Μπορεί ο καπιταλισμός να αλλάξει; Ένας νέος σκοπός για τις εταιρείες
- 13/10/2019, 09:31
- SHARE
Από τον Alan Murray
Για τον Μilton Friedman ήταν πολύ απλό: «Υπάρχει µία και µοναδική κοινωνική ευθύνη για τις επιχειρήσεις» έγραφε ο νοµπελίστας οικονοµολόγος το 1970, «να εµπλέκονται σε δραστηριότητες που στόχο έχουν την αύξηση των κερδών τους». Οι εταιρείες πρέπει να υπακούουν σ’ αυτόν τον νόµο. Και πέρα απ’ αυτό, η δουλειά τους είναι να βγάζουν χρήµατα για τους µετόχους τους.
Η άποψη του Friedman κυριάρχησε, τουλάχιστον στις Ηνωµένες Πολιτείες. Στις επόµενες δεκαετίες η «πρωτοκαθεδρία των µετόχων» υπήρξε η επικρατούσα άποψη για τις επιχειρήσεις. Το 1997 το πανίσχυρο Business Roundtable (Στρογγυλή Τράπεζα Επιχειρήσεων), ένας σύνδεσµος CEOs από 200 από τις µεγαλύτερες εταιρείες στις ΗΠΑ, κατέγραψε τη φιλοσοφία αυτή σε µια επίσηµη διακήρυξη για τον εταιρικό σκοπό. «Το υπέρτατο καθήκον των διοικήσεων και των διοικητικών συµβουλίων αφορά τους µετόχους της εταιρείας» τόνιζε η οργάνωση. «Τα συµφέροντα των υπόλοιπων ενδιαφερόµενων µερών είναι σχετικά, στον βαθµό που προκύπτουν από το καθήκον προς τους µετόχους».
Αλλά οι εποχές αλλάζουν. Στις 19 Αυγούστου, το Business Roundtable παρουσίασε µια νέα διακήρυξη εταιρικού σκοπού, πετώντας την παλιά στα σκουπίδια. Η νέα διακήρυξη αποτελείται από 300 λέξεις και οι µέτοχοι αναφέρονται µόλις στην 250ή λέξη. Πριν απ’ αυτό, ο επιχειρηµατικός σύνδεσµος κάνει λόγο για την ανάγκη οι εταιρείες να δηµιουργούν «αξία για τους πελάτες», να «επενδύουν στους εργαζοµένους», να υιοθετούν «ποικιλοµορφία και συµπερίληψη», να αντιµετωπίζουν «δίκαια και ηθικά τους προµηθευτές», να «υποστηρίζουν τις κοινότητες» όπου δραστηριοποιούνται οι εταιρείες και να «υποστηρίζουν το περιβάλλον». Λογικά, θα… τρίζουν τα κόκαλα του Friedman.
Η νέα διακήρυξη είναι το αποτέλεσµα µιας αναθεώρησης που διήρκεσε έναν χρόνο. Ξεκίνησε µε ένα δείπνο στο οποίο βρέθηκε µια οµάδα δηµοσιογράφων που είχαν µια επικριτική µατιά προς την παλιά δήλωση εταιρικού σκοπού και συνεχίστηκε µε µια αναλυτική έρευνα γνώµης στην οποία συµµετείχαν διευθύνοντες σύµβουλοι, ακαδηµαϊκοί, µη κυβερνητικές οργανώσεις και πολιτικοί ηγέτες. «Ήταν ένα ταξίδι» λέει ο Alex Gorsky, CEO της Johnson & Johnson, ο οποίος τέθηκε επικεφαλής της προσπάθειας. Όµως, υπήρξε ένα αναγκαίο ταξίδι επειδή «οι άνθρωποι θέτουν θεµελιώδη ερωτήµατα σχετικά µε το πόσο καλά υπηρετεί ο καπιταλισµός την κοινωνία».
Ο Jamie Dimon, διευθύνων σύµβουλος της JPMorgan Chase, ο οποίος είναι επικεφαλής του Business Roundtable, είπε ότι η διακήρυξη «είναι µια αναγνώριση του γεγονότος ότι οι επιχειρήσεις µπορούν να κάνουν περισσότερα για να βοηθήσουν τον µέσο Αµερικανό».
Καλύπτω τον επιχειρηματικό κλάδο ως δηµοσιογράφος εδώ και τέσσερις δεκαετίες και έχω πάρει εκατοντάδες συνεντεύξεις από τους διευθύνοντες συµβούλους των µεγαλύτερων εταιρειών στις ΗΠΑ και σε όλο τον κόσµο. Τα τελευταία χρόνια µού είναι ξεκάθαρο ότι κάτι θεµελιώδες και βαθύ αλλάζει στον τρόπο µε τον οποίο προσεγγίζουν τη δουλειά τους.
Η ιστορία αυτής της αλλαγής αρχίζει ίσως µε την οµιλία του Bill Gates στο Νταβός το 2008, την τελευταία του χρονιά πλήρους απασχόλησης στη Microsoft, όπου αναφέρθηκε στην ανάγκη ύπαρξης ενός νέου «δηµιουργικού καπιταλισµού». Όπως είπε ο Gates στο Παγκόσµιο Οικονοµικό Φόρουµ, «η ιδιοφυΐα του καπιταλισµού» έγκειται στην ικανότητά του να «τιθασεύει το ατοµικό συµφέρον µε τρόπους χρήσιµους και βιώσιµους». Αλλά τα οφέλη του αναπόφευκτα τείνουν προς αυτούς που µπορούν να πληρώσουν. «Για να προσφέρουµε ταχεία βελτίωση των συνθηκών ζωής για τους φτωχούς», επεσήµανε ο Gates, «χρειαζόµαστε ένα σύστηµα που να βασίζεται αποτελεσµατικότερα στις επιχειρήσεις και σε όσους καινοτοµούν… Ένα τέτοιο σύστηµα θα είχε µια διττή αποστολή: να παράγει κέρδη και να βελτιώνει παράλληλα τις ζωές όσων δεν επωφελούνται πλήρως από τις δυνάµεις της αγοράς».
Μέσα στα επόµενα χρόνια ο καθηγητής Michael Porter του Harvard Business School άρχισε να προωθεί την ιδέα του καπιταλισµού «της διαµοιρασµένης αξίας» και ο John Mackey, συνιδρυτής της Whole Foods, διατύπωσε την έννοια του «ενσυνείδητου καπιταλισµού». Ο Marc Benioff, διευθύνων σύµβουλος της Salesforce, έγραψε ένα βιβλίο σχετικά µε τον «συµπονετικό καπιταλισµό»· η Lynn Forester de Rothschild, διευθύνουσα σύµβουλος της οικογενειακής επενδυτικής εταιρείας E.I. Rothschild, έκανε λόγο για τον «καπιταλισµό της συµπερίληψης»· και η ερευνητική οµάδα Conference Board, υπέρµαχη της ελεύθερης αγοράς και της ιδιωτικής επιχείρησης, απηύθυνε έκκληση υπέρ της «βιωσιµότητας του καπιταλισµού».
Ήταν εµφανές ότι ο καπιταλισµός έχρηζε επειγόντως µετατροπής.Όµως, αυτό που ξεκίνησε αυτές τις αναζητήσεις ήταν µια παγκόσµια χρηµατοοικονοµική αναταραχή. Η χρηµατοπιστωτική κρίση στα τέλη της δεκαετίας του 2000 τράνταξε τα θεµέλια της άναρχης οικονοµίας της αγοράς και αποκάλυψε κάποιες από τις χειρότερες επιπτώσεις της: ένα τεράστιο και διευρυνόµενο χάσµα µεταξύ των ζάπλουτων και των φτωχών, µεταξύ των γιγαντιαίων αποδόσεων του κεφαλαίου και των στάσιµων µισθών της εργασίας, µεταξύ των καλά προστατευµένων λίγων και των ευάλωτων πολλών.
