Έκτακτα μέτρα οικονομικής ενίσχυσης των νησιών για το προσφυγικό

Έκτακτα μέτρα οικονομικής ενίσχυσης των νησιών για το προσφυγικό
Ðñüóöõãåò áãêáëéÜæïíôáé ìåôÜ ôçí áðïâßâáóÞ ôïõò óå ðáñáëßá ôçò Êù, ÐáñáóêåõÞ 21 Áõãïýóôïõ 2015. ÁñêåôÝò åêáôïíôÜäåò ðñüóöõãåò áðü åìðüëåìåò ÷þñåò êáé ïéêïíïìéêïß ìåôáíÜóôåò ðåñéìÝíïõí íá êáôáãñáöïýí áðü ôéò áñ÷Ýò ôïõ íçóéïý ðñïêåéìÝíïõ íá ðÜñïõí Üäåéá ìåôáêßíçóçò ðñïò ôçí ÁèÞíá åíþ ïé áößîåéò óå áðïìáêñõóìÝíá ðáñÜëéá ôïõ íçóéïý åßíáé êáèçìåñéíÝò. ÁÐÅ-ÌÐÅ/ÁÐÅ-ÌÐÅ/ ÃÉÁÍÍÇÓ ÊÏËÅÓÉÄÇÓ

Δημιουργήθηκε ομάδα συντονισμού των ευρωπαϊκών προγραμμάτων από το υπουργείο Ανάπτυξης και το υπουργείο Μετανάστευσης.

Ομάδα συντονισμού των ευρωπαϊκών προγραμμάτων δημιουργούν το υπουργείο Ανάπτυξης και το υπουργείο Μετανάστευσης προκειμένου να διαχειριστεί τα εννιά ευρωπαϊκά χρηματοδοτικά ταμεία που αφορούν στην αντιμετώπιση του προσφυγικού ζητήματος. Για το σκοπό αυτό δέκα στελέχη του υπουργείου Οικονομίας με εμπειρία σε κοινοτικά προγράμματα θα ξεκινήσουν από αύριο δουλειά στο υπουργείο Μεταναστευτικής Πολιτικής, με στόχο την άμεση εκταμίευση των σχετικών κονδυλίων.

Από τα κονδύλια αυτά το μεγαλύτερο χρηματοδοτικό βάρος έχουν το Ταμείο Ασύλου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και το Ταμείο Ευρωπαϊκής Βοήθειας Απόρων. Από το Ταμείο Ασύλου η Ελλάδα προσδοκά να λάβει πόρους 400 εκατομμυρίων ευρώ, «η εκταμίευση των οποίων δεν έχει ξεκινήσει είτε λόγω ελλιπούς προετοιμασίας ή άλλων καθυστερήσεων», όπως επισήμανε κατά τη σημερινή συνέντευξη τύπου για το προσφυγικό ο υπουργός Οικονομίας, Υποδομών, Ναυτιλίας και Τουρισμού, Νίκος Χριστοδουλάκης. Ωστόσο, όπως πρόσθεσε ο ίδιος, τα οργανωτικά ζητήματα έχουν αντιμετωπιστεί και προσδοκάται ότι με τη σημερινή επίσκεψη της αντιπροσωπείας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στην Αθήνα θα επιλυθεί αυτή η εκκρεμότητα. Το Ταμείο Ευρωπαϊκής Βοήθειας Απόρων έχει προϋπολογισμό 330 εκατομμυρίων ευρώ για κάθε είδους βοήθεια σε άπορους, μεταξύ των οποίων και πρόσφυγες και μετανάστες.

Την ίδια ώρα, προωθείται η οικονομική στήριξη των νησιών που είδαν κατάρρευση της τουριστικής κίνησης σε ποσοστό ακόμα και 70%, λόγω των μεγάλων προσφυγικών ροών. Στην κατεύθυνση αυτή θα συνταχθεί μέσα σε δύο εβδομάδες έκθεση επιπτώσεων από το υπουργείο Ανάπτυξης, τον ΕΟΤ και το Κέντρο Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ).

Πέντε νησιά δέχονται αυτή τη στιγμή τον κύριο όγκο προσφύγων. Σύμφωνα με στοιχεία που παρέθεσε ο αναπληρωτής υπουργός Προστασίας του Πολίτη, Αντώνης Μακρυδημήτρης, η Λέσβος δέχεται το 50% των προσφύγων, η Κως το 28%, η Χίος το 14%, η Σάμος το 12% και η Λέρος μικρότερο ποσοστό.

Ο υπουργός Οικονομίας, Υποδομών, Ναυτιλίας και Τουρισμού, Νίκος Χριστοδουλάκης, απηύθυνε έκκληση στους εφοπλιστές να διαθέσουν εθελοντικά πλωτά μέσα ως πρόσκαιρους χώρους υποδοχής προσφύγων, και στις ΜΚΟ να ενισχύσουν τη διατροφή των προσφύγων, τη μεταχείριση με όρους αξιοπρέπειας και την υποδοχή τους.

Τέλος, υπογράμμισε ότι «στην οικονομία οι επιπτώσεις από τις προσφυγικές ροές θα είναι σημαντικές, ωστόσο προέχει η διάσωση των ανθρώπων γιατί όλοι μαζί θα ζήσουμε είτε στην Ελλάδα, είτε στη Συρία είτε αλλού, και πρέπει να λύσουμε το πρόβλημα πρώτα και μετά να δούμε τις επιπτώσεις του».

Ο αναπληρωτής υπουργός Μεταναστευτικής Πολιτικής, Γιάννης Μουζάλας, επισήμανε ότι υπάρχει συνεργασία με το υπουργείο Εθνικής Άμυνας που σκοπεύει να διαθέσει στρατόπεδα, προσωπικό και σίτιση. Τα μέτρα που υλοποιούνται, συμπλήρωσε, «είναι μέτρα αποσυμφόρησης των νησιών, ώστε να κρατήσουμε τις ροές σε επίπεδα που οι τοπικές κοινωνίες μπορούν να αντέξουν. Δεν θέλουμε όμως να δημιουργήσουμε χώρους συμφόρησης στην Αθήνα». Επίσης, όπως παρατήρησε χρειάζεται η διεθνοποίηση του ζητήματος ακόμα και σε επίπεδο ΟΗΕ, κάτι που θέλει η ίδια η πρωθυπουργός.

Ο αναπληρωτής υπουργός Ναυτιλίας, Χρήστος Ζώης, ξεκίνησε την τοποθέτησή του σημειώνοντας ότι «το τραγικό συμβάν του προηγούμενου Σαββάτου με τον άδικο χαμό ενός νέου ανθρώπου έξω από τη Σύμη, ένα ατυχές περιστατικό, δεν μπορεί να αμαυρώσει τη φήμη του Λιμενικού Σώματος, που έχει ανασύρει μόνο το 2015 50.000 ανθρώπους μέσα από τη θάλασσα».

Σύμφωνα με στοιχεία που παρέθεσε ο κ. Ζώης, το Λιμενικό κατά το πρώτο οκτάμηνο του 2015 συνέλαβε για είσοδο στη χώρα 230.000 πρόσφυγες και μετανάστες, ενώ το νούμερο για την ίδια περίοδο του 2014 ήταν 17.500 άτομα. Μόνο το δίμηνο Ιουλίου- Αυγούστου 2015 οι αφίξεις ξεπέρασαν τις 157.000.

Την ίδια ώρα το Λιμενικό διαθέτει 240 πλοία από τα οποία το 36% είναι ακινητοποιημένα, επτά αεροπλάνα, από τα οποία τα τέσσερα σε ακινησία, και έξι ελικόπτερα, από τα οποία πετάει μόνο το ένα, λόγω καταπόνησης και δυσκολίας εύρεσης χρημάτων. «Τα αιτήματά μας θα είναι επίμονα προς την αντιπροσωπεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που έρχεται. Θα ζητήσουμε περαιτέρω οικονομικούς πόρους για το Λιμενικό και την Ακτοφυλακή και την αντιμετώπιση των ζητημάτων για τα μέσα που είναι σε ακινησία», συμπλήρωσε.

Η Ελληνική Αστυνομία, από την άλλη πλευρά, χρωστάει, όπως αποκάλυψε ο κ. Μακρυδημήτρης, εννιά εκατομμύρια ευρώ σε προμηθευτές για διατροφή των προσφύγων. Ο ίδιος επισήμανε, εξάλλου, ότι το υπουργείο σκέφτεται τρόπους για να συντομεύσει τις διαδικασίες καταγραφής των νεοεισερχόμενων μέσα από τη συνεργασία της Αστυνομίας με το Λιμενικό, ώστε να υπάρχει ένα στάδιο καταγραφής αντί για δύο, και την ταχύτερη έκδοση του διοικητικού εγγράφου χαρακτηρισμού του εισερχόμενου ως πρόσφυγα. Επίσης, θα δρομολογούνται καθημερινά πλοία που θα μεταφέρουν τους μετανάστες προς την Αθήνα, η Αστυνομία θα ενεργοποιήσει σε κάθε νομό Επιτροπή Αστυνομίας, με προεδρία των περιφερειαρχών, για τον καλύτερο επιτόπιο συντονισμό του προβλήματος και τέλος ενεργοποιείται το Κεντρικό Συμβούλιο Ασφαλείας της Αστυνομίας, υπό την ηγεσία του γενικού γραμματέα του υπουργείου, για να συντονίζει τις προσπάθειες διαχείρισης του ζητήματος.

Τέλος, όπως είπε ο υπουργός Ναυτιλίας αυτή την ώρα στην Τουρκία τέσσερα εκατομμύρια πρόσφυγες και μετανάστες ίσως περιμένουν να περάσουν απέναντι «και εγώ έχω την υποχρέωση να μην αποκρύψω τα στοιχεία αυτά, τα οποία πρέπει να πούμε στους εταίρους μας».

Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, Ροδόλφος Μορώνης, επισήμανε ότι τα προαπαιτούμενα για να βρεθούν λύσεις στην κρίση που έχει ξεσπάσει είναι η πολιτική βούληση, η συνεργασία όλων των ευρωπαϊκών χωρών και η αποφασιστικότητα της διεθνούς κοινότητας να αντιμετωπίσει το πρόβλημα στις ρίζες του. «Η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι υποχρεωμένη να αναπτύξει κοινή θέση και να εκπονήσει κοινές δράσεις», πρόσθεσε.