Διελκυστίνδα αποφάσεων από ΕΚΤ, Fed και BοE – Κρίσιμη η επόμενη εβδομάδα
- 10/12/2021, 12:04
- SHARE
Κρίσιμη για το νομισματικό μέλλον του δυτικού κόσμου είναι η ερχόμενη εβδομάδα, με τις τρεις μεγαλύτερες κεντρικές τράπεζες, Fed, ΕΚΤ και BOE, να συνέρχονται για να αντιμετωπίσουν το μείζον ζήτημα των πληθωριστικών πιέσεων που εντείνονται καθώς οι οικονομίες ανακάμπτουν και η ζήτηση διογκώνεται δυσανάλογα με την προσφορά.
Η ΕΚΤ θα πρέπει να αποφασίσει την Πέμπτη για το αν να θα συνεχίσει τις αγορές ομολόγων και αν θα δοθεί ή όχι παράταση στο πανδημικό πρόγραμμα PEPP, που λήγει τον Μάρτιο του 2022. Από την άλλη πλευρά, η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ (Fed) πιθανότατα θα σταματήσει τις αγορές ομολόγων τον Μάρτιο του επόμενου έτους, πράγμα που σημαίνει ότι μια πρώτη αύξηση των επιτοκίων γίνεται ήδη εμφανής στα μέσα της χρονιάς. Σε κάθε περίπτωση, η αποφασιστική παρέμβαση των ΗΠΑ προοιωνίζεται ένα ισχυρό δολάριο.
Πληθωρισμός και QE
Οι πληθωριστικές εντάθηκαν τους τελευταίους μήνες, προκαλώντας την ανησυχία των υπεύθυνων χάραξης πολιτικής. Σε αυτό το κλίμα, ο επικεφαλής της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ, Τζερόμ Πάουελ, δεν χαρακτηρίζει πλέον την άνοδο των τιμών «προσωρινή», σε αντίθεση με την ΕΚΤ.
Όταν λοιπόν οι τρεις δυτικές κεντρικές τράπεζες συναντηθούν για τις αντίστοιχες συνεδριάσεις τους την επόμενη εβδομάδα, θα γίνει σαφές πόσο διαφορετικά αντιδρούν οι Αγγλοσάξονες σε σχέση με την ΕΚΤ απέναντι στις ανατιμήσεις.
Ειδικότερα, στις 16 Δεκεμβρίου, η ΕΚΤ μάλλον θα αποφασίσει να δώσει ένα ηρεμιστικό χάπι… Παρότι θα αναθεωρήσει ανοδικά τις εκτιμήσεις της, θα συνεχίσει να αναμένει πληθωρισμό κάτω από τον στόχο του 2%, ο οποίος θα επεκταθεί έως το 2024. Για το 2024, θα συνεχίσει να προβλέπει απότομη πτώση, κάτι που αποτυπώνεται στην πρόβλεψη του ετήσιου μέσου πληθωρισμού για το 2023, στο 1,2%.
Το βασικό επιχείρημα είναι πως οι ανατιμήσεις είναι παροδικές.
Ως εκ τούτου, το Διοικητικό Συμβούλιο είναι πιθανό να αποφασίσει την Πέμπτη να συνεχίσει να αγοράζει ομόλογα ως μέρος του προγράμματος APP μετά το τέλος του προγράμματος αγοράς PEPP.
Η προαναγγελία διακοπής του PEPP πιθανώς θα αποτελέσει απλώς ένα ηρεμιστικό χάπι για ένα κοινό που ανησυχεί όλο και περισσότερο για τον υψηλό πληθωρισμό, όμως η ΕΚΤ μάλλον θα συνεχίσει τις μαζικές αγορές ομολόγων το επόμενο έτος.
Σε αντίθεση με την ΕΚΤ, η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ σοβαρολογεί…
Έχει ήδη αρχίσει να ομαλοποιεί τη νομισματική της πολιτική και στη συνεδρίασή της την Τετάρτη θα επιταχύνει ξανά.
Ο πρόεδρος της Fed Πάουελ είπε στο Κογκρέσο την Τρίτη την περασμένη εβδομάδα ότι η οικονομία των ΗΠΑ είναι πολύ ισχυρή, όπως και ο πληθωρισμός. Ως εκ τούτου, οι αγορές ομολόγων θα πρέπει να σταματήσουν νωρίτερα από ό,τι είχε ανακοινωθεί.
Σύμφωνα με την Commerzbank, η Fed θα αποφασίσει την επόμενη Τετάρτη να μην μειώσει τον όγκο των μηνιαίων αγορών ομολόγων της κατά μόλις 15 δισεκατομμύρια δολάρια το μήνα, όπως ήταν πριν, αλλά κατά 30 δισεκατομμύρια δολάρια. Και τον Μάρτιο… τέλος!
Βέβαια, οι ΗΠΑ έχουν σοβαρό πρόβλημα. Η αύξηση του κόστους εργασίας επιταχύνθηκε στο 4,1%. Δεν διαφαίνεται χαλάρωση, διότι το ποσοστό ανεργίας έχει ήδη πέσει στο χαμηλό 4,2% χωρίς να υπάρχει ένδειξη αύξησης του ποσοστού συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό, το οποίο μειώθηκε σημαντικά κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Επιπλέον, οι τιμές καταναλωτή αυξάνονται ευρέως, όπως και τα ενοίκια.
Όλα αυτά θα αναγκάσουν τη Fed να αυξάνει το βασικό της επιτόκιο κατά 25 μονάδες βάσης κάθε τρίμηνο, αφού κάνει ένα πρώτο βήμα στα μέσα του έτους. H Commerzbank βλέπει το ανώτατο όριο του επιτοκίου ομοσπονδιακών κεφαλαίων στο 1,00% μέχρι το τέλος του επόμενου έτους.
H Βank of England, από την πλευρά της, δεν αύξησε το επιτόκιό της, αντίθετα με τις προσδοκίες. Η Επιτροπή Νομισματικής Πολιτικής (MPC) αποφάσισε τη διατήρησή του στο 0,1%.
Την ίδια ώρα, ωστόσο, η τράπεζα ανακοίνωσε ότι θα αυξήσει το βασικό επιτόκιο τους επόμενους μήνες. Επειδή ο πληθωρισμός αυξήθηκε απροσδόκητα απότομα στο 4,2% στα μέσα Νοεμβρίου και η αγορά εργασίας είχε γίνει ολοένα και πιο σφιχτή, μια αύξηση των επιτοκίων έγινε εμφανής για πρώτη φορά στη συνεδρίαση της Πέμπτης. Επιφύλαξη προκάλεσε η νέα παραλλαγή Omicron. Ίσως λοιπόν υπάρξει υπαναχώρηση.