Αυτές τις ανισότητες µεγέθυνε ένα κύµα αποδιοργανωτικών επιχειρηµατικών τεχνολογιών που ωρίµασαν στον απόηχο της κρίσης −από την ψηφιοποίηση και τη ροµποτική µέχρι την τεχνητή νοηµοσύνη−, και αυτό έκανε τους ευάλωτους εργαζοµένους να αισθάνονται ακόµα πιο ευάλωτοι.
Η αντίδραση ενάντια «στο σύστηµα» ήταν ευρεία και µεγάλης κλίµακας − ιδιαίτερα µεταξύ των νέων. Μια µελέτη του Harvard το 2016 βρήκε ότι 51% των συµµετεχόντων ηλικίας 18-29 ετών δεν υποστήριζαν τον καπιταλισµό και το 1/3 ήταν υπέρ µιας στροφής προς τον σοσιαλισµό. Το 2018 µια έρευνα γνώµης ανθρώπων της ίδιας ηλικιακής οµάδας εντόπισε µια παρεµφερή τάση: µόλις το 45% έβλεπε µε θετικό µάτι τον καπιταλισµό. Το ποσοστό αυτό ήταν κατά 23 ποσοστιαίες µονάδες µειωµένο σε σχέση µε το 2010, όταν οι Αµερικανοί βρίσκονταν ακόµη στη σκιά της Μεγάλης Ύφεσης. Ακόµα και ένα µεγάλο κοµµάτι των Ρεπουµπλικανών είχε αρχίσει ξαφνικά να ανησυχεί για την ελεύθερη αγορά και τις συνέπειές της, όπως καταδείκνυαν άλλες έρευνες γνώµης.
Η απόρριψη του συστήµατος ήταν εµφανής στο δηµοψήφισµα για το Brexit το 2016, όταν οι µάζες στη Βρετανία περιφρόνησαν τη συλλογική σοφία εταιρικών και πολιτικών ηγετών. Και έκανε αισθητή την παρουσία της και στην προεδρική εκλογή των ΗΠΑ, όταν ο Ρεπουµπλικανός Donald Trump επιτίθετο στην παγκοσµιοποίηση και στο ελεύθερο εµπόριο που είχε τροφοδοτήσει την επιχειρηµατική ανάπτυξη στις ΗΠΑ για τα τρία τέταρτα του αιώνα − ενώ οι Δηµοκρατικοί παρ’ ολίγον να επέλεγαν ως υποψήφιό τους τον σοσιαλιστή Bernie Sanders.
Ο καπιταλισµός −ή, τουλάχιστον, το είδος του καπιταλισµού που προωθούν οι µεγάλες παγκόσµιες εταιρείες− δεχόταν επίθεση από παντού και οι CEOs έπαιρναν καθηµερινά το µήνυµα.
Τον Δεκέµβριο, µετά την εκλογή Trump, το Fortune συγκέντρωσε 100 διευθύνοντες συµβούλους µεγάλων εταιρειών στη Ρώµη, ύστερα από παρότρυνση του Πάπα Φραγκίσκου, οι οποίοι πέρασαν µια ηµέρα συζητώντας ως οµάδα εργασίας το πώς ο ιδιωτικός τοµέας θα µπορούσε να αντιµετωπίσει παγκόσµια κοινωνικά προβλήµατα. Η οµάδα, η οποία περιελάµβανε τους διευθύνοντες συµβούλους της Allstate, της Barclays, της Dow Chemical, της IBM, της Johnson & Johnson, της Siemens και πολλών άλλων, πρότεινε τρόπους µε τους οποίους οι επιχειρήσεις θα µπορούσαν να αποκτήσουν πρόσβαση στα δισεκατοµµύρια ανθρώπων στον κόσµο που δεν διαθέτουν βασικές χρηµατοπιστωτικές υπηρεσίες· να υποστηρίξουν την προσπάθεια καταπολέµησης της κλιµατικής αλλαγής· να επεκτείνουν τα προγράµµατα κατάρτισης για εκείνους τους εργαζοµένους των οποίων οι δουλειές απειλούνταν από την τεχνολογική αλλαγή· και να προσφέρουν βασικές υπηρεσίες κοινοτικής υγείας στο µισό δισεκατοµµύριο ανθρώπους που δεν είχαν πρόσβαση σε ιατροφαρµακευτική περίθαλψη.
Ο στόχος της συνάντησης, σε αντίθεση µε το δόγµα του Milton Friedman, ήταν η µεγιστοποίηση όχι της αξίας για τους µετόχους, αλλά της κοινωνικής επίδρασης. Και πολλοί από τους CEOs φαίνονταν πραγµατικά ανυπόµονοι να χρησιµοποιήσουν τις επιχειρηµατικές τους πλατφόρµες για να κάνουν τη διαφορά. Όµως, η βάση της κουβέντας, όπως την άκουσα ξανά και ξανά σε προσωπικές συζητήσεις, ήταν άλλη: Ολοένα και περισσότεροι διευθύνοντες σύµβουλοι ανησυχούσαν ότι η υποστήριξη του κόσµου για το σύστηµα στο οποίο δραστηριοποιούνται κινδυνεύει να εξαϋλωθεί.
«Η κοινωνία δίνει στον καθένα µας µια άδεια για να λειτουργεί» µου είπε η CEO της IBM, Ginni Rometty, τον περασµένο Αύγουστο. «Το ζήτηµα είναι κατά πόσο η κοινωνία σε εµπιστεύεται ή όχι. Χρειαζόµαστε η κοινωνία να αποδεχθεί αυτό που κάνουµε».
Και είναι και κάτι άλλο που επιδρά στις εξελίξεις: Το ενδιαφέρον του κόσµου για την εταιρική ευθύνη είναι απρόσµενα υψηλό. Μια έρευνα γνώµης 1.026 ενηλίκων για το Fortune από την εταιρεία δηµοσκοπήσεων New Paradigm Strategy Group βρήκε ότι σχεδόν τα τρία τέταρτα των ερωτηθέντων (72%) συµφωνούν ότι οι εισηγµένες εταιρείες πρέπει να «κινούνται βάσει της αποστολής τους» παράλληλα µε την εστίασή τους σε µετόχους και πελάτες.
Σήµερα το ποσοστό των Αµερικανών που λένε ότι ο «βασικός σκοπός» µιας εταιρείας πρέπει να είναι «να κάνει τον κόσµο καλύτερο» αποτελεί το ίδιο (64%) µε εκείνο όσων λένε ότι πρέπει «να βγάλει χρήµατα για τους µετόχους».
Όλοι οι CEOs συµφωνούν ότι η οµάδα που βρίσκεται πραγµατικά στην καρδιά αυτού του νέου κοινωνικού ακτιβισµού των εταιρειών είναι οι εργαζόµενοί τους. Οι νεότεροι εργαζόµενοι περιµένουν ακόµα περισσότερα στον συγκεκριµένο τοµέα. Αν και, σύµφωνα µε την έρευνα γνώµης, λιγότεροι από τους µισούς Αµερικανούς (46%) λένε ότι οι διευθύνοντες σύµβουλοι πρέπει να εκφράζουν άποψη για δηµόσια ζητήµατα, η υποστήριξη για µια τέτοια δράση είναι συντριπτική µεταξύ των ανθρώπων ηλικίας 25-44 ετών. Οι millennials, ειδικότερα, ηγούνται της αλλαγής περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη ηλικιακή οµάδα − και το σηµαντικότερο είναι ότι επιλέγουν να εργάζονται σε εταιρείες οι οποίες ηγούνται και αυτές της αλλαγής. To 80% των συµµετεχόντων στην έρευνα γνώµης των Fortune/NP Strategy ηλικίας 25-34 ετών λένε ότι θέλουν να εργάζονται για «εταιρείες που εµπλέκονται µε την κοινωνία».
Στο πλαίσιο αυτό, δεν προκαλεί έκπληξη που ο Benioff της Salesforce άσκησε δηµόσια κριτική σε έναν νόµο «περί θρησκευτικών ελευθεριών» για τον οποίο ο ίδιος θεώρησε ότι κάνει διακρίσεις εναντίον των οµοφυλοφίλων. Ή που ο Brian Moynihan, διευθύνων σύµβουλος της Bank of America, εξέφρασε τη διαφωνία του µε έναν νόµο της Βόρειας Καρολίνα, όπου βρίσκεται η έδρα της τράπεζας, ο οποίος περιορίζει την πρόσβαση των διεµφυλικών στα δηµόσια αποχωρητήρια. Ή που ο Ed Bastian, CEO της Delta, τα έβαλε µε τους νοµοθέτες της πολιτείας της Τζόρτζια όταν η εταιρεία του διέκοψε ένα εκπτωτικό πρόγραµµα για τα µέλη της National Rifle Association, της βασικής οργάνωσης υπέρ της οπλοκατοχής στις ΗΠΑ. Ή που ο διευθύνων σύµβουλος της Merck, Kenneth Frazier, αποχώρησε από τη συµβουλευτική επιτροπή του προέδρου Trump ύστερα από κάποια σχόλια του τελευταίου για τις ταραχές στο Charlottesville. Σε αυτές τις περιπτώσεις, οι CEOs υιοθέτησαν θαρραλέες ηθικές οπτικές, αλλά το πιθανότερο είναι ότι και οι εργαζόµενοί τους και µεγάλη µερίδα των πελατών τους ήταν υπέρ των θέσεων που εξέφρασαν.
Το βέβαιο είναι ότι καµία απ’ αυτές τις ενέργειες των διευθυντικών στελεχών δεν θα µπορούσε να έχει συµβεί πριν από µια δεκαετία. Η κύρια αντίδραση των διευθύνοντων συµβούλων όταν έρχονταν αντιµέτωποι µε ένα αµφιλεγόµενο κοινωνικό ζήτηµα που δεν αφορούσε άµεσα την κερδοφορία των εταιρειών τους ήταν, βασικά, να µη λένε κουβέντα και να… κάνουν την πάπια.
Δεν βλέπουν, βεβαίως, όλοι αυτή τη νέα συνειδητότητα από την πλευρά των επιχειρήσεων ως µία αυθεντική αλλαγή ή ως µια κατ’ ανάγκην θετική εξέλιξη. Ο Anand Giridharadas, συγγραφέας του βιβλίου Winners Take All: The Elite Charade of Changing the World, έχει αναδειχθεί σε έναν από τους πειστικότερους επικριτές αυτής της τάσης.
«Φυσικά και παρατηρώ και εγώ τη συγκεκριµένη µεταβολή» είπε πρόσφατα ο Giridharadas. «Έχει γίνει πλέον κοινωνικά απαράδεκτο να µην πράττεις το καλό ως εταιρεία ή ως ένα πλούσιο άτοµο. Οι διευθύνοντες σύµβουλοι αναρωτιούνται: ‘‘Τι πρέπει να πράξω για να κάνω αυτόν τον κόσµο καλύτερο;’’ Αλλά αυτό που ξεχνούν πολλοί είναι να θέσουν το εξής ερώτηµα στον εαυτό τους: ‘‘Τι έχω κάνει που µπορεί να εξαλείφει το όποιο όφελος των καλών πράξεών µου;’’».
