DBRS για Ελλάδα: Επιβράδυνση ΑΕΠ στο 3,1% το 2022 – Η πειθαρχία «κλειδί» για τη βιωσιμότητα του χρέους
- 11/05/2022, 09:39
- SHARE
Κλειδί για τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους και την ανθεκτικότητα της εγχώριας οικονομίας θεωρεί τη δημοσιονομική πειθαρχία, σε σημερινό του ενημερωτικό σημείωμα, ο καναδικός οίκος DBRS Morningstar, που «βλέπει» αβεβαιότητα και επιβράδυνση…
Πιο συγκεκριμένα, όπως επισημαίνεται σχετικά, η Ελλάδα δημοσίευσε το Πρόγραμμα Σταθερότητας που καθορίζει τους δημοσιονομικούς στόχους και τους στόχους για το χρέος για την περίοδο 2023-2025.
Η DBRS Morningstar βλέπει θετικά τη δέσμευση της Ελλάδας στη δημοσιονομική πειθαρχία. Ωστόσο, οι συνέπειες της εισβολής της Ρωσίας στην Ουκρανία δημιουργούν πρόσθετη αβεβαιότητα γύρω από τις προβλέψεις.
Μια πιο μακροχρόνια επίδραση στις τιμές των εμπορευμάτων και τον πληθωρισμό θα μπορούσε να οδηγήσει σε χαμηλότερη ανάπτυξη.
Ενδέχεται να χρειαστούν πρόσθετα μέτρα για τον μετριασμό των επιπτώσεων στις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά.
Μια παρατεταμένη ή ευρύτερη σύγκρουση θα μπορούσε να εντείνει τις προϋπάρχουσες επιπτώσεις της πανδημίας, να οδηγήσει σε ασθενέστερη ανάπτυξη και να καθυστερήσει περαιτέρω την εξισορρόπηση των δημοσιονομικών λογαριασμών.
Παρά την απουσία ισχυρών οικονομικών δεσμών με τη Ρωσία, η οικονομική ανάπτυξη της Ελλάδας αναμένεται να επιβραδυνθεί φέτος στο 3,1% σύμφωνα με το Πρόγραμμα Σταθερότητας, από τις αρχικές εκτιμήσεις για 4,5%.
Αυτό οφείλεται κυρίως στην αύξηση των τιμών των εμπορευμάτων και στην αρνητική επίδραση του υψηλού πληθωρισμού.
Η Ελλάδα παραμένει δεσμευμένη στην αποκατάσταση της δημοσιονομικής της βιωσιμότητας
Πέρυσι, ένα καλύτερο από το αναμενόμενο ΑΕΠ οδήγησε σε πρωτογενές έλλειμμα 5,0%, νούμερο κατά δύο ποσοστιαίες μονάδες μεγαλύτερο σε σχέση με τον προϋπολογισμό του 2022.
Το έλλειμμα προβλέπεται να μειωθεί περαιτέρω το 2023, αλλά η εισαγωγή μέτρων για την άμβλυνση του αντίκτυπου των αυξημένων τιμών στην Ενέργεια και της αναμενόμενης επιβράδυνσης θα οδηγήσει σε αναθεώρηση των δημοσιονομικών στόχων φέτος: από πρωτογενές έλλειμμα 1,4% του ΑΕΠ σε 2,0 %.
Τα μέτρα αντιμετώπισης της πανδημίας και η συρρίκνωση της οικονομίας το 2020 οδήγησαν σε αύξηση του δείκτη δημόσιου χρέους στο 206,3% του ΑΕΠ, από 180,7% το 2019.
Η ισχυρή ανάπτυξη και τα έσοδα οδήγησαν σε μεγαλύτερη μείωση του δείκτη από ό,τι αρχικά αναμενόταν, στο 193,3%, το 2021.
Η κυβέρνηση προβλέπει ότι ο δείκτης του δημόσιου χρέους θα συνεχίσει την πτωτική του τάση, που προβλέπεται να αγγίξει το 180,2% το 2022, 13,1 ποσοστιαίες μονάδες χαμηλότερα από το 2021, λόγω του υψηλότερου πληθωρισμού.
Μέχρι το 2025 ο δείκτης χρέους εκτιμάται ότι θα πέσει κάτω από το 150% του.
Ο δείκτης χρέους προς ΑΕΠ αναμένεται να πέσει μέχρι το 2025 στο 150%, ήτοι πτώση 59,8% σε σχέση με το 2020.
Ο δείκτης δημόσιου χρέους είναι υψηλός
Η αυστηροποίηση των νομισματικών πολιτικών προσθέτει πίεση στο κόστος δανεισμού ενώ εγείρει ερωτήματα σχετικά με το πώς υπερχρεωμένες χώρες όπως η Ελλάδα μπορούν να διατηρήσουν τη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους τους.
Οι αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων αυξήθηκαν πρόσφατα σε περίπου 2,5%.
Η πανδημία είχε βαρύ αντίκτυπο στο χρέος, με τον αντίστοιχο δείκτη χρέους να παραμένει ο υψηλότερος στη ζώνη του ευρώ.
Κατά την άποψη της DBRS Morningstar, παρά τον υψηλό δείκτη δημόσιου χρέους της Ελλάδας, αρκετοί παράγοντες μετριάζουν τους κινδύνους που προκύπτουν από την αύξηση των αποδόσεων των ομολόγων.
Στο μέλλον, η μείωση του χρέους θα υποστηριχθεί επίσης από δύο άλλους παράγοντες: (1) Την ικανότητα της Ελλάδας να επιστρέψει και να διατηρήσει πρωτογενή πλεονάσματα και (2) να επιτύχει σταθερούς ρυθμούς ονομαστικής ανάπτυξης.
Η δημοσιονομική πειθαρχία και η βιώσιμη ανάπτυξη κλειδί για την ενίσχυση της ανθεκτικότητας της Ελλάδας
Οι διαδοχικές κρίσεις -η πανδημία και ο πόλεμος στην Ουκρανία- επαναλαμβάνουν τη σημασία της ενίσχυσης των θεμελιωδών οικονομικών μεγεθών, της έντασης της οικονομικής διαφοροποίησης και της διατήρησης κεφαλαιακών αποθεμάτων που θα μπορούσαν να υποστηρίξουν την ικανότητα της οικονομίας να αντιμετωπίσει απροσδόκητους οικονομικούς κραδασμούς.
Πριν από την κρίση του COVID-19, η Ελλάδα, επιδεικνύοντας προσήλωση σε συνετές δημοσιονομικές πολιτικές, είχε καταφέρει να επιτύχει υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα παρέχοντας στην κυβέρνηση δημοσιονομικό χώρο για να στηρίξει την πραγματική οικονομία.
Η επιστροφή σε πρωτογενή δημοσιονομικά πλεονάσματα αναμένεται το 2023 σύμφωνα με το Πρόγραμμα Σταθερότητας, φθάνοντας στο 1,1% του ΑΕΠ και περίπου στο 2% το 2024 και το 2025.
Ωστόσο, οι δημοσιονομικές προοπτικές δεν είναι απρόσβλητες από κινδύνους, με την εισβολή της Ρωσίας και τις ανατιμήσεις στην αγορά Ενέργειας να αποτελούν τους μεγαλύτερους κινδύνους.
Τα μέτρα στήριξης των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων μπορεί να οδηγήσουν σε λιγότερο ευνοϊκά αποτελέσματα το επόμενο έτος. Παρά τη σημαντική πρόοδο που έχει σημειώσει η Ελλάδα σε ό,τι αφορά τη δημοσιονομική εξυγίανσή της τα προηγούμενα χρόνια, η αύξηση του ΑΕΠ ήταν αναιμική πριν από την πανδημία.
Η DBRS Morningstar πιστεύει ότι τα ευρωπαϊκά κεφάλαια του Ταμείου Ανάκαμψης θα μπορούσαν να έχουν ουσιαστικό αντίκτυπο στη μακροπρόθεσμη αναπτυξιακή τροχιά της Ελλάδας.
Οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και οι επενδύσεις που περιλαμβάνονται στο Greece 2.0 προσφέρουν μια μοναδική ευκαιρία στη χώρα να ενισχύσει τα θεμελιώδη μεγέθη της και να εξισορροπήσει τα δημόσια οικονομικά της.
Ο αντίκτυπος των δυσμενών γεωπολιτικών εξελίξεων και η αβεβαιότητα σχετικά με τη διάρκεια της σύγκρουσης στην οικονομική δραστηριότητα, την εμπιστοσύνη των καταναλωτών και των επιχειρήσεων, τις τιμές της ενέργειας και τις τιμές των τροφίμων, επιφυλάσσουν ορισμένους κινδύνους για τις οικονομικές προοπτικές στο εγγύς μέλλον. Ωστόσο, τα θεμελιώδη της Ελλάδας θα καθορίσουν τελικά εάν το υψηλό βάρος χρέους θα παραμείνει βιώσιμο.