Deutsche Bank: Πώς αντιδρούν οι αγορές μετά από εκλογική αναμέτρηση στις ΗΠΑ
- 06/11/2024, 09:26
- SHARE
Σε μια ιστορική αποτύπωση της πορείας που τροχοδρομεί η χρηματαγορά της Νέας Υόρκης μετά από κάθε εκλογική διαδικασία προέβησαν η γερμανική τράπεζα Deutsche Bank και ο γνωστός αναλυτής της Henry Allen, καταλήγοντας στο ακόλουθο συμπέρασμα: στις έξι τελευταίες εκλογικές αναμετρήσεις από το 2000 και εξής ο δείκτης βαρόμετρο της Wall Street S&P 500 σε τρεις περιπτώσεις κατέγραψε άνοδο και πτώση σε άλλες τρεις.
Την ίδια στιγμή, τα δεκαετή yields σημείωσαν πτώση σε τέσσερις και άνοδο σε δύο περιπτώσεις. Εν προκειμένω αξίζει να αναφερθεί πως οι αγορές λαμβάνουν υπόψη τις προσδοκίες. Για παράδειγμα, η νίκη Ομπάμα το 2008 ήταν… αναμενόμενη, οπότε η αντίδραση ήταν σχετικά ήπια καθώς όλα είχαν προεξοφληθεί. Αντίθετα, το 2016, η αιφνίδια νίκη του Trump προκάλεσε σοκ και μεγάλη άνοδο στις αποδόσεις των ομολόγων. Μπορεί επίσης άλλα γεγονότα συμβαίνουν ταυτόχρονα.
Οι αγορές ανέκαμψαν μετά το 2020, αλλά αυτή η ανάκαμψη υποστηρίχθηκε από την ανακοίνωση της Pfizer για το εμβόλιο κατά της Covid, ενώ το 2012, οι αγορές αντιμετώπισαν δυσκολίες λόγω ανησυχιών για τον δημοσιονομικό γκρεμό των ΗΠΑ και την κρίση χρέους στην Ελλάδα. Το 2008, οι αγορές κατέρρευσαν εν μέσω της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης. Έτσι, οι εκλογές δεν είναι ο μόνος παράγοντας, και αυτή την εβδομάδα η προσοχή θα στραφεί και στην απόφαση της Fed, την ερχόμενη Πέμπτη.
2020 (Biden VS Trump): Οι αγορές κινήθηκαν ανοδικά μετά τις εκλογές, έχοντας μπροστά τους την προοπτική μιας κυβέρνησης… διχασμένης, με τα αποτελέσματα για τη Γερουσία στην Τζόρτζια να εκκρεμούν. Παράλληλα, η είδηση για το εμβόλιο κατά της Covid έδωσε περαιτέρω ώθηση. Το 2020, το αποτέλεσμα ήταν αβέβαιο το βράδυ των εκλογών, καθώς ο Πρόεδρος Trump διέψευσε τις δημοσκοπήσεις – η διαφορά του με τον Biden ήταν πιο μικρή από το αναμενόμενο.
Αλλά σύντομα κατέστη σαφές ότι ο Biden θα κέρδιζε, πριν ακόμη επιβεβαιώσουν τη νίκη του τα ενημερωτικά δίκτυα.
Αρχικά, οι αγορές ανέκαμψαν, καθώς φαινόταν ότι θα υπήρχε σενάριο διχασμένης κυβέρνησης, βάσει του οποίου ο Biden κέρδιζε την Προεδρία ενώ οι Ρεπουμπλικάνοι θα διατηρούσαν τον έλεγχο της Γερουσίας. Ο έλεγχος της Γερουσίας θα εξαρτιόταν από δύο επαναληπτικές εκλογές στην Τζόρτζια τον Ιανουάριο, και παρόλο που τελικά οι Δημοκρατικοί κέρδισαν και την έλεγξαν, αυτό δεν ήταν η αναμενόμενη έκβαση αμέσως μετά τις εκλογές του Νοεμβρίου.
Στην πραγματικότητα, το αφήγημα πίσω από την άνοδο των αγορών εκείνη την εποχή ήταν ότι μια διχασμένη κυβέρνηση ίσως να ήταν κάτι θετικό, καθώς μια Ρεπουμπλικανική Γερουσία θα εμπόδιζε την αύξηση φόρων και την αυξημένη ρύθμιση. Παρόλο που αυτό θα σήμαινε λιγότερα δημοσιονομικά κίνητρα, οι αγορές προέβλεψαν περισσότερη δράση από τη Fed, γεγονός που έδωσε ώθηση στη ρευστότητα.
Τη Δευτέρα μετά τις εκλογές, οι αγορές πήραν περαιτέρω ώθηση από την ανακοίνωση του εμβολίου της Pfizer. Η αποτελεσματικότητα του εμβολίου ήταν στο ανώτατο όριο των προσδοκιών, μετριάζοντας τους φόβους ότι η κοινωνία ίσως να έπρεπε να ζήσει με την πανδημία του Covid-19 για μεγαλύτερο διάστημα, προσφέροντας έναν δρόμο προς την κανονικότητα. Έτσι, οι επενδύσεις σε περιουσιακά στοιχεία υψηλού ρίσκου πήγαν καλά μετά τις εκλογές, αλλά τα γεγονότα σχετικά με την πανδημία είχαν επίσης σημασία, καθώς ήταν ο πιο σημαντικός παράγοντας για την παγκόσμια οικονομία εκείνη τη χρονιά.
2016 (Trump VS Clinton): Η νίκη του Trump προκάλεσε ταχεία άνοδο στις αποδόσεις των αμερικανικών ομολόγων. Το 2016 ήταν η πλέον ανατρεπτική χρονιά, καθώς οι δημοσκοπήσεις καθρέπτιζαν ευρεία νίκη της Hillary Clinton, όπως και οι αγορές στοιχημάτων. Σημειωτέον, το αποτέλεσμα ήταν επίσης θρίαμβος για τους Ρεπουμπλικανούς στο Κογκρέσο.
Με τους Ρεπουμπλικάνους να αποκτούν ξανά τον έλεγχο, άνοιξε η πόρτα για δημοσιονομικά μέτρα ελάφρυνσης, κάτι που συνέβη αργότερα με τον νόμο για τις φορολογικές περικοπές και τις θέσεις εργασίας (TCJA) που υπογράφηκε το 2017, και ο οποίος περιελάμβανε περικοπές τόσο εισοδήματος όσο και εταιρικών φόρων. Οι αποδόσεις των ομολόγων του αμερικανικού Δημοσίου αυξήθηκαν σημαντικά μετά το αποτέλεσμα, καθώς δεν είχαν προεξοφλήσει το αποτέλεσμα. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα η απόδοση του αμερικανικού 10ετούς να αυξηθεί κατά +20 μ.β. την Τετάρτη, στη συνέχεια άλλα +9 μ.β. την Πέμπτη, την Παρασκευή ήταν αργία και τη Δευτέρα ήταν +11 μ.β. Μάλιστα, συνέχισε να αυξάνεται και στο τέλος του έτους, από το 1,85% τη νύχτα των εκλογών στο 2,44% στο τέλος του έτους.
2012 (Obama VS Romney): Το εκλογικό αποτέλεσμα του 2012 ήταν σε γενικές γραμμές το προσδοκώμενο, καθώς αναμενόταν μια δεύτερη θητεία Obama.
Ωστόσο, μετά τις εκλογές οι αγορές ήταν risk off, με τον δείκτη S&P 500 να σημειώνει πτώση -2,4% την επόμενη ημέρα και επιπλέον -1,2% τη μεθεπόμενη.
Μέρος αυτής της αντίδρασης οφειλόταν στις ανησυχίες για τον αποκαλούμενο «δημοσιονομικό γκρεμό», λόγω των αυξήσεων φόρων και των περικοπών δαπανών που επρόκειτο να τεθούν σε ισχύ. Επιπλέον, οι Ρεπουμπλικανοί διατήρησαν τον έλεγχο της Βουλής, γεγονός που σήμαινε ότι ο Obama θα έπρεπε να συμβιβαστεί για την ψήφιση της νομοθεσίας. Έτσι, υπήρχε ανησυχία για το αν θα μπορούσε να επιτευχθεί συμβιβασμός εγκαίρως. Παράλληλα με τον «δημοσιονομικό γκρεμό», υπήρχε εστίαση στην ελληνική κρίση. Εκείνη την εβδομάδα, οι αγορές παρακολουθούσαν την απόφαση της Ε.Ε. για την απελευθέρωση των τελευταίων προγραμμάτων διάσωσης. Δεδομένης της αβεβαιότητας, τα spreads των κρατικών ομολόγων διευρύνθηκαν σε όλη την ήπειρο και το περιθώριο των ιταλικών 10ετών σε σχέση με τα γερμανικά αυξήθηκε κατά +7 μονάδες βάσης την επόμενη ημέρα των εκλογών και επιπλέον +13 μονάδες βάσης τη μεθεπόμενη. Με άλλα λόγια, οι εξελίξεις στην Ευρώπη επηρέασαν αρνητικά το επενδυτικό κλίμα.
2008 (Obama VS McCain): Η μεγάλη πτώση στις αγορές οφειλόταν στην Παγκόσμια Χρηματοπιστωτική Κρίση και στα πολύ αδύναμα οικονομικά δεδομένα, και όχι στις εκλογές. Σε πολιτικούς όρους, αυτό ήταν το λιγότερο αναπάντεχο αποτέλεσμα αμερικανικών προεδρικών εκλογών.
Ο Obama είχε σταθερά το προβάδισμα στις δημοσκοπήσεις, και το αποτέλεσμα ήταν το αναμενόμενο, με 365-173 ψήφους στο εκλεκτορικό σώμα και μια διαφορά 7 ποσοστιαίων μονάδων στη λαϊκή ψήφο υπέρ του Obama. Από πλευράς αγορών, δεν υπήρξε μεγάλη αντίδραση, καθώς η νίκη του υποψηφίου των Δημοκρατικών είχε ήδη προεξοφληθεί.
Από την άλλη, όμως προειπώθηκε, οι αγορές σημείωσαν σημαντική πτώση, καθώς οι εκλογές έλαβαν χώρα εν μέσω της Παγκόσμιας Χρηματοπιστωτικής Κρίσης, με την οικονομία να επιδεινώνεται. Πράγματι, ο δείκτης S&P 500 σημείωσε πτώση -5,3% την Τετάρτη αμέσως μετά τις εκλογές, καθώς η έκθεση της ADP έδειξε μείωση κατά -157.000 θέσεις εργασίας τον Οκτώβριο (έναντι -102.000 που αναμενόταν), ενώ ο δείκτης υπηρεσιών ISM ανήλθε στο 44,4 (έναντι πρόβλεψης 47,0). Την Πέμπτη, ο δείκτης υποχώρησε κατά επιπλέον -5,0%. Σε αυτό το σημείο, το ευρύτερο πλαίσιο ήταν εξαιρετικά ζοφερό. Λιγότερο από δύο μήνες πριν τις εκλογές, η Lehman Brothers είχε καταρρεύσει, και στις 15 Οκτωβρίου ο S&P 500 είχε τη μεγαλύτερη ημερήσια πτώση του (-9,03%) από τη Μαύρη Δευτέρα του 1987. Λιγότερο από μία εβδομάδα πριν από την ημέρα των εκλογών, στις 29 Οκτωβρίου, η Ομοσπονδιακή Τράπεζα μείωσε περαιτέρω τα επιτόκια κατά 50 μονάδες βάσης, στο 1%.
2004 (Bush VS Kerry): Σε πολιτικούς όρους, οι εκλογές του 2004 ήταν αρκετά αμφίρροπες, με τον εν ενεργεία Πρόεδρο George Bush να κερδίζει μόλις 286 ψήφους στο εκλεκτορικό σώμα. Ωστόσο, το αποτέλεσμα ήταν ευρέως αναμενόμενο, καθώς οι δημοσκοπήσεις έδιναν προβάδισμα στον Bush τους τελευταίους μήνες πριν τις εκλογές και είχε επίσης προβάδισμα σε κρίσιμες πολιτείες όπως το Οχάιο.
Το αποτέλεσμα σήμαινε ότι ο Bush κέρδισε δεύτερη θητεία ως Πρόεδρος, ενώ οι Ρεπουμπλικανοί διατήρησαν τον έλεγχο τόσο της Βουλής όσο και της Γερουσίας. Οι αγορές αντέδρασαν θετικά μετά το εκλογικό αποτέλεσμα, με τον δείκτη S&P 500 να σημειώνει άνοδο +1,1% την Τετάρτη και +1,6% την Πέμπτη. Το αφήγημα ήταν ότι αυτό θα εξασφάλιζε τη συνέχιση της πολιτικής και ότι οι φόροι θα ήταν λιγότερο πιθανό να αυξηθούν υπό την προεδρία Bush.
Αυτό ενισχύθηκε από ισχυρά οικονομικά δεδομένα μετά τις εκλογές, καθώς την Τετάρτη ο δείκτης ISM μη παραγωγικών δραστηριοτήτων ανήλθε στο 59,8 (έναντι πρόβλεψης 58,0). Την Πέμπτη, οι αρχικές αιτήσεις για επιδόματα ανεργίας ήταν στις 332.000 (έναντι εκτίμησης για 340.000).
2000 (Bush VS Gore): Η εν λόγω ήταν μια απίστευτα αμφίρροπη διαδικασία και το αποτέλεσμα το πιο αμφιλεγόμενο των τελευταίων ετών. Όλα εξαρτώντο από την πολιτεία της Φλόριντα, την οποία έπρεπε να κερδίσουν και οι δύο υποψήφιοι για να εξασφαλίσουν πλειοψηφία στο Σώμα των Εκλεκτόρων. Το βράδυ των εκλογών, το αποτέλεσμα στη Φλόριντα πήγαινε πότε προς τον Gore και πότε προς τον Bush. Καθώς η διαφορά ήταν κάτω από 0,5%, ξεκίνησε υποχρεωτική επανακαταμέτρηση με μηχάνημα στην πολιτεία. Η ομάδα του Gore ζήτησε επίσης επανακαταμέτρηση διά χειρός ψήφων σε τέσσερις επαρχίες της Φλόριντα, όλες σε δημοκρατικές περιοχές. Μέσα σε αυτή την αβεβαιότητα για το αποτέλεσμα των εκλογών, ο δείκτης S&P 500 έπεσε κατά 1,6% την επόμενη ημέρα (8 Νοεμβρίου), και συνέχισε να σημειώνει πτώση 0,7% την Πέμπτη και 2,4% την Παρασκευή.
Ο Νοέμβριος του 2000 ήταν ο μήνας με τη χειρότερη απόδοση για τον S&P 500 εκείνη τη χρονιά, σημειώνοντας συνολική πτώση 8%. Με τις αμερικανικές μετοχές να χάνουν έδαφος, οι επενδυτές στράφηκαν στα ομόλογα του αμερικανικού δημοσίου, με τις αποδόσεις των 10ετών να πέφτουν από 5,86% την ημέρα των εκλογών σε 5,26% στις 13 Δεκεμβρίου, όταν ο Gore παραδέχθηκε την ήττα του.