Ο ίδιος επικαλείται τις φορολογικές µεταρρυθµίσεις που ψηφίστηκαν το 2017 στις ΗΠΑ, οι οποίες υποστηρίχθηκαν από το Business Roundtable. Η µερίδα του λέοντος από τα οφέλη, επισηµαίνει, κατέληξε στα χέρια του πλουσιότερου 1%, αυξάνοντας έτσι την εισοδηµατική ανισότητα που γεννά πολλά κοινωνικά προβλήµατα.
«Αυτό που βλέπω είναι καλοπροαίρετες δραστηριότητες, που έχουν, όµως, δευτερεύουσα σηµασία για τις εταιρείες» τονίζει, «ενώ βασικές δραστηριότητές τους δεν αγγίζονται από κανέναν… Πολλές εταιρείες εστιάζουν στο να κάνουν περισσότερο καλό, αλλά δεν δίνουν την ίδια έµφαση στο να κάνουν λιγότερο κακό».
Ένα µέρος της κριτικής αυτής ανταποκρίνεται στην πραγµατικότητα. Όµως, δεδοµένης της τεράστιας εξουσίας που ασκούν οι µεγάλες εταιρείες στην κοινωνία, η νέα κοινωνική συνείδησή τους πρέπει να θεωρηθεί ένα βήµα προς τη σωστή κατεύθυνση. Η εταιρική ηγεσία, τουλάχιστον στις ΗΠΑ, καλύπτει το κενό ηγεσίας που προκύπτει από µια πολιτική τάξη που ενδιαφέρεται περισσότερο για κοµµατικές διαµάχες παρά για την επίλυση δηµόσιων προβληµάτων.
Η… αποστασία του Business Roundtable ξεκίνησε πέρυσι τον Ιούνιο, όταν ο δηµοσιογράφος Steven Pearlstein έγραψε ένα άρθρο γνώµης στην Washington Post µε το οποίο ασκούσε κριτική στο κείµενο της δήλωσης εταιρικού σκοπού που είχε δηµοσιοποιήσει η οργάνωση το 1997. Εκείνη «η απόφαση να οριστεί η µεγιστοποίηση της αξίας για τον µέτοχο ως ο µοναδικός σκοπός µιας επιχείρησης» είναι «η πηγή πολλών από τα στραβά του αµερικανικού καπιταλισµού» έγραψε.
Αµέσως µετά ο Rick Wartzman επανέλαβε τα βασικά µοτίβα αυτής της κριτικής σε κείµενό του για τη Fast Company. Ο ίδιος εξήρε το Business Roundtable υπό την ηγεσία του Dimon για την υποστήριξή του προς την εγκατάλειψη των τριµηνιαίων προβλέψεων κερδοφορίας, την άσκηση κριτικής προς τη µεταναστευτική πολιτική του Trump και την προώθηση των προσπαθειών για κατάρτιση του εργατικού δυναµικού. Όµως, «παρά τις εξελίξεις αυτές, το Business Roundtable αποτυγχάνει σε κάτι που βρίσκεται στον πυρήνα της σύνδεσης µεταξύ επιχειρήσεων και κοινωνίας: Συνεχίζει να βάζει τα συµφέροντα των µετόχων πάνω από τα συµφέροντα οποιουδήποτε άλλου».
Ο Dimon προσκάλεσε τον Pearlstein, τον Wartzman και µια µικρή οµάδα άλλων αναλυτών σε δείπνο τον Οκτώβριο στην έδρα της JPMorgan. Το επιχείρηµά του ήταν ότι οι περισσότερες εταιρείες ήδη λαµβάνουν υπόψη τις ανησυχίες µιας γκάµας ενδιαφερόµενων µερών κατά τη διαδικασία λήψης αποφάσεών τους. Όµως, σε κάθε περίπτωση συµφώνησε να ξαναδεί τη δήλωση του 1997.
Η εκ νέου αξιολόγηση που ακολούθησε οδήγησε σε µια ζωηρή συζήτηση εντός της οργάνωσης. «Υπήρχαν µέλη που αντέδρασαν έντονα» λέει ο Joshua Bolten, διευθύνων σύµβουλος του British Roundtable. Ωστόσο, εντέλει, «οι περισσότεροι πείστηκαν ότι αυτή ήταν η σωστή περιγραφή» του εταιρικού σκοπού. Το διοικητικό συµβούλιο συµφώνησε «ότι είναι πραγµατικά σηµαντικό για εµάς, συλλογικά, να καταδείξουµε και να προωθήσουµε επικοινωνιακά τον θετικό ρόλο των επιχειρήσεων στην κοινωνία».
«Είχαµε κάποιες καλές συζητήσεις» λέει ο Gorsky. Όµως, τελικά, «εντυπωσιάστηκα µε την απόλυτη συναίνεση όλων των µελών του British Roundtable υπέρ της νέας δήλωσης».
Ο Bolten επιµένει ότι η αλλαγή αφορά κάτι παραπάνω από λέξεις. Υπό την ηγεσία του Dimon, το Business Roundtable έχει υιοθετήσει ξεκάθαρες σχέσεις σε κοινωνικά ζητήµατα. Η πρόσφατη υποστήριξη προς το αίτηµα αύξησης του κατώτατου µισθού είναι ένα ενδεικτικό παράδειγµα. «Ο παραδοσιακός ρόλος του Business Roundtable ήταν να ασχολείται µε πολιτικές που προάγουν ή παρεµποδίζουν την οικονοµική ανάπτυξη. Δεν έχουµε χάσει αυτό το στοιχείο». Όµως, η οργάνωση έχει προσθέσει µια ατζέντα σχετικά µε τις ευκαιρίες − µια αναγνώριση της ανάγκης υιοθέτησης πολιτικών που θα βοηθήσουν τον καλύτερο διαµοιρασµό των οφελών από την οικονοµική ανάπτυξη.
Η νέα δήλωση σκοπού «βάζει υψηλότερα τον πήχη για όλους» λέει η Rometty. «Και ξέρω στα σίγουρα ότι θα έχει επίδραση στην ατζέντα που προωθεί το Business Roundtable. Θα υιοθετήσουµε µια ευρύτερη οπτική της ατζέντας πολιτικής µας και δεν θα είµαστε τόσο κλειστοί όσο υπήρξαµε στο παρελθόν».
Η ίδια η Rometty αντανακλά την αλλαγή αυτή στη δουλειά που κάνει ως πρόεδρος της επιτροπής εργατικού δυναµικού και εκπαίδευσης της οργάνωσης. Συγκεκριµένα, πιέζει τις εταιρείες να υποστηρίζουν προγράµµατα κατάρτισης που υπερβαίνουν τα ίδια συµφέροντά τους και να εστιάζουν στις ανάγκες της κοινωνίας που βρίσκεται στο επίκεντρο µιας τεράστιας τεχνολογικής αλλαγής η οποία απειλεί να βάλει στο περιθώριο πολλούς εργαζοµένους. «Στην εποχή αυτή το πιθανότερο είναι ότι θα υπάρξουν νικητές και ηττηµένοι, έχοντες και µη έχοντες. Πρέπει να εξασφαλίσουµε ότι όλοι θα νιώθουν ότι µπορούν να συµµετάσχουν. Πρέπει να κάνουµε την τωρινή εποχή µια εποχή συµπερίληψης, έτσι ώστε όλοι να αντιλαµβάνονται ότι έχουν έναν ρόλο και ότι µπορούν να βρουν µια καλή δουλειά.
Η Mary Barra, διευθύνουσα σύµβουλος της General Motors και µέλος του διοικητικού συµβουλίου του Business Roundtable, αποτελεί ένα παράδειγµα της συγκεκριµένης τάσης. Ανέλαβε τα ηνία της εταιρείας της λίγο προτού αυτή βρεθεί στο επίκεντρο της κριτικής για τις προβληµατικές µίζες που οδήγησαν σε πάνω από 100 θανάτους. «Κινούµασταν βάσει αξιών» λέει. «Είναι πάντα εύκολο να λες ότι έχεις αξίες και να τις κρεµάς στους τοίχους. Αλλά το να τις τηρείς όταν τα πράγµατα σκληραίνουν είναι πιο δύσκολο». Σήµερα, τονίζει, «µιλάµε τακτικά στους εργαζοµένους µας σχετικά µε τις αξίες µας».
Το 2017, η General Motors συµπύκνωσε την κοινωνική της αποστολή στην εξής απλή δέσµευση: «Μηδέν τρακαρίσµατα, µηδέν καυσαέρια, µηδέν κίνηση». «Υπήρξε ένα µεγάλο κύµα υποστήριξης» λέει η Barra. Και ο Chip Bergh της Levi Strauss, ο οποίος στράφηκε κατά της ανεξέλεγκτης οπλοκατοχής, µεταφέρει µια παρόµοια εικόνα.
Οι Barra και Bergh δεν είναι µόνοι. Τέσσερις στους δέκα διευθύνοντες συµβούλους της λίστας Fortune 500 (41%), σύµφωνα µε έρευνα γνώµης που πραγµατοποιήσαµε τον Μάρτιο µέσω της SurveyMonkey, πιστεύουν ότι η επίλυση κοινωνικών προβληµάτων θα πρέπει να είναι «κοµµάτι» της κύριας επιχειρηµατικής στρατηγικής τους. (Αξίζει να σηµειωθεί ότι 7% εµµένουν στην άποψη του Friedman ότι θα πρέπει «να εστιάζουν στη δηµιουργία κερδών και να µην αποσπάται η προσοχή τους από κοινωνικούς στόχους».)
Ο Wartzman του Drucker Institute σηµειώνει ότι η τρέχουσα εστίαση έχει ένα στοιχείο «επιστροφής στο µέλλον». Πολλοί εταιρικοί ηγέτες στις ΗΠΑ βγήκαν από τον Β’ Παγκόσµιο Πόλεµο µε µια βαθιά αίσθηση της ανάγκης να τεθούν οι κοινωνικοί στόχοι και οι ανάγκες των εργαζοµένων ψηλά στην εταιρική ατζέντα. Όµως, αυτή η δέσµευση εξαλείφτηκε το τελευταίο τέταρτο του 20ού αιώνα, εν µέρει επειδή η παγκοσµιοποίηση διέρρηξε τον δεσµό µεταξύ πολλών εταιρειών και των τοπικών κοινοτήτων τους.
Την ίδια στιγµή, µια νέα χρηµατοοικονοµική έννοια γινόταν της µόδας. Λεγόταν θεωρία της πρωτοκαθεδρίας του µετόχου και κατέληξε να γίνει ισχυρότερη από ό,τι µπορούσε να προβλέψει ο οποιοσδήποτε. Ποιος ξέρει; Ίσως το ίδιο θα συµβεί και µε την νέα εταιρική φιλοσοφία.
*To άρθρο δημοσιεύεται στο περιοδικό Fortune που κυκλοφορεί αυτό το ΣΚ στα περίπτερα.
**Φωτογραφίες: Βen Baker
Διαβάστε ακόμη:
Το νέο πρόσωπο του καπιταλισμού
Οι CEOs των αμερικανικών κολοσσών απορρίπτουν πλέον το δόγμα «οι μέτοχοι πρώτα»
Μπορούν οι επιχειρήσεις να γίνουν πραγματικά καλοί εταιρικοί πολίτες;