ΔΝΤ προς Ελλάδα: Οι «οδηγίες» για συντάξεις και Δημόσιο, επίδομα ανεργίας και τις επιχειρήσεις

ΔΝΤ προς Ελλάδα: Οι «οδηγίες» για συντάξεις και Δημόσιο, επίδομα ανεργίας και τις επιχειρήσεις
Photo: Shutterstock
«Η πιο επίμονη από την αναμενόμενη αύξηση των μισθών θα μπορούσε να τροφοδοτήσει περαιτέρω τον πληθωρισμό» τονίζει το Ταμείο.

Τις υποδείξεις του σχετικά με τις πολιτικές που πρέπει να ακολουθήσει η κυβέρνηση της Ελλάδας στα δημοσιονομικά καταγράφει το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο σε έκθεση του που δημοσιεύτηκε την Πέμπτη.

Στη σχετική ανακοίνωση αρχικά σημειώνεται πως επενδύσεις θα συνεχίσουν να αποτελούν βασικό μοχλό ανάπτυξης, υποστηριζόμενες από έργα που χρηματοδοτούνται από το Ταμείο Ανάκαμψης της ΕΕ (NGEU). Η ιδιωτική κατανάλωση θα παραμείνει ισχυρή, υποστηριζόμενη από ευνοϊκές συνθήκες απασχόλησης και αύξηση εισοδημάτων.

Με τη σταθεροποίηση των παγκόσμιων τιμών ενέργειας, ο συνολικός πληθωρισμός αναμένεται να επιστρέψει στην πτωτική του πορεία, ενώ ο δομικός πληθωρισμός θα παραμείνει πιο επίμονος λόγω του πληθωρισμού στις υπηρεσίες και της αύξησης των μισθών, αναφέρεται επίσης.

Με τη χρηματοδότηση του NGEU να λήγει και στο πλαίσιο δημογραφικών προκλήσεων και χαμηλής παραγωγικότητας, η ανάπτυξη του ΑΕΠ προβλέπεται να μετριαστεί σε χαμηλότερα επίπεδα, περίπου στο 1,25% μεσοπρόθεσμα, εκτιμά το ΔΝΤ.

Το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών αναμένεται να μειωθεί σταδιακά κάτω από το 4% του ΑΕΠ μεσοπρόθεσμα, καθώς οι εισαγωγές αναμένεται να επιβραδυνθούν λόγω της σταδιακής ολοκλήρωσης των επενδύσεων που χρηματοδοτούνται από το NGEU.

Αναφερόμενο στους κινδύνους για την ανάπτυξη της Ελλάδας, το Ταμείο μιλά για παράγοντες που «περιλαμβάνουν την επιβράδυνση της ανάπτυξης στις μεγάλες χώρες της ζώνης του ευρώ, την επιδείνωση των περιφερειακών συγκρούσεων και την παγκόσμια πολιτική αβεβαιότητα. Η επιτάχυνση των φιλόδοξων διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων θα μπορούσε να βελτιώσει περαιτέρω τις προοπτικές ανάπτυξης. Η ισχυρότερη και πιο επίμονη από την αναμενόμενη αύξηση των μισθών θα μπορούσε να τροφοδοτήσει περαιτέρω τον πληθωρισμό των υπηρεσιών, ο οποίος ενδεχομένως να επιδεινωθεί από τις διακυμάνσεις των παγκόσμιων και περιφερειακών τιμών της ενέργειας».

«Υπερβολικές αυξήσεις στους συντάξεις και τους μισθούς του Δημοσίου»

Συνεχίζοντας, το ΔΝΤ σημειώνει πως «η απαιτείται η συνέχιση των μεταρρυθμίσεων για την ενίσχυση του αποτελεσματικού σχεδιασμού και της διαχείρισης των δημόσιων επενδύσεων, μεταξύ άλλων μέσω της περαιτέρω ενίσχυσης του κεντρικού συντονισμού και των δημοσίων συμβάσεων. Είναι σημαντικό να προστατευθούν οι μη συνταξιοδοτικές κοινωνικές δαπάνες, όπως η υγειονομική περίθαλψη και η εκπαίδευση, για την προώθηση της ανάπτυξης χωρίς αποκλεισμούς, με παράλληλη ενίσχυση της αποτελεσματικότητας.

