CONTAGION – Πώς και γιατί πανικοβάλλονται οι αγορές
- 03/09/2014, 09:00
- SHARE
Οι κρίσεις πανικού των επενδυτών για λόγους που στην πραγματικότητα φαίνονται αστείοι στο β' μέρος της νέας σειράς άρθρων του Fortune.
Γιατί ξαφνικά παθαίνουν κρίσεις πανικού οι επενδυτές; Το δεύτερο μέρος της σειράς άρθρων Contagion φωτίζει τη διαδικασία με την οποία απ’ τη μια στιγμή στην άλλη μπορεί η χρηματιστηριακή αγορά να αρχίσει το μαζικό ξεπούλημα μετοχών μιας εταιρείας ή πολλών.
του Στίβεν Γκάντελ
Στις αρχές Φλεβάρη, σε μία μόνο ημέρα διαπραγμάτευσης, η μετοχή του Twitter έπεσε κατά 24%, από 64 δολάρια σε 50. Ο λόγος; Οι πωλήσεις διαφημίσεων δεν αυξάνονταν τόσο όσο αναμενόταν. Η υπόλοιπη αγορά δεν ασχολήθηκε καθόλου. Την ίδια μέρα, ο δείκτης των βιομηχανικών μετοχών του Dow Jones ανέβηκε στις 188 μονάδες.
Ένα μήνα μετά, οι μετοχές εταιρειών τεχνολογίας βρίσκονταν σε ελεύθερη πτώση. Οι μετοχές της Facebook έχαναν 20% της αξίας τους ενώ αυτές της Netflix ήταν μείον 100 δολάρια. Και δεν ήταν μόνο αυτές. Οι μετοχές του κατασκευαστή ηλεκτρικών οχημάτων Tesla είχαν πέσει κι αυτές, μαζί με τις μετοχές πολλών εταιρειών βιοτεχνολογίας;
Τι είχε αλλάξει; Παραδόξως, η οικονομία φαινόταν να έχει βελτιωθεί.
Στις 10 Απριλίου, ο γεμάτος εταιρείες τεχνολογίας δείκτης Nasdaq Composite έχασε 129 μονάδες, στη χειρότερη ημέρα διαπραγμάτευσης τα τελευταία δυόμισι χρόνια. Πολλοί ισχυρίζονταν τότε ότι αυτή ήταν η αρχή ενός πολύ ευρύτερου ξεπουλήματος μετοχών.
Κι όμως, κάτι τέτοιο δε συνέβη. Αν και οι μετοχές του Twitter δεν έχουν καλύψει πλήρως το χαμένο έδαφος από τότε, οι μετοχές των εταιρειών τεχνολογίας γενικά ανεβαίνουν και ο Nasdaq είναι σαφώς πάνω από τα επίπεδα του Απριλίου.
Τι άλλαξε, πάλι; Δεν έχω ιδέα!
Κοινό χαρακτηριστικό κρίσεων πανικού της αγοράς -όπως η φούσκα των dot.com και η χρηματοπιστωτική κρίση- είναι ότι έρχονται απροειδοποίητα, και εμφανίζονται και εξαφανίζονται όταν δεν το περιμένεις.
Οι αλλαγές στη διάθεση των επενδυτών είναι συχνά στιγμιαίες – και τόσο «κολλητικές» όπως μια επιδημία γρίπης. Τι προκαλούν αυτές τις μεταβολές;
Οι απαντήσεις των οικονομολόγων δεν είναι τόσο ικανοποιητικές. Για ένα διάστημα, πολλοί είχαν απλώς υιοθετήσει την απάντηση ότι η αγορά λειτουργεί τυχαία. Ύστερα, όμως, ήρθε η χρηματοπιστωτική κρίση που παραλίγο να καταπιεί ολόκληρη την οικονομία, και η αναζήτηση των αιτιών αυτής της εξάπλωσης έγινε πάλι ένα hot θέμα.
Αν ρωτήσετε τους περισσότερους επαγγελματίες επενδυτές και αναλυτές της αγοράς γιατί συμβαίνουν οι κρίσεις στο χρηματιστήριο, η απάντηση που θα λάβετε θα είναι η ίδια: Οι τιμές των μετοχών ανεβαίνουν υπερβολικά ψηλά.
«Στην ορολογία της αγοράς, αυτό αποκαλείται “εξουθένωση”» λέει ο Φρεντ Χάικι, διευθυντής σύνταξης του newsletter The High-Tech Strategist. Και πράγματι, η ιδέα ότι οι μετοχές ήταν εξαιρετικά υπερεκτιμημένες βρίσκεται πίσω από το σπάσιμο της φούσκας των μετοχών τεχνολογίας το 2000. Το Μάρτιο του 2000, το Barron’s δημοσίευσε ένα άρθρο που εξηγούσε πόσο ταχύτατα οι εταιρείες dotcom ξέμεναν από ρευστό και πόσο υπερεκτιμημένες ήταν οι μετοχές τους. Στις επόμενες τρεις ημέρες, ο δείκτης Nasdaq έπεσε κατά 500 μονάδες, ή 10%.
Το ίδιο συνέβη, σύμφωνα με τον Χάικι, την περίοδο πριν τη χρηματοπιστωτική κρίση. Μια απλή σύγκριση των τιμών μετοχών με τις εταιρικές πωλήσεις ή τα κέρδη ήταν αρκετή για να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι τον Οκτώβριο του 2007 η αγορά ήταν υπερεκτιμημένη.
«Δεν έχω ιδέα γιατί κάποιος θα μπορούσε να αναμένει οτιδήποτε άλλο εκτός από μείωση των τιμών», λέει ο Χάικι.
Υπάρχει όμως και αντίλογος στις εξηγήσεις που βασίζονται στην αγοραία αξία. Ο νομπελίστας οικονομολόγος Έντουαρντ Πρέσκοτ μελέτησε τις τιμές των μετοχών το 1929, πριν το τεράστιο κραχ. Το συμπέρασμά του ήταν ότι η αγορά δεν κατέρρευσε το 1929 επειδή οι μετοχές ήταν υπερεκτιμημένες. Αντιθέτως, βάσει όλων των στοιχείων που διαθέτουμε, η αγορά ήταν φτηνή.
«Το καλύτερο που μπορούμε να πούμε είναι ότι τα μαζικά ξεπουλήματα μετοχών οφείλονται σε μεταβολές στα συναισθήματα των επενδυτών», λέει ο καθηγητής του Χάρβαρντ Μάλκολμ Μπέικερ. «Αλλά δεν γνωρίζουμε πού οφείλονται αυτές οι μεταβολές».
Η τελευταία προσθήκη στις θεωρητικές απόπειρες εξήγησης του φαινομένου λέγεται «καταναλωτικό υπόδειγμα αποτίμησης ενεργητικού» (consumption-based asset pricing model). Σύμφωνα μ’ αυτό, οι επενδυτές δεν ασχολούνται πολύ με το αν οι μετοχές μιας εταιρείας είναι υπο-εκτιμημένες ή υπερ-εκτιμημένες. Αντίθετα, οι περισσότεροι επενδυτές λαμβάνουν αποφάσεις βάσει του πόσο χρήμα διαθέτουν και πότε θα το ξοδέψουν.
«Σε μια περίοδο όπου θα πίστευα ότι θα χρειαστώ ρευστό, θα ήμουν εξαιρετικά νευρικός με κάτι που δεν έχει ροές ρευστού τώρα, αλλά αναμένεται να έχει στο μέλλον», επισημαίνει ο Κρις Μπράιτμαν, ερευνητής στην εταιρεία Research Affiliates.
Ο Σίντνεϊ Λάντβιγκσον, καθηγητής οικονομικών στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης και υποστηρικτής των καταναλωτικών θεωριών, συν-επιμελήθηκε μια μελέτη που κατέδειξε ότι 75% των βραχυπρόθεσμων μεταβολών στις τιμές των μετοχών συνδέονται με μεταβολές στη διάθεση ανάληψης ρίσκου εκ μέρους των επενδυτών.
Φαίνεται ότι αυτή η θεωρία είναι πολύ καλή στην εξήγηση του πρόσφατου ξεπουλήματος των μετοχών τεχνολογίας. Στο πρώτο τέταρτο, τα εταιρικά κέρδη δεν ήταν χειρότερα από πέρυσι, όμως η οικονομία είχε πράγματι επιβραδυνθεί. Αυτό έκανε πολλούς πιο ανήσυχους σε σχέση με το πόσο ρευστό είχαν στη διάθεσή τους, και κατά πόσο θα το χρειάζονταν νωρίτερα απ’ ότι πίστευαν αρχικά. Αν ανησυχείς ότι θα χρειαστείς ρευστό σύντομα, τότε μάλλον δεν θα επενδύσεις σε εταιρείες όπως η Tesla και το Twitter που αφήνουν υποσχέσεις για το μέλλον αλλά δεν παράγουν κέρδη -ή μεγάλα κέρδη- σήμερα. Αντίθετα, δεν θα έχεις πρόβλημα να επενδύσεις στην Berkshire Hathaway ή την GE ή τη Walmart.
Όταν στις αρχές Απριλίου η οικονομία άρχισε «να παίρνει τα πάνω της», τότε οι τιμές των μετοχών εταιρειών τεχνολογίας άρχισαν κι αυτές να ανεβαίνουν.
Ο καθηγητής Πρέσκοτ φαίνεται ότι συμφωνεί εν μέρει. Γι’ αυτόν, ο κύριος παράγοντας που καθορίζει την εξέλιξη των τιμών των μετοχών είναι η φορολογική πολιτική. Αν οι επενδυτές πιστεύουν ότι θα πληρώσουν περισσότερα σε φόρους, τότε θα επενδύσουν λιγότερα. Και μπορεί αυτό να μην εξηγεί την πτώση των μετοχών τεχνολογίας νωρίτερα φέτος, ή το 2008, αλλά η ουσία παραμένει η ίδια: ο φόβος σχετικά με την τιμή μιας μετοχής δεν είναι ο μοναδικός παράγοντας που συμβάλλει στη διάδοση του ξαφνικού πανικού ανάμεσα στους επενδυτές.