητα του ένστικτου.

«Η αγάπη είναι σκλαβιά. Μας κάνει καλούς, μας κάνει επιεικείς. Αγαπώντας χάνεις την ποσότητα ηδονής που σου προσφέρει η φύση. Όταν η αγάπη μετασχηματιστεί σε τρυφερότητα, ξεθωριάζει. Γι’ αυτό οι παράνομες σχέσεις είναι πάντοτε πιο έντονες από τις σταθερές. Όπως όλοι, έτσι κι εγώ έχω διαπράξει όλα τα αμαρτήματα στη ζωή μου.»

Ο Κώστας Τσόκλης έχει παρουσιάσει πλούσια εκθεσιακή δραστηριότητα, με περισσότερες από ογδόντα ατομικές εκθέσεις, ενώ έχει συμμετάσχει και σε πολυάριθμες ομαδικές, στην Ελλάδα και το εξωτερικό, κυρίως σε ευρωπαϊκές πόλεις. Το 1986 εκπροσώπησε μαζί με τον Χρίστο Καρά την Ελλάδα στην Μπιενάλε Τέχνης της Βενετίας. Άλλες συμμετοχές του περιλαμβάνουν τις Μπιενάλε του Παρισιού (1963, 1965) και του Σάο Πάολο (1965), τη Documenta του Κάσσελ στη Γερμανία (1975), κ.ά. Έργα του βρίσκονται σε πολλές δημόσιες και ιδιωτικές συλλογές και σε δημόσιους χώρους μεταξύ των οποίων μια μεγάλη εγκατάσταση για το Σταθμό Εθνική Άμυνα του Μετρό της Αθήνας (2000). Το 2001 πραγματοποιήθηκε μεγάλη αναδρομική έκθεση του έργου του στο Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης.

«Τι θεωρείτε σημαντικό στη ζωή; Να αφήσεις ένα στίγμα, ένα αποτύπωμα. Να ξεπεράσεις, δηλαδή, το διάστημα του λιπάσματος και να καταφέρεις να γίνεις καρπός.»

Η προπώληση εισιτηρίων ξεκίνησε. Κλείστε τώρα τα εισιτήριά σας, εδώ!

Στοιχεία διοργάνωσης
Τίτλος ημερίδας  ΕΣΩ 2025 – ΑΓΚΑΛΙΑΖΟΝΤΑΣ ΤΟ ΧΑΟΣ ΣΕ ΕΝΑ ΕΞΥΠΝΟ ΚΟΣΜΟ
Ενότητα  Βραβεία Συνολικής Προσφοράς Archisearch Lifetime Achievement Awards
Τυπολογία  Συνέδριο, Ημερίδα Αρχιτεκτονικής & Σχεδιασμού, Βραβεία
Τοποθεσία  Αίθουσα Αλεξάνδρα Τριάντη, Μέγαρο Μουσικής Αθηνών
Ημερομηνία  Τετάρτη 7 Μάϊου 2025

Δημιουργία Περιεχομένου & Χορηγός Επικοινωνίας  Archisearch.gr
Διεύθυνση Παραγωγής & Καλλιτεχνική Επιμέλεια  Design Ambassador