Διαδραστικός χάρτης: Δείτε πού φτάνουν τα ελληνικά προϊόντα με ένα κλικ
- 05/12/2019, 14:09
- SHARE
Ολοένα και περισσότερες επιχειρήσεις κατανοούν πως αν θέλουν να μείνουν ανταγωνιστικές, θα πρέπει να στραφούν στις διεθνείς αγορές, πέρα από την ταλαιπωρημένη και εξουθενωμένη, έπειτα από σχεδόν δέκα έτη λιτότητας, ελληνική αγορά. Πλήθος χρήσιμων οδηγών συντάσσεται από ΜΜΕ, αλλά και θεσμικούς φορείς, για το ποια είναι τα πρώτα βήματα που μια επιχείρηση θα πρέπει να κάνει προκειμένου να εξάγει τα προϊόντα της διεθνώς.
Όπως και στατιστικά στοιχεία δημοσιεύονται τακτικά, για το σε ποιες αγορές οι ελληνικές επιχειρήσεις έχουν χτίσει ήδη μια ισχυρή παρουσία, κάνοντας πράξη την εξωστρέφεια.
Το Fortunegreece, συλλέγοντας στοιχεία από τον Πανελλήνιο Σύνδεσμο Εξαγωγέων και το Enterprise Greece, παραθέτει τις μεγαλύτερες εξαγωγικές αλλά και εισαγωγικές αγορές για την Ελλάδα, στον παρακάτω διαδραστικό χάρτη.
Ειδικότερα, σύμφωνα με ανάλυση του Πανελληνίου Συνδέσμου Εξαγωγέων και του Κέντρου Εξαγωγικών Ερευνών και Μελετών (ΚΕΕΜ), επί των προσωρινών στοιχείων της ΕΛΣΤΑΤ οι εξαγωγές, συμπεριλαμβανομένων των πετρελαιοειδών, για το 9μηνο Ιανουαρίου – Σεπτεμβρίου του 2019, αυξάνονται συνολικά κατά 544 εκατ. ευρώ ή κατά 2,2% και ανήλθαν σε 24,93 δισ. ευρώ από 24,39 δισ. ευρώ, ενώ χωρίς τα πετρελαιοειδή αυξήθηκαν στα 16,71 δισ. ευρώ από 15,92 δισ. ευρώ, δηλαδή κατά 791,5 εκατ. ευρώ ή κατά 4,97%.
Οι εισαγωγές στο διάστημα Ιανουαρίου – Σεπτεμβρίου 2019 αυξήθηκαν κατά 1,54 δισ. ευρώ ή κατά 3,9%, με τη συνολική τους αξία να διαμορφώνεται στα 40,65 δισ. ευρώ έναντι 39,11 δισ. ευρώ κατά το αντίστοιχο εννεάμηνο του 2018. Εξαιρουμένων των πετρελαιοειδών, οι εισαγωγές αυξήθηκαν στα 29,1 δισ. ευρώ από 27,3 δισ. ευρώ, δηλαδή κατά σχεδόν 1,85 δισ. ευρώ ή κατά 6,8%.
Ως αποτέλεσμα των παραπάνω κινήσεων, το εμπορικό έλλειμμα ενισχύθηκε το πρώτο εννεάμηνο του 2019 κατά 993,4 εκατ. ευρώ ή κατά 6,7%, στα 15,72 δισ. ευρώ από 14,72 δισ. ευρώ το αντίστοιχο διάστημα του 2018. Χωρίς τα πετρελαιοειδή, το εμπορικό έλλειμμα αυξήθηκε στα 12,42 δισ. ευρώ από 11,37 δισ. ευρώ, δηλαδή κατά 1,05 δισ. ευρώ, ή κατά 9,3%