DBRS για ελληνικές τράπεζες: Ισχυρό πιστωτικό προφίλ, άνοιξε ο δρόμος για στρατηγική ευελιξία 

DBRS για ελληνικές τράπεζες: Ισχυρό πιστωτικό προφίλ, άνοιξε ο δρόμος για στρατηγική ευελιξία 
Toronto, Canada - May 6, 2019: DBRS sign on the headquarters building in Toronto, Canada. DBRS is an independent, privately held, globally recognized credit ratings agency. Photo: Shutterstock
Ανθεκτικότητα, ισχυρά κέρδη και βελτίωση της κεφαλαιακής επάρκειας τα χαρακτηριστικά των ελληνικών τραπεζών...

Ηχηρή ψήφο εμπιστοσύνης στις προοπτικές των ελληνικών τραπεζών έδωσε ο καναδικός οίκος αξιολόγησης DBRS, με έρεισμα την ενισχυμένη κερδοφορία και τα βιώσιμα πλάνα ανάπτυξης.

Όπως επισημαίνει, οι μεγάλες ελληνικές τράπεζες (Alpha Bank, Eurobank, Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος και Τράπεζα Πειραιώς) πέτυχαν συνολικά καθαρά κέρδη ύψους 4,3 δισ. ευρώ το 2024, καταγράφοντας αύξηση 18% σε ετήσια βάση. Οι υψηλότερες καθαρές επιτοκιακές πρόσοδοι (NII) και τα καθαρά έσοδα από προμήθειες, σε συνδυασμό με τον έλεγχο του κόστους και τη μείωση των προβλέψεων για επισφαλή δάνεια (LLPs), συνέβαλαν στη βελτίωση των αποτελεσμάτων. Επιπλέον, η εξαγορά της Ελληνικής Τράπεζας από τη Eurobank είχε θετική επίδραση στα αποτελέσματα. Η μέση απόδοση ιδίων κεφαλαίων (ROE) διαμορφώθηκε στο 13% το 2024, από περίπου 12% το 2023.

Σύμφωνα με την DBRS, οι καθαρές επιτοκιακές πρόσοδοι παρέμειναν ανθεκτικές, κυρίως λόγω της αύξησης των εταιρικών δανείων, παρά τα χαμηλότερα επιτόκια. Παράλληλα, τα καθαρά έσοδα από προμήθειες αυξήθηκαν σημαντικά, ενώ η λειτουργική αποδοτικότητα παρέμεινε ισχυρή.

«Αν και τα έσοδα των ελληνικών τραπεζών βασίζονται σε μεγάλο βαθμό στην καθαρή επιτοκιακή πρόσοδο, αναμένουμε ότι η πιστωτική επέκταση, σε συνδυασμό με την αυξανόμενη εστίαση των τραπεζών στις επενδύσεις, τη διαχείριση περιουσιακών στοιχείων και την bancassurance, καθώς και οι καλύτερες προοπτικές της ελληνικής οικονομίας σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, θα συμβάλουν στον μετριασμό των επιπτώσεων από τα χαμηλότερα επιτόκια, τις γεωπολιτικές εντάσεις και τις απειλές για το παγκόσμιο εμπόριο» σημειώνει ο καναδικός οίκος.

Ειδικότερα, σε ό,τι αφορά το κόστος κινδύνου (COR), μειώθηκε το 2024, λόγω ενίσχυσης στην ποιότητα των στοιχείων ενεργητικού και της βιώσιμης πιστωτικής επέκτασης, που οδήγησαν σε περαιτέρω βελτίωση των προφίλ κινδύνου. Η χρηματοδότηση και η ρευστότητα του κλάδου παραμένουν ισχυρές, παρά τη μειωμένη πρόσβαση στην κεντρική τράπεζα. Τα κεφαλαιακά αποθέματα ενισχύθηκαν, ενώ βελτιώθηκε και η ποιότητα του κεφαλαίου το 2024, γεγονός που ενισχύει τη στρατηγική ευελιξία. Ενώ οι μερισματικές αποδόσεις και οι επαναγορές μετοχών παραμένουν προτεραιότητα για το άμεσο μέλλον, οι ελληνικές τράπεζες φαίνεται να εξετάζουν και άλλες επιλογές αξιοποίησης κεφαλαίου, όπως συγχωνεύσεις και εξαγορές (M&A).

