ΕΚΤ: Τελευταία η Ελλάδα σε ανάπτυξη και κατανάλωση το 2017
- 10/04/2018, 10:41
- SHARE
Σύμφωνα με έκθεση της Κεντρικής Τράπεζας, η ελληνική ανάπτυξη διαμορφώθηκε στο 1,4%, έναντι μέσου όρου 2,3% για ολόκληρη την ευρωζώνη και 2,4% στην Ε.Ε.
Στα χαμηλότερα επίπεδα σε σχέση με το σύνολο των χωρών της ευρωζώνης παρέμεινε η ανάπτυξη στην Ελλάδα το 2017, σύμφωνα με την ετήσια έκθεση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.
Στην Ελλάδα, η ανάπτυξη διαμορφώθηκε στο 1,4%, έναντι μέσου όρου 2,3% για ολόκληρη την ευρωζώνη και 2,4% στην Ε.Ε.
Σε όρους κατά κεφαλήν ΑΕΠ, σε τρέχουσες τιμές, στην Ελλάδα διαμορφώθηκε στα 19,9 χιλ. ευρώ έναντι μέσου όρου 31,7 χιλ. ευρώ στην ευρωζώνη και 29,9 χιλ. ευρώ στην Ευρωπαϊκή Ενωση.
Παράλληλα, στην τελευταία θέση της ΕΕ παραμένει η χώρα και σε όρους ιδιωτικής κατανάλωσης το 2017, καθώς ενισχύθηκε κατά μόλις 0,1% πέρυσι έναντι μέσης ανόδου 1,6% στην ευρωζώνη και 1,9% στην ΕΕ.
Σύμφωνα με τα στοιχεία για την Ευρωζώνη, οι ακαθάριστες επενδύσεις αυξήθηκαν κατά 15,7% έναντι αύξησης 3,7% στην Ευρωζώνη και οι εξαγωγές κατά 6,8% έναντι 4,9%, αντίστοιχα. Η ιδιωτική κατανάλωση αυξήθηκε 0,1% έναντι αύξησης 1,6% στην Ευρωζώνη και οι εισαγωγές κατά 7,2% έναντι 4,4%, ενώ η δημόσια κατανάλωση μειώθηκε 1,1% έναντι αύξησης 1,2% στην Ευρωζώνη. Συνολικά, το ΑΕΠ της Ευρωζώνης αυξήθηκε 2,3% πέρυσι. Το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ελλάδας σε τρέχουσες τιμές και ισοτιμίες αγοραστικής δύναμης για το 2016 (το τελευταίο έτος που υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία ) ανήλθε σε 19,9 χιλιάδες ευρώ έναντι 31,7 χιλιάδων ευρώ κατά μέσο όρο στην Ευρωζώνη. Το υψηλότερο κατά κεφαλήν ΑΕΠ είχε το Λουξεμβούργο με 77,6 χιλιάδες ευρώ, ενώ το δεύτερο χαμηλότερο μετά την Ελλάδα είχε η Λετονία με 19,4 χιλιάδες ευρώ.
Σύμφωνα με την έκθεση, η απασχόληση στην Ελλάδα αυξήθηκε κατά 2,1% το 2017 έναντι αύξησης 1,6% στην Ευρωζώνη, ενώ η παραγωγικότητα της εργασίας μειώθηκε 0,8% έναντι αύξησης 0,7% στην Ευρωζώνη. Το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος αυξήθηκε 0,9% πέρυσι, όσο και στην Ευρωζώνη, ενώ η μέση αμοιβή των εργαζομένων αυξήθηκε 0,1% έναντι 1,6% στην Ευρωζώνη.
Το χρέος των ελληνικών (μη χρηματοπιστωτικών) επιχειρήσεων το 2016 ήταν χαμηλότερο από το αντίστοιχο της Ευρωζώνης (63,9% του ΑΕΠ έναντι 107,7% του ΑΕΠ), ενώ το χρέος των ελληνικών νοικοκυριών για το ίδιο έτος ήταν λίγο υψηλότερο από της Ευρωζώνης (60,7% έναντι 58,2%). Το ποσοστό αποταμίευσης των ελληνικών νοικοκυριών το 2016 ήταν αρνητικό (-6,8% του ΑΕΠ) έναντι 12,1% που ήταν το αντίστοιχο ποσοστό των νοικοκυριών της Ευρωζώνης.
Η Ελλάδα είχε το 2016 πλεόνασμα 0,5% του ΑΕΠ στο ισοζύγιο της γενικής κυβέρνησης έναντι ελλείμματος 1,5% που είχε η Ευρωζώνη, ενώ το πρωτογενές πλεόνασμα της χώρας ανήλθε στο 3,7% του ΑΕΠ έναντι 0,6% της Ευρωζώνης. «Μετά το κλείσιμο της διαδικασίας υπερβολικού ελλείμματος (ΔΥΕ) για την Ελλάδα και την Πορτογαλία το 2017 και καθώς η Γαλλία αναμένεται να διορθώσει το υπερβολικό δημοσιονομικό της έλλειμμα το 2017, η Ισπανία θα είναι η μόνη χώρα της ζώνης του ευρώ που παραμένει σε καθεστώς ΔΥΕ το 2018», σημειώνει η έκθεση της ΕΚΤ.
Το μέσο κόστος δανεισμού των ελληνικών (μη χρηματοπιστωτικών) επιχειρήσεων διαμορφώθηκε το 2017 στο 4,51% έναντι 1,76% στην Ευρωζώνη και το μέσο επιτόκιο των στεγαστικών δανείων ελληνικών νοικοκυριών ανήλθε σε 2,78% έναντι 1,86% στην Ευρωζώνη. Τα δάνεια προς τις επιχειρήσεις μειώθηκαν πέρυσι κατά 0,1% έναντι αύξησης 3,1% στην Ευρωζώνη. Μεγαλύτερη ήταν η μείωση των δανείων προς τα νοικοκυριά, που ανήλθε στο 1,9% έναντι αύξησης 2,9% στην Ευρωζώνη.
Ο σταθμισμένος ως προς το ΑΕΠ μέσος όρος των αποδόσεων των δεκαετών κρατικών ομολόγων της ζώνης του ευρώ διαμορφώθηκε σε 1,0% στις 29 Δεκεμβρίου 2017, παραμένοντας αμετάβλητος σε σχέση με το μέσο επίπεδο που είχε καταγραφεί τον Δεκέμβριο του 2016. «Η διαφορά αποδόσεων μεταξύ των δεκαετών κρατικών ομολόγων των επιμέρους χωρών της ζώνης του ευρώ και του γερμανικού δεκαετούς Bund μειώθηκε, ιδίως για την Πορτογαλία και την Ελλάδα, ως αποτέλεσμα της βελτίωσης της πιστοληπτικής διαβάθμισης των χωρών αυτών στη διάρκεια του 2017», σημειώνει η έκθεση.