Διάγγελμα Μητσοτάκη: Τι φοβάται η κυβέρνηση- Γιατί απέρριψε το σενάριο ενός δεύτερου lockdown
- 25/09/2020, 09:01
- SHARE
Ο πρωθυπουργός με το χθεσινό του διάγγελμα έδειξε ότι θεωρεί ένα νέο lockdown επικίνδυνο για την οικονομία και την κοινωνική συνοχή και προσπάθησε να πείσει την κοινωνία να πάρει επάνω της την εφαρμογή των μέσων.
Με την πανδημία να είναι σε πλήρη εξέλιξη και τις περισσότερες χώρες να είναι αντιμέτωπες με το «δεύτερο κύμα», χωρίς να είναι βέβαιες ότι θα μπορέσουν να κρατήσουν την ισορροπία «μεγάλος αριθμός κρουσμάτων- μικρότερος σε σχέση με την άνοιξη αριθμός θανάτων», και με το εμβόλιο να αργεί, το δίλημμα για την εφαρμογή ή όχι ενός νέου lockdown είναι ενεργό.
Τα πλεονεκτήματα σε σχέση με την εφαρμογή του είναι δεδομένα: το πάγωμα των κοινωνικών δραστηριοτήτων τελικών οδηγεί σε σημαντική μείωση του αριθμού των νέων μολύνσεων και περιορίζει σημαντικά την εξάπλωση του ιού.
Τα μειονεκτήματα επίσης γνωστά: Τα lockdown δεν σταματούν πλήρως την έκθεση ευπαθών ομάδων (όπως είναι οι εργαζόμενοι «πρώτης γραμμής» ή οι ηλικιωμένοι σε μονάδες φροντίδας εάν δεν ληφθούν έγκαιρα μέτρα απομόνωσής τους) και κυρίως οδηγούν σε μια χωρίς προηγούμενο οικονομική κρίση, οδηγώντας σε καταβαράθρωση του ΑΕΠ και απειλή μαζικής ανεργίας, την ώρα που οδηγούν σε υποχώρηση της ενασχόλησης με όλες τις άλλες ασθένειες. Κοινώς διαμορφώνουν συνθήκες που στο τέλος επίσης θα οδηγήσουν σε απώλειες ζωών, ακόμη και εάν γι’ αυτές δεν θα βγαίνουν ημερήσια στατιστικά δελτία.
Το δίλημμα αυτό είναι ενεργό και στη χώρα μας και επανέρχεται στο προσκήνιο μέσα από την αύξηση των κρουσμάτων, την αύξηση των ασθενών με COVID-19 που είναι σε ΜΕΘ και την αύξηση των θανάτων. Μάλιστα, στη χώρα μας αποκτά και μια επιπλέον διάσταση, μια που η χώρα μας στο «πρώτο κύμα» με την επιλογή ενός lockdown που εφαρμόστηκε πριν υπάρξει μεγάλη διασπορά του ιού, κράτησε τη πανδημία υπό έλεγχο, με τα αποτελέσματα να φαίνονται και μετά το εκ νέου άνοιγμα της οικονομίας. Ουσιαστικά με έναν τρόπο τώρα έχουμε την εμπειρία μιας μαζικής διασποράς που άλλες χώρες είχαν ήδη βιώσει (και με πολύ πιο τραγικό τρόπο) ήδη την άνοιξη.
Ο φόβος της κυβέρνησης για ένα νέο lockdown και η αγωνία για τα κρούσματα
Η κυβέρνηση και ο πρωθυπουργός παρότι έχουν την εμπειρία ενός πετυχημένου lockdown την άνοιξη, τουλάχιστον ως προς την πλευρά του περιορισμού της διασποράς και της αποφυγής να τεθούν σε δοκιμασία οι πόροι του συστήματος υγείας, γνωρίζουν ότι δεν μπορεί να επαναληφθεί εύκολα όπως και έχουν εικόνα του κόστους που είχε. Αρκεί να αναλογιστούμε ότι σε συνδυασμό με την παγκόσμια υποχώρηση είχαμε μια εντυπωσιακή ύφεση στο δεύτερο τρίμηνο ενώ ακόμη και με το μερικό άνοιγμα της οικονομίας και του τουρισμού αναμένεται μεγάλη ύφεση και στο τρίτο τρίμηνο, σε μια οικονομία που ήταν ούτως ή άλλως τραυματισμένη από την εποχή των μνημονίων. Υπήρχε δηλαδή ο κίνδυνος ενός μεγάλου κύματος απώλειας θέσεων εργασίας και κλεισίματος επιχειρήσεων. Και βέβαια υπήρχαν μια σειρά από άλλα κοινωνικά προβλήματα, συμπεριλαμβανομένου του μεγάλου κινδύνου κλειστά σχολεία, ακόμη και με τεχνικές εξ αποστάσεως εκπαίδευσης να σημαίνουν μια χαμένη χρονιά ουσιαστικά. Επιπλέον, δεν ήταν και δεδομένη η συμμόρφωση της κοινωνίας σε ένα ακόμη πιο περιοριστικό πρότυπο, κάτι που ενείχε τον κίνδυνο σημαντικό μέρος του κρατικού μηχανισμού να ασχολείται κυρίως με την εφαρμογή των περιορισμών.
Όλα αυτά εξηγούν γιατί η κυβέρνηση δεν θέλει να πάρει την επιλογή τώρα ενός νέου lockdown. Βέβαια, την ίδια στιγμή υπάρχει και πραγματικός φόβος. Η διασπορά είναι σε υψηλά επίπεδα και υπάρχει ανησυχία για το πόσο θα αυξάνεται όσο προχωράει το φθινόπωρο και θα έχουμε αντικειμενικά μεγαλύτερο συγχρωτισμό σε κλειστούς χώρους. Το σύστημα υγείας δεν είναι δεδομένο ότι θα μπορούσε να αντέξει ένα πραγματικά μεγάλο κύμα βαριών περιστατικών. Ο αριθμός των θυμάτων συνεχίζει να αυξάνεται, σε μια πανδημία που ακόμη και σε χώρες που «τα πήγαν σχετικά καλά» είχαν πολύ υψηλότερη θνησιμότητα από αυτή της Ελλάδας. Υπάρχει το άγχος ότι μια κορύφωση της πανδημίας θα μπορούσε να έχει τα αποδιαρθρωτικά αποτελέσματα του πανικού.
Και βέβαια πλάι στην ανησυχία υπάρχει και μια αίσθηση πολιτικού κόστους. Ενώ η κυβέρνηση βγήκε πολιτικά ενισχυμένη από την πρώτη φάση της πανδημίας, τώρα έχει αρχίσει να βιώνει και τα πρώτα σημάδια μιας αυξημένης δυσαρέσκειας. Η διάχυτη αίσθηση ότι δεν έγινε η σωστή εκμετάλλευση του χρόνου που κερδήθηκε από το lockdown της άνοιξης για τη στήριξη του συστήματος υγείας, τα αραιά δρομολόγια και ο συνωστισμός στα μέσα μαζικής μεταφοράς ιδίως στην Αθήνα, οι 26 και 27 μαθητές ανά τμήμα σε αρκετά σχολεία και σε αίθουσες που δεν επιτρέπουν αραίωση, η αίσθηση ανακολουθίας, οι ανακοινώσεις για κάλυψη ήδη μεγάλου αριθμού των διαθέσιμων ΜΕΘ, όλα αυτά είχαν αρνητικό αντίκτυπο στην κυβέρνηση.
Το κυβερνητικό στοίχημα: η μαζική τροποποίηση συμπεριφορών
Σε αυτό το φόντο η κυβέρνηση δείχνει να προκρίνει αντί για τα οριζόντια μέτρα την προσπάθεια να εμπεδωθούν μαζικές αλλαγές συμπεριφοράς στο τρίπτυχο «ατομική υγιεινή- μάσκες- αποστάσεις», σε συνδυασμό με την μαζική τηλεργασία και τον περιορισμό των μαζικών πολιτιστικών και ψυχαγωγικών δραστηριοτήτων.
Τα μέτρα αυτά όντως πατάνε πάνω στην αντίληψη ότι η πανδημία δεν μπορεί να κατασταλεί, αλλά μπορεί σε ένα σημαντικό βαθμό να ελεγχθεί ο ρυθμός διασποράς, έτσι ώστε να μην φτάσει στα όριά του το σύστημα υγείας και να περιοριστεί ο κίνδυνος έκθεσης των ευπαθών, χωρίς να «παγώσει» η οικονομική δραστηριότητα και σημαντικό μέρος της κοινωνικής δραστηριότητας.
Σε αυτό μπορεί να συντελέσει η χρήση μάσκας σε κλειστούς χώρους, η αραίωση των χώρων συγχρωτισμού με διάφορους τρόπους, οι περιορισμοί σε χώρους εστίασης, η αραίωση του κοινού σε διάφορες πολιτιστικές δραστηριότητες. Σε αυτό συντελεί η τηλεργασία ή μέτρα όπως η κλιμακωτή μέσα στην ημέρα κίνηση των ανθρώπων από και προς την εργασία τους.
Τα μέτρα αυτά μπορεί να μην έχουν την εντυπωσιακή αποτελεσματικότητα των καθολικών απαγορεύσεων, όμως οι υποστηρικτές επιμένουν ότι μπορούν να έχουν συμβολή στον περιορισμό του ρυθμού διασποράς και σε συνδυασμό με κατάλληλη προστασία των ευπαθών, είτε αυτών που βρίσκονται σε χώρους φιλοξενίας όπως τα γηροκομεία είτε σε νοικοκυριά, να κρατήσουν χαμηλά και τα σοβαρά περιστατικά.
Όμως, αυτά τα μέτρα για να εφαρμοστούν έχουν μια βασική προϋπόθεση: προϋποθέτουν μια μαζική τροποποίηση συμπεριφοράς που δεν μπορεί να στηριχτεί απλώς σε ένα σύνολο από απαγορεύσεις. Η χρήση της μάσκας σε όλους τους κλειστούς δημόσιους χώρους, η αποφυγή πολύ μαζικών συναθροίσεων ακόμη και σε σπίτια, η γενναία εφαρμογή της τηλεργασίας σε όλες τις θέσεις που αυτή είναι εφικτή, η αναπροσαρμογή ωραρίων δεν εμπεδώνονται με πρόστιμα. Ούτε καν με τα μηνύματα από τα περιπολικά στις πλατείες. Και σίγουρα δεν χρειάζονται «ηθικολογικού» τύπου εγκλήσεις περί της «ανευθυνότητας» των πολιτών.
Απαιτούν αυτό που θα περιγράφαμε ως ενεργητική συναίνεση των πολιτών, δηλαδή την εφαρμογή του με πρωτοβουλία τους και με συνειδητή διάθεση να τα εφαρμόσουν. Διαφορετικά, θα κινδυνεύουν να μένουν σχέδια επί χάρτου.
Σε αυτό το στοιχείο προσπάθησε να απευθυνθεί ο πρωθυπουργός, ζητώντας ουσιαστικά τη στήριξη από την κοινωνία των μέτρων ως το μόνο δρόμο για να αποφευχθεί η καραντίνα και ένα νέο lockdown.
Θα τηρήσει η κυβέρνηση τις δεσμεύσεις της;
Βέβαια, το ερώτημα είναι τι θα γίνει με τις κυβερνητικές δεσμεύσεις. Για να μπορέσει να υπάρξει η ενεργητική συναίνεση στη μαζική τροποποίηση συμπεριφορών, θα πρέπει οι κάτοικοι της χώρας να έχουν ένα «αίσθημα ασφάλειας» ότι η κυβέρνηση παίρνει και αυτή τα μέτρα της. Ας μην ξεχνάμε ότι μέρος της ανησυχίας τώρα αφορά την κατάσταση στα νοσοκομεία, την κατάσταση στα σχολεία ή τις εικόνες από το Μετρό της Αθήνας.
Ο πρωθυπουργός προσπάθησε να δώσει διαβεβαιώσεις και για την ενίσχυση του ΕΣΥ και για την αύξηση των ΜΕΘ και την αύξηση των λεωφορείων. Όμως, είναι σαφές ότι απέχουμε από την αίσθηση ότι η Πολιτεία έχει αναλάβει το δικό της μερίδιο ευθύνης.
Και αυτή είναι η μεγάλη πρόκληση αλλά και η μεγάλη δυσκολία. Εάν η κυβέρνηση μπορούσε να ανακοινώσει μια πραγματικά μεγάλη αύξηση των ΜΕΘ, έχοντας κάνει και τους αναγκαίους διορισμούς νοσηλευτικού προσωπικού, εάν είχε κάνει διορισμούς εκπαιδευτικών ή ακόμη και προσλήψεις αναπληρωτών για να κάνει πράξη τα 15 παιδιά ανά τμήμα που επιτρέπουν πραγματικά αραίωση, εάν ήδη είχε εξασφαλίσει πολύ πυκνότερα δρομολόγια των λεωφορείων και εφαρμογή της παροχής μέσων προστασίας σε χώρους δουλειάς, θα μπορούσε και πολύ πιο εύκολα να ζητήσει από τους πολίτες να συμβάλουν αποφασιστικά στη μάχη κατά της πανδημίας με τις εκείνες τις αλλαγές συμπεριφοράς που θα αποτρέψουν ένα νέο lockdown.