Λειτουργική κερδοφορία

Σύμφωνα με την DBRS, το 2024, τα συνολικά έσοδα αυξήθηκαν κατά 8% σε ετήσια βάση, κυρίως λόγω των βασικών εσόδων (καθαρή επιτοκιακή πρόσοδος και καθαρά έσοδα από προμήθειες) και, σε μικρότερο βαθμό, των συναλλαγών και άλλων εισοδημάτων. Τα βασικά έσοδα αυξήθηκαν κατά 8% σε ετήσια βάση το 2024.

Το 2024, η συνολική καθαρή επιτοκιακή πρόσοδος αυξήθηκε κατά 6% σε ετήσια βάση, καθώς ο αρνητικός αντίκτυπος από τη μείωση των επιτοκίων αντισταθμίστηκε από την αύξηση των δανείων, τη μεγαλύτερη συνεισφορά των τίτλων σταθερού εισοδήματος και τα οφέλη από τη διαχείριση του επιτοκιακού κινδύνου. Δεδομένου ότι η δομή εσόδων των ελληνικών τραπεζών βασίζεται σημαντικά στα ΝΙΙ, η μείωση των επιτοκίων θα επηρεάσει αρνητικά τη δημιουργία εσόδων. Ωστόσο, οι νέες χορηγήσεις δανείων, που φαίνεται να είναι ισχυρότερες στην Ελλάδα σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη, αναμένεται να μετριάσουν τον αρνητικό αντίκτυπο της πτώσης των επιτοκίων στην καθαρή επιτοκιακή πρόσοδο.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Το 2024, τα καθαρά έσοδα από προμήθειες αυξήθηκαν κατά 17% σε ετήσια βάση, κυρίως λόγω των παραδοσιακών τραπεζικών υπηρεσιών, αλλά και μέσω πωλήσεων επενδυτικών, διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων και bancassurance προϊόντων, στα οποία οι τράπεζες έχουν επενδύσει σημαντικά. Η συνεισφορά των καθαρών εσόδων από προμήθειες στα συνολικά έσοδα παρέμεινε σε μέτριο επίπεδο, στο 19% το 2024· ωστόσο, αναμένεται βελτίωση λόγω οργανικών και ανόργανων στρατηγικών πρωτοβουλιών. Παρ’ όλα αυτά, αναμένουμε ότι τα κυβερνητικά μέτρα για τη μείωση ορισμένων τραπεζικών χρεώσεων για πελάτες λιανικής από το 2025 θα απορροφήσουν μέρος της αναμενόμενης αύξησης στη δημιουργία εσόδων από προμήθειες.

Τα λειτουργικά έξοδα αυξήθηκαν κατά 9% σε ετήσια βάση το 2024, αν και αυτό περιλαμβάνει τον αντίκτυπο από την εξαγορά της Ελληνικής Τράπεζας. Παρά την αύξηση των αποδοχών του προσωπικού και των επενδύσεων στον ψηφιακό μετασχηματισμό, ο μέσος δείκτης κόστους προς έσοδα παρέμεινε αμετάβλητος σε ετήσια βάση, σε ισχυρό επίπεδο 34% το 2024. Τα συνολικά κέρδη προ προβλέψεων και φόρων αυξήθηκαν κατά 8% σε ετήσια βάση το 2024.

Μείωση στο κόστος κινδύνου

Το 2024, οι προβλέψεις για επισφαλή δάνεια (LLPs) μειώθηκαν κατά 29% σε ετήσια βάση, λόγω της στρατηγικής μείωσης κινδύνου (de-risking) και των περιορισμένων νέων εισροών μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (NPE). Το μέσο κόστος κινδύνου (COR) διαμορφώθηκε στις 69 μονάδες βάσης (bps) το 2024, σημειώνοντας μείωση σε σχέση με τα επίπεδα προηγούμενων ετών. Η εξέλιξη αυτή αντανακλά κυρίως τα ισχυρότερα προφίλ κινδύνου των τραπεζών και τη συνεχιζόμενη ανάπτυξη των δανείων.

Ωστόσο, το COR παραμένει υψηλότερο από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, γεγονός που καθιστά επιτακτική την ανάγκη για περαιτέρω αποκλιμάκωση κινδύνου στο μέλλον και τον πιθανό σχηματισμό νέων NPE, λόγω των ακόμα υψηλών επιτοκίων. «Υπάρχουν περιθώρια για περαιτέρω μείωση του COR, εφόσον οι κίνδυνοι ποιότητας ενεργητικού παραμείνουν υπό έλεγχο, με τη στήριξη και των θετικών προοπτικών της ελληνικής οικονομίας σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, που αναμένεται να συνεχίσει να ενισχύει τη χορήγηση νέων δανείων» σημειώνει ο καναδικός οίκος.

Στοιχεία ενεργητικού

Το προφίλ ποιότητας ενεργητικού των ελληνικών τραπεζών βελτιώθηκε το 2024, λόγω οργανικών κινήσεων εξυγίανσης, πωλήσεων NPE, περιορισμένων νέων εισροών NPE, σημαντικής επέκτασης του χαρτοφυλακίου δανείων και αυξημένης κάλυψης δανείων. Ως αποτέλεσμα, ο μέσος ακαθάριστος και καθαρός δείκτης NPE μειώθηκαν στο 2,9% και 0,8% αντίστοιχα στο τέλος του 2024, από 4,1% και 1,4% ένα χρόνο νωρίτερα. Το μέσο ποσοστό κάλυψης NPE, βάσει συνολικών προβλέψεων, αυξήθηκε στο 74% από 66% την ίδια περίοδο. Το συνολικό απόθεμα ακαθάριστων NPE μειώθηκε κατά 93% την περίοδο 2019-2024, διευκολυνόμενο από την εκτέλεση πωλήσεων και τιτλοποιήσεων στο πλαίσιο του προγράμματος “Ηρακλής” (Hellenic Asset Protection Scheme – HAPS).

Η μείωση των επιτοκίων, σε συνδυασμό με την καλή απόδοση της ελληνικής οικονομίας και την αύξηση των επενδύσεων στη χώρα, έχει υποστηρίξει την αύξηση του όγκου δανείων στον ελληνικό τραπεζικό τομέα. Παρότι η δανειοδότηση προς τα νοικοκυριά στην Ελλάδα παραμένει πιο αδύναμη σε σχέση με τη ζώνη του ευρώ, η μείωση επιβραδύνθηκε στο -0,3% ετησίως τον Δεκέμβριο του 2024, λόγω κυβερνητικών πρωτοβουλιών για την ενίσχυση των νέων στεγαστικών δανείων. Το εταιρικό χαρτοφυλάκιο δανείων στην Ελλάδα αυξήθηκε κατά 14,2% ετησίως τον Δεκέμβριο του 2024, επίδοση σαφώς καλύτερη από εκείνη της Ευρωζώνης, με σημαντική επιτάχυνση το τέταρτο τρίμηνο του 2024 για τη χρηματοδότηση μεγάλων έργων που συνδέονται με την ανάπτυξη της χώρας. Οι γεωπολιτικές εντάσεις και οι απειλές για το παγκόσμιο εμπόριο μέσω δασμολογικών πολιτικών αναμένεται να επηρεάσουν αρνητικά την ανάπτυξη των δανείων το 2025. Ωστόσο, οι καλύτερες προοπτικές της ελληνικής οικονομίας συγκριτικά με την Ευρώπη, καθώς και η δυνατότητα των τραπεζών να συνεχίσουν να χορηγούν δάνεια συνδεδεμένα με τα κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας της ΕΕ (RRF), θα συμβάλουν στον μετριασμό αυτών των κινδύνων.

Το προφίλ χρηματοδότησης

Οι ελληνικές τράπεζες χρηματοδοτούνται κυρίως μέσω καταθέσεων. Οι καταθέσεις πελατών αντιστοιχούσαν περίπου στο 89% της συνολικής χρηματοδότησης στο τέλος του 2024 και προέρχονταν κυρίως από καταναλωτές με ευρεία διασπορά και σταθερή συμπεριφορά. Οι καταθέσεις αυξήθηκαν περαιτέρω το 2024, ενσωματώνοντας και την ένταξη της Ελληνικής Τράπεζας στο σχήμα της Eurobank. Η προηγούμενη αύξηση των επιτοκίων οδήγησε σε αύξηση των προθεσμιακών καταθέσεων, οι οποίες φέρουν υψηλότερη απόδοση· ωστόσο, οι προθεσμιακές καταθέσεις σταθεροποιήθηκαν γύρω στο 27% του συνόλου των καταθέσεων.

Η χρηματοδότηση από την κεντρική τράπεζα έχει μειωθεί λόγω της αποπληρωμής των TLTRO. Στις αρχές Ιανουαρίου 2025, οι ελληνικές τράπεζες διέθεταν περίπου 3 δισ. ευρώ χρηματοδότησης από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), που αντιστοιχούσε περίπου στο 8% της συνολικής χρηματοδότησης του Ευρωσυστήματος. Την ίδια ημερομηνία, οι ελληνικές τράπεζες διατηρούσαν περίπου 16 δισ. ευρώ σε καταθετικές διευκολύνσεις πάνω από το ελάχιστο απαιτούμενο αποθεματικό, ποσό πάνω από έξι φορές μεγαλύτερο από τη χρηματοδότηση που έλαβαν από την κεντρική τράπεζα.

Η ρευστότητα του τραπεζικού τομέα παραμένει ισχυρή, με τον μέσο δείκτη κάλυψης ρευστότητας (LCR) να ξεπερνά το 200%, τον μέσο δείκτη καθαρής σταθερής χρηματοδότησης (NSFR) να ανέρχεται περίπου στο 136% και τον μέσο δείκτη δανείων προς καταθέσεις (LTD) να διαμορφώνεται στο 67% στο τέλος του 2024.

Ισχυρότερα κεφαλαιακά αποθέματα  

Η κεφαλαιακή επάρκεια των ελληνικών τραπεζών ενισχύθηκε το 2024, αντανακλώντας τη διατήρηση υψηλής κερδοφορίας, τη βελτίωση των ισολογισμών και τις στρατηγικές διαχείρισης κεφαλαίου, παρά τις αυξημένες διανομές προς τους μετόχους, την ισχυρή ανάπτυξη δανείων και τις κινήσεις εξαγορών και συγχωνεύσεων (M&A). Στο τέλος του 2024, ο μέσος πλήρως προσαρμοσμένος δείκτης κεφαλαίου κοινών μετοχών κατηγορίας 1 (CET1) διαμορφώθηκε στο 16,2%, ενώ ο συνολικός δείκτης κεφαλαιακής επάρκειας ανήλθε στο 20,3%, σημειώνοντας αύξηση από 15,6% και 19% αντίστοιχα, ένα χρόνο νωρίτερα. Τα μέσα κεφαλαιακά αποθέματα πάνω από τις ελάχιστες απαιτήσεις ανήλθαν σε περισσότερες από 620 μονάδες βάσης για το CET1 και 550 μονάδες βάσης για το συνολικό κεφάλαιο.

Η ποιότητα του κεφαλαίου βελτιώθηκε περαιτέρω το 2024, με τις αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις (DTC) να αντιπροσωπεύουν περίπου το 49% του κεφαλαίου CET1 στο τέλος του 2024, έναντι 56% στο τέλος του 2023. «Αναμένουμε ότι η τάση αυτή θα συνεχιστεί, καθώς οι τράπεζες σχεδιάζουν να επιταχύνουν την απόσβεση των DTC από το 2025. Ενώ η επιστροφή μέρους του πλεονάζοντος κεφαλαίου στους μετόχους μέσω μερισμάτων και επαναγοράς μετοχών φαίνεται να παραμένει προτεραιότητα για το προσεχές μέλλον, παρατηρούμε ότι οι τράπεζες δείχνουν μεγαλύτερη διάθεση να εξετάσουν εναλλακτικές στρατηγικές αξιοποίησης κεφαλαίου, όπως συγχωνεύσεις και εξαγορές (M&A), προκειμένου να προσαρμοστούν σε ένα περιβάλλον χαμηλότερων επιτοκίων, ενισχύοντας την κλίμακα, τις συνέργειες και τη διαφοροποίηση των επιχειρηματικών τους μοντέλων» καταλήγει η DBRS. 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ: