BofA για Ελλάδα: Η υπεραπόδοση της οικονομίας ήρθε για να μείνει – Οι θετικοί καταλύτες και οι κίνδυνοι
- 27/03/2024, 10:51
- SHARE
Βιώσιμη θεωρεί την υπεραπόδοση της ελληνικής οικονομίας η αμερικανική επενδυτική τράπεζα Bank of America, αναφέροντας τρεις θετικούς καταλύτες
Ειδικότερα, σύμφωνα με πρόσφατη ανάλυση του οίκου, την οποία σας παρουσιάζει το Fortune Greece, «διατηρούμε την άποψη ότι η ελληνική οικονομία βρίσκεται σε καλό δρόμο για να υπεραποδώσει σε σχέση με τον μέσο όρο της ζώνης του ευρώ την περίοδο 2024 – 2025.
Αυτή η άποψη αντικατοπτρίζει τρεις παράγοντες:
1) Θετική δυναμική για τις κεφαλαιουχικές επενδύσεις μετά από χρόνια υποεπένδυσης, χάρη στην πλήρη απορρόφησης κονδυλίων της ΕΕ.
2) Μέτρια μετακύλιση της νομισματικής πολιτικής, δεδομένης της ειδικής ανά χώρα δομής του Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (RRP) και του εγχώριου χρέους.
3) Δημοσιονομική σύνεση και δέσμευση για διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Τούτου λεχθέντος, ορισμένες μακροχρόνιες διαρθρωτικές προκλήσεις δεν έχουν ακόμη αντιμετωπιστεί, σημειώνει η BofA, προσθέτοντας: Επίσης, ενώ οι κίνδυνοι ανά χώρα είναι περιορισμένοι, η Ελλάδα παραμένει ευάλωτη σε εξωτερικούς κραδασμούς.
Όσον αφορά τα επιτόκια, λαμβανομένου υπόψη πως τα μακροοικονομικά και τεχνικά θεμελιώδη στοιχεία παραμένουν ευνοϊκά, πιστεύουμε ότι το spread μεταξύ ελληνικού 10ετούς και του γερμανικού Bund θα μπορούσε περιοριστεί κατά 30 μ.β.
Υπεραπόδοση στη ζώνη του ευρώ
Σύμφωνα με την BofA, η Ελλάδα θα σημειώσει ανάπτυξη 1,1% το 2024 και 1,7% το 2025, έναντι ανάπτυξης 0,4% και 1,1% για την Ευρωζώνη. αντίστοιχα. Συνεπώς, διατηρείται η άποψη ότι η Ελλάδα θα υπερβεί τον περιφερειακό μέσο όρο εντός του προβλεπόμενου ορίζοντα. Να σημειωθεί πως οι προβλέψεις της αμερικανικής τράπεζας παραμένουν κάτω από τη συναίνεση για το 2024/25, στο 1,5% και 2,3% αντίστοιχα.
Μετά από σταθερή ανάπτυξη το α’ εξάμηνο του 23, βασιζόμενη κυρίως στην κατανάλωση και τις καθαρές εξαγωγές (εν μέσω ισχυρής ανάκαμψης στον τουρισμό), η ελληνική οικονομία παρέμεινε στάσιμη το γ’ τρίμηνο του 2023, αλλά στη συνέχεια εισήλθε σε μια φάση θεαματικής ανάπτυξης, λέει ο οίκος, συμπληρώνοντας: «Τα επόμενα τρία τρίμηνα, αναμένουμε ότι η ιδιωτική κατανάλωση θα επιβραδύνει, όπως επίσης και η δυναμική κεφαλαίου και καθαρού εμπορίου, λόγω της επίδρασης της σύσφιξης της ΕΚΤ, του φτωχού εξωτερικού περιβάλλοντος και της μέτριας σύσφιξης της δημοσιονομικής πολιτικής. Αυτό θα συνάδει με μέση ανάπτυξη 0,2% σε επίπεδο τριμήνου.
Ωστόσο, όταν η ΕΚΤ αρχίσει να μειώνει τα επιτόκια, ο χαμηλότερος πληθωρισμός θα επιτρέψει την ανάκαμψη του πραγματικού εισοδήματος και το εξωτερικό περιβάλλον θα βελτιωθεί, οπότε η ελληνική ανάπτυξη θα επιταχυνθεί εκ νέου το δεύτερο εξάμηνο του 2024 (0,4% τριμηνιαία κατά μέσο όρο), πριν συγκλίνει σε μέσο ρυθμό 0,5% τριμηνιαία το 2025.
Επενδύσεις
Σε ό,τι αφορά το Capex, «Πιστεύουμε ότι η Ελλάδα έχει χώρο να αξιοποιήσει τη χρηματοδότηση της ΕΕ και να μειώσει το επενδυτικό χάσμα σε σχέση με την υπόλοιπη ζώνη του ευρώ. Ως εκ τούτου, η πλήρης απορρόφηση των κονδυλίων της ΕΕ, στο πλαίσιο του εθνικού σχεδίου ανάκαμψης, αποτελεί βασική μας υπόθεση. Αλλά πού βρισκόμαστε στο Greece 2.0;
Τα αρχικά σχέδια περιλάμβαναν κεφάλαια 30,5 δισ. ευρώ (εκ των οποίων τα 17,8 δισ. ευρώ είναι σε επιχορηγήσεις και τα 12,7 δισ. ευρώ σε δάνεια), με το συνολικό ποσό των κινητοποιημένων πόρων να ανέρχεται σε 57,5 δισ. ευρώ. Τον Αύγουστο, η Ελλάδα υπέβαλε αναθεωρημένο πρόγραμμα που περιελάμβανε επιπλέον 5,0 δισ. ευρώ σε δάνεια και 0,8 δισ. ευρώ σε επιχορηγήσεις. Η αναθεώρηση εγκρίθηκε στις αρχές Δεκεμβρίου, συνεπώς σωρευτικά η χώρα θα πρέπει να επωφεληθεί κατά 36 δισεκατομμύρια ευρώ.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η αναμενόμενη συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα έχει μειωθεί κατά το ήμισυ (στο Σχέδιο Προϋπολογισμού 2024) σε σχέση με το προηγούμενο σχέδιο, λαμβάνοντας υπόψη (σωστά, κατά την άποψή μας) ένα μακροοικονομικό περιβάλλον λιγότερο υποστηρικτικό. Σημειώνεται πως η Ελλάδα έχει λάβει την 1η, τη 2η και την 3η δόση, ποσά, με την προχρηματοδότηση το 2021, ανέρχονται σε 14,7 δισ. ευρώ – γεγονός που είναι συνεπές με την επίτευξη του 26% των συνολικών στόχων του Ελλάδα 2.0.
Ωστόσο, τα περισσότερα από τα projects μέχρι στιγμής ήταν στην ατζέντα των μεταρρυθμίσεων, ενώ οι δαπάνες τoυ RRF προχωρούν πιο αργά. Από το συνολικό κονδύλιο των επιχορηγήσεων, οι ταμειακές εισπράξεις από την ΕΕ ανέρχονται σε 7,4 δισ. ευρώ, εκ των οποίων 1,95 δισ. ευρώ έχουν χορηγηθεί σε επιχειρήσεις και 2,8 δισ. ευρώ έχουν μεταφερθεί από το κράτος σε άλλους φορείς της γενικής κυβέρνησης. Όσον αφορά τα δάνεια, οι εισπράξεις σε μετρητά από την ΕΕ ανέρχονται σε 7,3 δισ. ευρώ, εκ των οποίων τα 1,3 δισ. ευρώ έχουν χορηγηθεί σε επιχειρήσεις».
Νομισματική πολιτική
Η BofA το 2021 είχε υπολογίσει πως ο ιδιωτικός τομέας θα συμμετάσχει στο Ελλάδα 2.0, κάτι το οποίο θεωρούσε περίεργο. Ο στόχος των δανείων RRF σε ό,τι αφορά τις επιχειρήσεις ήταν διπλός: αφενός να επωφεληθούν από τις διαδικασίες ελέγχου των τραπεζών, αφετέρου να μην παραγκωνιστούν από το δημόσιο.
Τρία χρόνια αργότερα, φαίνεται να υπάρχει ένα άλλο πλεονέκτημα της χρήσης των δανείων RRF από την Ελλάδα. Και αυτό είναι ο μετριασμός της αυστηροποίησης των πιστωτικών όρων που σχετίζονται με τη μετακύλιση της πολιτικής της ΕΚΤ. Στο Ελλάδα 2.0, οι επενδύσεις χρηματοδοτούνται έως και 50% από το RRF, κατά 30% περίπου από τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα που συμμετέχουν στη συμφωνία και κατά 20% από ίδια κεφάλαια του επενδυτή.
Αυτή η χρηματοδοτική δομή δύναται να μετριάσει τον αντίκτυπο της νομισματικής σύσφιξης εκ μέρους της ΕΚΤ. Μάλιστα, αυτό προστίθεται σε δύο παράγοντες στο πλαίσιο των καναλιών μετάδοσης της νομισματικής πολιτικής: 1) τη σχετικά χαμηλή μόχλευση των ελληνικών νοικοκυριών και των μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων, και 2) του τραπεζικού τομέα που είναι σε καλύτερη κατάσταση, με ιδιαίτερη έμφαση στη συνεχή βελτίωση της ποιότητας του ενεργητικού. Συνολικά, προκύπτουν ενδείξεις για έναν πιο μετριασμένο αντίκτυπο στη πιστωτική σύσφιξη στην Ελλάδα έναντι της υπόλοιπης ευρωζώνης, όσον αφορά τη διαθεσιμότητα κεφαλαίων, την όρεξη για πίστωση και το κόστος δανεισμού, τονίζει η BofA.
Βάσει των ερευνών BLS και SAFE της ΕΚΤ, οι ελληνικές ΜμΕ φαίνεται να επωφελούνται από την καλύτερη διαθεσιμότητα κεφαλαίων από ό,τι οι αντίστοιχες στην υπόλοιπη περιοχή. Αν και το κόστος δανεισμού είναι υψηλό σε απόλυτες τιμές, η ανατιμολόγηση που σχετίζεται με τον κύκλο αύξησης των επιτοκίων της ΕΚΤ έχει αποδειχθεί πιο μέτρια από ό,τι στην υπόλοιπη ευρωζώνη.
Δημοσιονομική σύνεση
Σύμφωνα με την BofA, οι δημοσιονομικές προοπτικές της Ελλάδος είναι θετικές. Ενώ ο συνδυασμός της πιο αδύναμης ανάπτυξης και της υψηλότερης επιβάρυνσης των επιτοκίων περιπλέκει τα πράγματα, ένα snowball effect θα συμβάλει στη συνεχή μείωση του δείκτη χρέους προς ΑΕΠ το 2024/2025 (που προκύπτει από το ότι η ονομαστική ανάπτυξη ξεπερνά τα επιτόκια).
Επιπλέον, τα τελευταία δημοσιονομικά σχέδια αποκαλύπτουν τη δέσμευση για επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος από το 2023 και μετά. Αυτό εγγυάται μια σταθερή πτωτική τροχιά στον δείκτη χρέους προς ΑΕΠ. Η δέσμευση της Ελλάδας στη δημοσιονομική εξυγίανση ήταν επίσης ένας από τους λόγους για την επιστροφή της στην επενδυτική βαθμίδα, και οι αναβαθμίσεις της αξιολόγησης θα ενισχύσουν, με τη σειρά τους, τη δέσμευση της κυβέρνησης για εξυγίανση.
Προκλήσεις και κίνδυνοι για τις προοπτικές
Ωστόσο, η δυναμική μακροοικονομική εικόνα σε βραχυπρόθεσμη δεν θα πρέπει να επισκιάζει τις μακροχρόνιες δομικές ευπάθειες, υποστηρίζει η BofA. Η βελτίωση της παραγωγικότητας μέσω διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και της αποτελεσματικότερης κατανομής των πόρων, η ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας και η στροφή προς ένα πιο ανθεκτικό μοντέλο ανάπτυξης παραμένουν προκλήσεις.
Μεσοπρόθεσμα, θα επιβάλουν προσαρμογή στον λογαριασμό τρεχουσών συναλλαγών, ενώ βραχυπρόθεσμα, το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών είναι πιθανό να αφήσει την οικονομία εκτεθειμένη σε εξωτερικούς κινδύνους. Οι αυξημένες εισαγωγές είναι επίσης πιθανό να αντισταθμίσουν τα καθαρά εμπορικά κέρδη από τη βελτίωση της εξωτερικής ζήτησης το δεύτερο εξάμηνο του 2024 και συνεπώς να επιβραδύνουν την προσαρμογή.
Εν κατακλείδι, η BofA αναφέρει πως, παρότι οι κίνδυνοι για τις προοπτικές της Ελλάδας είναι περιορισμένοι (και συγκεντρώνονται κυρίως γύρω από την έγκαιρη εφαρμογή του εθνικού RRP), οι εξωγενείς κίνδυνοι είναι πολλοί: από τη γεωπολιτική έως ένα ασθενέστερο από το αναμενόμενο πλαίσιο παγκόσμιας ανάπτυξης. Ως εκ τούτου, παρά την υπεραπόδοση βραχυπρόθεσμα, η ελληνική οικονομία και τα ελληνικά assets εξακολουθούν να είναι εξαιρετικά ευάλωτα σε εξωτερικούς κραδασμούς.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ: