ΔΕΗ: Επενδύσεις 5,9 δισ. ευρώ τα τελευταία επτά χρόνια
- 26/04/2017, 14:05
- SHARE
Η αξία των παγίων της εταιρείας ανέρχεται στα 13,3 δισ. ευρώ.
Στα 13,3 δισ. ευρώ φθάνει σήμερα η αξία των παγίων της ΔΕΗ σε ορυχεία, παραγωγή, μεταφορά, διανομή και εμπορία, σύμφωνα με τα στοιχεία που παρουσίασε ο αντιπρόεδρος της εταιρίας Γιώργος Ανδριώτης, μιλώντας σε ημερίδα για την ενέργεια που πραγματοποιήθηκε στο ΕΒΕΑ.
Ο κ. Ανδριώτης τόνισε ότι η ΔΕΗ επενδύει στους τομείς αυτούς κατά μέσο όρο πάνω από 900 εκατ. ευρώ το χρόνο (συνολικά 5,9 δισ. ευρώ την τελευταία επταετία, κατά τη διάρκεια της κρίσης). Ανέφερε ακόμη ότι την περίοδο 2010 – 2016 αποσύρθηκαν για λογούς οικονομικούς και περιβαλλοντικούς μονάδες ηλεκτροπαραγωγής ισχύος 2.180 μεγαβάτ και εντάχθηκαν 1.417 MW νέων μονάδων, ενώ στο διάστημα 2017 – 2025 θα αποσυρθούν πάνω από 2.100 MW και θα ενταχθούν περίπου 1.800, μαζί με τις μονάδες των νησιών και τις ανανεώσιμες πηγές. Αναφερόμενος δε στη συμφωνία για υποχρεωτική μείωση του μεριδίου αγοράς της ΔΕΗ κάτω από το 50% ως το 2020 τόνισε ότι εκτός από τις συμφωνίες υπάρχουν και οι νόμοι της φύσης που δεν μπορούν να παραβιαστούν.
Την εκτίμηση ότι δεν θα επιτευχθούν οι στόχοι για απελευθέρωση της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας γιατί δεν υπάρχουν οι κατάλληλες προϋποθέσεις εξέφρασε ο αναπληρωτής διευθύνων σύμβουλος της Protergia του ομίλου Μυτιληναίου, Ντίνος Μπενρουμπή. “Αν δεν υπάρχουν ισοδύναμα μείγματα στην παραγωγή απευθείας ελεγχόμενα από τον παραγωγό και όχι με άλλους τρόπους, δεν θα ανοίξει η αγορά. Η αγορά δεν ανοίγει από τη λιανική προς τα πίσω αλλά από την παραγωγή” ανέφερε ο κ. Μπενρουμπή. Πρόσθεσε ακόμη, ότι στην υποθετική περίπτωση που κάποιος αγόραζε κάποιο εργοστάσιο της ΔΕΗ θα στηριζόταν στο υπάρχον προσωπικό και τεχνογνωσία καθώς “δεν φιλοδοξεί κανένας να αντικαταστήσει τους ήδη εργαζόμενους από άλλους”.
Στάθηκε εξάλλου στα εμπόδια για την υλοποίηση επενδύσεων στην ενέργεια, τονίζοντας χαρακτηριστικά ότι τα αιολικά πάρκα που υλοποιούνται τώρα ξεκίνησαν να αδειοδοτούνται το 2003 ενώ η διασύνδεση Πολυπόταμος – Νέα Μάκρης χρειάστηκε δώδεκα χρόνια για να ολοκληρωθεί και ανέφερε ότι αυτός ήταν ο λόγος για τον οποίο οι ξένοι επενδυτές πλην εξαιρέσεων απέχουν από την ελληνική αγορά. Στο ίδιο πλαίσιο σημείωσε την καθυστέρηση στη διασύνδεση των Κυκλάδων και της Κρήτης.
Ο κ. Διομήδης Σταμούλης, ανώτερος διευθυντής στρατηγικού σχεδιασμού βιομηχανικών δραστηριοτήτων και συμμετοχών των Ελληνικών Πετρελαίων παρουσίασε τις επενδύσεις του ομίλου που οδήγησαν σε τετραπλασιασμό, σχεδόν, των εξαγωγών από 2,3 εκατομμύρια μετρικούς τόνους το 2011 σε 8,6 εκατομμύρια το 2016, καλύπτοντας έτσι τις απώλειες που καταγράφει, λόγω της κρίσης, η εγχώρια κατανάλωση καυσίμων. Αναφέρθηκε επίσης στη δραστηριότητα του ομίλου στις έρευνες υδρογονανθράκων στις χερσαίες και θαλάσσιες περιοχές της Δυτικής Ελλάδας.
Το επενδυτικό πρόγραμμα της Energean ύψους 270 εκατ. ευρώ για έρευνες υδρογονανθράκων στον Πρίνο και τη Δυτική Ελλάδα παρουσίασε ο αντιπρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της Kavala Oil Δημήτρης Γόντικας.
Η Ελλάδα μπορεί να προσελκύσει επενδύσεις ύψους 27 δισ. ευρώ ως το 2025 στον τομέα της ενέργειας (ηλεκτρική ενέργεια, ανανεώσιμες πηγές, φυσικό αέριο και έρευνες υδρογονανθράκων) επεσήμανε ο πρόεδρος του ΕΒΕΑ Κωνσταντίνος Μίχαλος ενώ σημείωσε, ότι εφόσον προχωρήσουμε σε εξορύξεις οι ανάγκες για υποδομές και υπηρεσίες σε πολλούς τομείς θα είναι τεράστιες.
«Για να επενδυθούν νέα κεφάλαια στην ενέργεια, πρώτη προϋπόθεση είναι μια πραγματικά ελεύθερη αγορά, η οποία θα επιτρέπει τη λειτουργία του ανταγωνισμού και ένα υγιές πλαίσιο για τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας το οποίο θα είναι ελκυστικό για τους επενδυτές, αλλά ταυτόχρονα βιώσιμο και σταθερό», σημείωσε ο κ. Μίχαλος.
Χαρακτήρισε τέλος θετική εξέλιξη την διαφαινόμενη ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης, επανέλαβε ωστόσο ότι όσο δεν αλλάζει το μείγμα της δημοσιονομικής πολιτικής, δεν θα δούμε διατηρήσιμη αύξηση ούτε των επενδύσεων, ούτε των εξαγωγών, ούτε της απασχόλησης.
Η ενέργεια καλύπτει το 27,5 % των ελληνικών εξαγωγών, ανέφερε η πρόεδρος του Πανελλήνιου Συνδέσμου Εξαγωγέων Χριστίνα Σακελλαρίδη, τονίζοντας την ανάγκη να αυξηθεί ο συνολικός όγκος των εξαγωγών.