Οι υπερβολικές αυξήσεις των συντάξεων και των μισθών του δημόσιου τομέα θα πρέπει να αντισταθούν με την εφαρμογή των πρόσφατων μεταρρυθμίσεων, για παράδειγμα με τη διασφάλιση ότι οι αυξήσεις των συντάξεων θα τηρούν τον καθιερωμένο τύπο αναπροσαρμογής χωρίς ad hoc προσαρμογή».

Ακόμα, οι συντάκτες της έκθεσης υποστηρίζουν πως «υπάρχουν περιθώρια για πρόσθετες μεταρρυθμίσεις που θα αυξήσουν τα έσοδα, ώστε να μειωθεί περαιτέρω η φοροδιαφυγή και παράλληλα να ενισχυθεί η προοδευτικότητα του φορολογικού συστήματος».

«Οι μεταρρυθμίσεις της φορολογικής πολιτικής θα πρέπει να επικεντρωθούν στη διεύρυνση της φορολογικής βάσης και στην αύξηση της προοδευτικότητας του φορολογικού συστήματος. Επιπλέον, οι αναποτελεσματικές φορολογικές δαπάνες, ιδίως οι οπισθοδρομικές απαλλαγές από τον ΦΠΑ σε ορισμένα αγαθά και υπηρεσίες, θα πρέπει να καταργηθούν σταδιακά.

Οι αρχές θα πρέπει επίσης να εξετάσουν το ενδεχόμενο να αυξήσουν την τιμολόγηση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα, ιδίως στους τομείς των μεταφορών και της βιομηχανίας, η οποία μπορεί να δημιουργήσει έσοδα για τη βελτίωση της κοινωνικής προστασίας και να συμβάλει στην αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής και της ενεργειακής ασφάλειας με την όξυνση των κινήτρων της αγοράς».

Σχετικά με το πλεόνασμα που καταγράφει η Ελλάδα, το ΔΝΤ αναφέρει πως «καθώς το δημόσιο χρέος παραμένει υψηλό, υπάρχουν σημαντικές ανάγκες για επενδύσεις σε υποδομές, ιδίως για την ενεργειακή ασφάλεια και τη στήριξη της πράσινης μετάβασης. Οι αρχές θα πρέπει επίσης να εξετάσουν το ενδεχόμενο να ενισχύσουν τη στήριξη κρίσιμων κοινωνικών δαπανών, όπως η υγειονομική περίθαλψη και η εκπαίδευση, με αυξημένη στόχευση στους φτωχούς και ευάλωτους για την προώθηση της ανάπτυξης χωρίς αποκλεισμούς».

Το επίδομα εργασίας

Αναφορικά με τις μεταρρυθμίσεις που προτείνονται για τα εργασιακά, το Ταμείο σημειώνει πως η μείωση των φορολογικών βαρών «σε συνδυασμό με την κατάλληλη αναζήτηση εργασίας και τη σταδιακή κατάργηση ορισμένων χαρακτηριστικών του επιδόματος ανεργίας εντός της περιόδου επιλεξιμότητας, μπορεί να ενισχύσει τα κίνητρα για εργασία.

Η αναβάθμιση και κλιμάκωση του συστήματος δια βίου μάθησης με αποτελεσματική συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα, ιδίως στις ψηφιακές και πράσινες δεξιότητες, καθώς και στην υγειονομική περίθαλψη, μπορεί να μειώσει τις αναντιστοιχίες δεξιοτήτων και να συμβάλει στην άμβλυνση των δυσχερειών για την απασχόληση των νέων και των γυναικών».

«Μείωση του ρυθμιστικού βάρους για τις επιχειρήσεις»

Το ΔΝΤ υπογραμμίζει ακόμα πως «η περαιτέρω μείωση του ρυθμιστικού φόρτου και των εμποδίων εισόδου για τις επιχειρήσεις, ιδίως στον τομέα των υπηρεσιών, θα ενίσχυε τον ανταγωνισμό, θα αύξανε την παραγωγικότητα και θα προωθούσε τις επενδύσεις. Η προώθηση του επιχειρηματικού δυναμισμού και η προώθηση της δημιουργίας ισχυρών θέσεων εργασίας είναι ουσιώδους σημασίας για την αποτελεσματική ένταξη των νεοεισερχόμενων στο εργατικό δυναμικό, ιδίως των γυναικών, στην απασχόληση.

Η ποιότητα των κανονιστικών ρυθμίσεων πρέπει να βελτιωθεί με την αξιοποίηση της ψηφιοποίησης και την ενίσχυση των αξιολογήσεων των κανονιστικών επιπτώσεων. Η περαιτέρω διεύρυνση και εμβάθυνση της ενιαίας ευρωπαϊκής αγοράς θα επιτρέψει στις επιχειρήσεις να αναπτυχθούν σε κλίμακα και να αυξήσουν την παραγωγικότητα».

Αλλαγές στο δικαστικό σύστημα

«Η ρόοδος στην εφαρμογή του νέου πλαισίου αφερεγγυότητας, το οποίο είναι ουσιώδες για την αντιμετώπιση του μεγάλου αποθέματος προβληματικών οφειλών από κληρονομιά κρίσης, παρεμποδίζεται από ανισορροπίες και δυσκαμψίες στη λειτουργία του συστήματος πολιτικής δικαιοσύνης. Σύμφωνα με το πρόσφατο πρόγραμμα δικαστικής μεταρρύθμισης, οι προσπάθειες θα πρέπει να επικεντρωθούν στην επιτάχυνση της επίλυσης των δικαστικών υποθέσεων.

Τέτοιες μεταρρυθμίσεις όχι μόνο θα ενισχύσουν την ανθεκτικότητα του χρηματοπιστωτικού τομέα αλλά και θα προωθήσουν την παραγωγική ανάπτυξη διευκολύνοντας την ανακατανομή του κεφαλαίου σε πιο παραγωγικές δραστηριότητες και υψηλότερες επενδύσεις».

Για την ψηφιακή μετάβαση

Αναφορικά με τα μέτρα προς τον ψηφιακό μετασχηματισμό, οι συντάκτες της έκθεσης αναφέρουν πως «η βελτίωση της συνδεσιμότητας της ηλεκτρικής ενέργειας με απομακρυσμένα νησιά και η ενίσχυση της ενεργειακής απόδοσης στις βιομηχανίες και τις μεταφορές είναι απαραίτητες για την επίτευξη των επικαιροποιημένων κλιματικών στόχων. Με βάση τη συνεχιζόμενη αύξηση της ηλιακής και αιολικής ισχύος, η κλιμάκωση των δικτύων δικτύου και οι λύσεις αποθήκευσης θα συμβάλουν στην ενεργειακή ασφάλεια, εξασφαλίζοντας σταθερό εφοδιασμό με ηλεκτρική ενέργεια.

Βασικότερα, η ολοκλήρωση της Ενεργειακής Ένωσης σε επίπεδο ΕΕ, με μια πλήρως ολοκληρωμένη και διασυνδεδεμένη αγορά ενέργειας, θα παραμείνει ζωτικής σημασίας. Επιπλέον, με βάση την αξιέπαινη ψηφιοποίηση της δημόσιας διοίκησης και τη νέα εθνική στρατηγική για την τεχνητή νοημοσύνη, οι αρχές θα πρέπει να δώσουν κίνητρα για την ισχυρότερη υιοθέτηση ψηφιακών τεχνολογιών από τον ιδιωτικό τομέα, ώστε να ενισχυθεί η αύξηση της παραγωγικότητας».

Για τις τράπεζες

Σχετικά με το χρηματοπιστωτικό τομέα, το Ταμείο πως οι ελληνικές αρχές «θα πρέπει να συνεχίσουν να εξετάζουν προσεκτικά τον βαθμό στον οποίο οι τράπεζες εφαρμόζουν επαρκείς και εμπροσθοβαρείς πολιτικές προβλέψεων, οι οποίες υποστηρίζονται από επαρκείς αποτιμήσεις εξασφαλίσεων. Οι εποπτικές αρχές θα πρέπει επίσης να παρακολουθούν στενά τον τρόπο με τον οποίο οι τράπεζες προσαρμόζουν τα επιχειρηματικά τους μοντέλα στο μεταβαλλόμενο λειτουργικό περιβάλλον και να ενισχύουν περαιτέρω τα πλαίσια διαχείρισης κινδύνων.

Τα επί του παρόντος αυξημένα κέρδη των τραπεζών θα πρέπει να αξιοποιηθούν πρωτίστως για τη δημιουργία κεφαλαιακών αποθεμάτων και τη βελτίωση της ποιότητας του κεφαλαίου».

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ: