Εισοδήματα: Αυτές είναι οι πλουσιότερες και οι φτωχότερες περιφέρειες της Ελλάδας

Εισοδήματα: Αυτές είναι οι πλουσιότερες και οι φτωχότερες περιφέρειες της Ελλάδας
Photo: pixabay.com
Τεράστια η διαφορά της Αττικής από τις υπόλοιπες.

Η Αττική είναι η πλουσιότερη περιφέρεια της Ελλάδας, με διαθέσιμο εισόδημα 32% υψηλότερο από τον εθνικό μέσο όρο, καταφέρνοντας να διευρύνει σημαντικά τη διαφορά της από την υπόλοιπη χώρα τα τελευταία χρόνια. Ακολουθεί το Νότιο Αιγαίο, με εισόδημα 28% υψηλότερο από τον μέσο όρο και επίσης σημαντική διεύρυνση της διαφοράς τα τελευταία χρόνια. Αντίθετα, οι πιο φτωχές περιφέρειες της χώρας είναι η Δυτική Ελλάδα, με διαθέσιμο εισόδημα 7% χαμηλότερο από τον εθνικό μέσο όρο, και η Ανατολική Μακεδονία-Θράκη, με εισόδημα 4% κάτω από τον μέσο όρο.

Αυτά τα στοιχεία προκύπτουν από την νέα ανάλυση της διαΝΕΟσις και του Παρατηρητηρίου Περιφερειακών Πολιτικών, που εξετάζει την περιφερειακή διάσταση της εισοδηματικής φτώχειας στην Ελλάδα.

Επιπλέον, η ανάλυση αποκαλύπτει ότι τα υψηλότερα ποσοστά φτώχειας καταγράφονται στη Δυτική Ελλάδα (26,7%), την Πελοπόννησο και το Βόρειο Αιγαίο (26,2%) και τη Δυτική Μακεδονία (24,9%).

Οι επιπτώσεις των κρίσεων

Καταγράφοντας τις επιπτώσεις που είχαν οι αλλεπάλληλες κρίσεις στο βιοτικό επίπεδο των πολιτών, η έρευνα διαπιστώνει ότι το 2015 το μέσο ισοδύναμο διαθέσιμο εισόδημα στην Ελλάδα ήταν μειωμένο κατά 35% σε σύγκριση με το 2008, με τους κύριους παράγοντες αυτής της μείωσης να είναι οι μειώσεις μισθών και συντάξεων και η αλματώδης αύξηση της ανεργίας.

Παρόλα αυτά, στην κρίση της πανδημίας, τα εισοδήματα των πολιτών δεν ακολούθησαν την πορεία του ΑΕΠ, καθώς μειώθηκαν κατά μόλις 0,9%. Αυτό συνέβη κατά κύριο λόγο εξαιτίας των μέτρων κρατικής ενίσχυσης/στήριξης και προστασίας της απασχόλησης που ελήφθησαν προκειμένου να στηριχθούν τα εισοδήματα των πληγέντων από την πανδημία (ελεύθεροι επαγγελματίες, μισθωτοί ιδιωτικού τομέα κ.ά.).

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Η πανδημία

Σύμφωνα με την έρευνα, η επίδραση της πανδημίας υπήρξε ασύμμετρη ανάμεσα στις περιφέρειες της χώρας.

Συγκεκριμένα, ενώ στην Αττική το 2020 το μέσο ισοδύναμο διαθέσιμο εισόδημα ανέρχεται έως και 19% πάνω από τον εθνικό μέσο όρο, στη Δυτική Ελλάδα είναι 18% χαμηλότερο από αυτόν.

Διευρύνει τη διαφορά της η Αττική

Ιδιαίτερα χαμηλά βρίσκονται επίσης η Περιφέρεια Ανατολικής Μακεδονίας – Θράκης (-16%), η Στερεά Ελλάδα και η Δυτική Μακεδονία (-13%). Μάλιστα, η απόσταση της Αττικής από τον εθνικό μέσο όρο μεγαλώνει το 2021 και το 2022, καθώς το μέσο εισόδημα της Περιφέρειας αυτής είναι 25% και 32% αντίστοιχα, υψηλότερο από τον εθνικό μέσο όρο, ενώ το ίδιο ισχύει και για την Περιφέρεια του Νοτίου Αιγαίου.

Από την άλλη πλευρά, Περιφέρειες όπου το μέσο εισόδημα ήταν χαμηλότερο από τον εθνικό μέσο όρο, όπως η Δυτική Μακεδονία, η Θεσσαλία και τα Ιόνια Νησιά, το 2021 πλησίασαν το εθνικό μέσο εισόδημα, φανερώνοντας κάποιου είδους περιφερειακή σύγκλιση ως προς το μέγεθος αυτό. Μάλιστα, στα Ιόνια Νησιά το μέσο ισοδύναμο διαθέσιμο εισόδημα ανήλθε σε 11% υψηλότερο από τον εθνικό μέσο όρο το 2022.

Εντούτοις, η Αττική βρίσκεται διαχρονικά σε πλεονεκτικότερη θέση και μάλιστα η διαφορά της από το εθνικό μέσο διαθέσιμο εισόδημα διευρύνεται συνεχώς. Το ίδιο αποτέλεσμα, αλλά προς την αντίθετη κατεύθυνση, παρατηρείται για τις Περιφέρειες που βρίσκονται χαμηλότερα του εθνικού μέσου εισοδήματος. Επομένως, δεν παρατηρούνται απλώς μεγάλες αποκλίσεις από τον εθνικό μέσο όρο, αλλά και διεύρυνση γενικά αυτών των αποκλίσεων, καθώς κατά τη χρονική περίοδο 2017-2022, μόνο οι Περιφέρειες Κρήτης, Νοτίου Αιγαίου και Ιονίων Νήσων φαίνεται να συγκλίνουν.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Φτώχεια

Η πλεονεκτικότερη θέση της Αττικής σε σύγκριση με τις υπόλοιπες περιφέρειες είναι σαφής, καθώς τα ποσοστά φτώχειας είναι διαχρονικά αρκετά χαμηλότερα από το εθνικό ποσοστό φτώχειας, αλλά και σε σύγκριση με τις υπόλοιπες Περιφέρειες της Ελλάδας (πλην της Κρήτης και των Ιονίων Νήσων κάποιες χρονιές). Συγκεκριμένα, τα ποσοστά φτώχειας στην Περιφέρεια Αττικής είναι από 3,4 έως και 6,4 ποσοστιαίες μονάδες χαμηλότερα του εθνικού ποσοστού φτώχειας. Ωστόσο, από το 2019, σημειώνεται αυξητική τάση του ποσοστού φτώχειας στην Αττική με αποτέλεσμα να καταλήγει στο 13,6% το 2022.

Με ποσοστά επίσης χαμηλότερα του εθνικού ποσοστού φτώχειας, ακολουθούν οι Περιφέρειες Νοτίου Αιγαίου και Κρήτης. Στο Νότιο Αιγαίο το ποσοστό φτώχειας κυμαίνεται από 14,5% (το 2019 και το 2022) έως και 17,3% (το 2017). Την ίδια περίοδο, το ποσοστό φτώχειας στην Κρήτη μειώνεται και, μάλιστα, το 2021 το ποσοστό φτώχειας της συγκεκριμένης Περιφέρειας ήταν το χαμηλότερο σε όλη την Ελλάδα (10,4%), ενώ το 2022 σημείωσε οριακή αύξηση (10,6%).

Στην Περιφέρεια Ανατ. Μακεδονίας και Θράκης, το ποσοστό φτώχειας είναι διαρκώς υψηλότερο του εθνικού μέσου όρου (από 3,5 έως και 9,8 ποσοστιαίες μονάδες). Μάλιστα, κατά την πρώτη περίοδο της πανδημίας (2020), το ποσοστό φτώχειας έφτασε το 28,6%, το οποίο ήταν το υψηλότερο σε όλη την Ελλάδα, μαζί με την Περιφέρεια Δυτικής Ελλάδας.

Παρόμοια εικόνα υπάρχει και για τις Περιφέρειες Κεντρικής και Δυτικής Μακεδονίας, με ποσοστά που κινούνται διαχρονικά άνω του εθνικού ποσοστού φτώχειας. Στην Κεντρική Μακεδονία το ποσοστό φτώχειας για το 2022 διαμορφώθηκε στο 22,8% (4,4 ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερα του εθνικού ποσοστού), ενώ το 2020 είχε φτάσει στη μέγιστη τιμή του (24,2%). Από την άλλη, στη Δυτική Μακεδονία το ποσοστό φτώχειας για το 2022 διαμορφώθηκε στο 24,9%, αυξανόμενο σημαντικά από 19,5% το 2020, φα[1]νερώνοντας σημαντικές αλλαγές στην κατανομή εισοδήματος σε σύγκριση με άλλες Περιφέρειες. Ωστόσο, κατά την περίοδο 2017-2022 σημειώνονται σημαντικές διακυμάνσεις στο ποσοστό φτώχειας, γεγονός που δείχνει ότι πιθανότατα ένα μέρος του πληθυσμού της Περιφέρειας αυτής βρίσκεται κοντά στην εθνική γραμμή φτώχειας. Ως εκ τούτου, τα ποσοστά φτώχειας είναι ιδιαίτερα ευαίσθητα στις αλλαγές του ορίου φτώχειας.

Η Περιφέρεια Ηπείρου είναι μία από τις ιδιαίτερες περιπτώσεις ως προς τη διαχρονική εξέλιξη του ποσοστού φτώχειας. Παρότι το 2022, το 16,3% του πληθυσμού της Περιφέρειας αυτής βρίσκεται κάτω από το όριο της φτώχειας (2,1 ποσοστιαίες μονάδες κάτω από το εθνικό ποσοστό), το 2020 το ποσοστό φτώχειας ήταν στο 20,9% (2,1 ποσοστιαίες μονάδες πάνω από το εθνικό ποσοστό). Τα δεδομένα για την Περιφέρεια της Ηπείρου φανερώνουν, επίσης, έντονες διακυμάνσεις μεταξύ των ετών, γεγονός που πιθανώς να οφείλεται στην ευαισθησία του ποσοστού φτώχειας στις μεταβολές της εθνικής γραμμής φτώχειας.

Ως προς την Περιφέρεια Θεσσαλίας, τα δεδομένα για τα ποσοστά φτώχειας αποκαλύπτουν τη δυσμενέστερη θέση που είχε η συγκεκριμένη Περιφέρεια ως προς τον εθνικό μέσο όρο, καθώς η φτώχεια βρίσκεται διαχρονικά σε υψηλότερα επίπεδα. Παρά τη μείωση που σημείωσε η φτώχεια το 2018, έκτοτε ακολουθεί ανοδική πορεία φτάνοντας σχεδόν το 20% το 2020, ενώ το 2022 διαμορφώθηκε στο 20,4%.

Οι εκτιμήσεις του ποσοστού φτώχειας για την Περιφέρεια Ιονίων Νήσων χρήζουν ιδιαίτερου σχολιασμού, τονίζεται στην ανάλυση. Την περίοδο 2017-2019, η φτώχεια ακολούθησε εντυπωσιακά πτωτική τάση, με αποτέλεσμα το 2019 μόλις το 9,9% του πληθυσμού της Περιφέρειας να έχει εισόδημα χαμηλότερο του ορίου της φτώχειας. Αντιθέτως, το έτος 2020 το ποσοστό φτώχειας της συγκεκριμένης Περιφέρειας ανεβαίνει δραματικά. Το συγκεκριμένο εύρημα μπορεί να αποδοθεί –σε συνδυασμό με τις μεταβολές στην εισοδηματική κατανομή της Περιφέρειας αυτής– στο ότι ένα σημαντικό τμήμα του πληθυσμού έμεινε κάτω από τη γραμμή φτώχειας του 2020, καθώς τα εισοδήματά του δεν αυξήθηκαν σημαντικά. Ωστόσο, το 2022 το ποσοστό φτώχειας καταλήγει μειωμένο στο 17,8%, αποκαθιστώντας εν μέρει τις απώλειες των προηγούμενων ετών.

Στη Δυτική Ελλάδα, τα ποσοστά φτώχειας είναι επίσης διαχρονικά υψηλότερα από το εθνικό ποσοστό φτώχειας και, μάλιστα, είναι τα υψηλότερα μεταξύ όλων των περιφερειών της χώρας. Συγκεκριμένα, το 2022, η φτώχεια στη Δυτική Ελλάδα ανήλθε στο 26,7% (υψηλότερη κατά 8,4 ποσοστιαίες μονάδες), ενώ το 2020 έφτασε στο 28,6%. Τα δεδομένα αυτά αποκαλύπτουν πως η συγκεκριμένη Περιφέρεια βρίσκεται στη μειονεκτικότερη θέση μεταξύ όλων των περιφερειών ως προς το ποσοστό της φτώχειας.

Παρόμοια εικόνα εμφανίζει και η Περιφέρεια Στερεάς Ελλάδας, με ποσοστά πολύ κοντά σε αυτά της Δυτικής Ελλάδας. Το 2021, το 26% του πληθυσμού της Στερεάς Ελλάδας είχε εισόδημα κάτω από το όριο της φτώχειας (7,4 ποσοστιαίες μονάδες πάνω από το εθνικό ποσοστό φτώχειας), ακολουθώντας αυξητική τάση από το 2017. Εντούτοις, το ποσοστό φτώχειας μειώθηκε το 2022 σημαντικά στο 18,3% και μάλιστα, οριακά κάτω από τον εθνικό μέσο όρο.

Επίσης, αυξητική τάση παρουσιάζουν τα ποσοστά φτώχειας στην Πελοπόννησο, φτάνοντας το 26,2% το 2022 (7,8 ποσοστιαίες μονάδες πάνω από το εθνικό ποσοστό). Μάλιστα, η συγκεκριμένη Περιφέρεια φαίνεται να αποκλίνει από τον εθνικό μέσο όρο, ενώ το 2017 βρισκόταν πολύ κοντά σε αυτόν (μόλις 0,6 ποσοστιαίες μονάδες πιο πάνω).

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ: