Ελληνικές εκλογές και γερμανικές προσδοκίες

Ελληνικές εκλογές και γερμανικές προσδοκίες

Οι επικείμενες εκλογές στην Ελλάδα, οι πιθανές μετεκλογικές συνεργασίες αλλά οι γερμανικές προσδοκίες.

 

Στη Deutsche Welle μίλησε o πολιτικός επιστήμονας στο Πανεπιστήμιο της Βόννης Λάζαρος Μηλιόπουλος. Αν και όλες οι τελευταίες δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι η εκλογική μάχη στην Ελλάδα θα κριθεί στο νήμα, ο Λάζαρος Μηλιόπουλος τολμά την εξής πρόβλεψη:

«Το πιθανότερο για εμένα είναι ένα οριακό προβάδισμα του ΣΥΡΙΖΑ έναντι της ΝΔ, οι ΑΝΕΛ όμως υποχωρούν κάτω από το εκλογικό όριο του 3 % και ο ΣΥΡΙΖΑ δεν πετυχαίνει την απόλυτη πλειοψηφία, με αποτέλεσμα να ακολουθήσει ένα δύσκολο πόκερ για τον σχηματισμό κυβέρνησης συνεργασίας. Η ΧΑ θα καταλάβει και πάλι την 3η θέση, ΠΑΣΟΚ/ΔΗΜΑΡ και ΚΚΕ θα δώσουν μάχη για την 4η θέση ενώ για την 6η η ΛΑΕ, το ΠΟΤΑΜΙ και η Ένωση Κεντρώων».

Πώς εξηγεί ο πολιτικός επιστήμονας το γεγονός ότι η ΝΔ, ενώ υπολειπόταν προ διμήνου του ΣΥΡΙΖΑ έως και κατά 20 ποσοστιαίες μονάδες, έχει ανακάμψει στο μεταξύ δημοσκοπικά σε τόσο μεγάλο βαθμό που να διεκδικεί με αξιώσεις την πρώτη θέση;

Οι έξυπνες επιλογές του B. Μεϊμαράκη

«Ο Τσίπρας δεν μπόρεσε να τηρήσει τις μεγαλόστομες υποσχέσεις του, τύπου ‘θα σκίσουμε τα μνημόνια’ (κούρεμα, αποπομπή της τρόικα, όχι σε άλλες περικοπές κτλ.). Και τώρα τα βρίσκει μπροστά του. Οι πολίτες βρίσκονται σε μια φάση περισυλλογής και παρά τα όποια συναισθήματά τους σκέφτονται τους τελευταίες επτά μήνες. Και διαπιστώνουν ότι ο τρόπος άσκησης πολιτικής από τον ΣΥΡΙΖΑ οδήγησε σε κλείσιμο των τραπεζών και σε ακόμη μεγαλύτερη πολιτική μιζέρια. Σε αυτά προστίθενται οι εικόνες από τα κύματα προσφύγων στα ελληνικά νησιά και οι πολίτες δεν έχουν την αίσθηση ότι ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να λύσει τα προβλήματα αυτά».

Στην ενίσχυση των ποσοστών της ΝΔ συνέβαλαν κατά τον Λάζαρο Μηλιόπουλο και μια σειρά άλλων παραγόντων: καταρχήν η ΝΔ αισθάνεται να επιβεβαιώνεται στη θέση της ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν προσφέρει καλύτερη εναλλακτική επιλογή ως προς την πολιτική που χάραξε ο Αντώνης Σαμαράς το 2012. Παράλληλα, όπως εκτιμά ο ίδιος, η ΝΔ επωφελείται και από την απομυθοποίηση του Αλέξη Τσίπρα, στον οποίο φαίνεται να επιρρίπτουν πολλοί στην Ελλάδα ότι προκάλεσε τις πρόωρες εκλογές.

«Θα μπορούσε να επιχειρήσει το σχηματισμό μιας κυβέρνησης εθνικής ενότητας ή ενός μικρότερου κυβερνητικού συνασπισμού. Πολλοί Έλληνες αναγνωρίζουν στον Μεϊμαράκη ότι ζητά ακριβώς αυτό από τον Τσίπρα: είναι ανοιχτός στο ενδεχόμενο ενός μεγάλου συνασπισμού, ακόμη κι αν ο ίδιος δεν διαδραματίσει τον πρώτο ρόλο. Ξαφνικά λοιπόν ο Μεϊμαράκης εκπροσωπεί τη νέα και ο Τσίπρας την παλιά σκέψη. Πάνω από όλα όμως ο Μεϊμαράκης δεν επενδύει σε μια ιδεολογική φρασεολογία και σε έναν ηχηρό λαϊκισμό. Όταν επί επτά μήνες όλα ήταν απρόβλεπτα, το ήρεμο και συνετό αυτό στιλ βρίσκουν ανταπόκριση (…)».

Και προγραμματικά πάντως, σύμφωνα με τον πολιτικό επιστήμονα, η ΝΔ κατάφερε να διαχωρίσει τη θέση της από τους πολιτικούς της αντιπάλους, καλλιεργώντας προς τα έξω ένα σαφέστατα φιλοευρωπαϊκό και προς το εσωτερικό ένα συντηρητικό προφίλ.

Οι γερμανικές προσδοκίες

Οι επικείμενες εκλογές πάντως δεν φαίνεται να απασχολούν ιδιαίτερα τον πολιτικό κόσμο της Γερμανίας. Αυτό έχει φυσικά τους λόγους του, σύμφωνα με τον Λάζαρο Μηλιόπουλο. Αφενός στο επίκεντρο βρίσκεται το καυτό ζήτημα του προσφυγικού δράματος, αφετέρου έχει επέλθει γενικότερα μια σχετική ηρεμία μετά την υπογραφή του τρίτου μνημονίου. Η εικόνα αυτή όμως μπορεί να αλλάξει, όπως λέει.

Ποιον θα προτιμούσε όμως το Βερολίνο ως νέο ένοικο στο Μέγαρο Μαξίμου; «Παρότι κανείς δεν το λέει ανοιχτά, η γερμανική κυβέρνηση θα προτιμούσε μια κυβέρνηση της ΝΔ. Ειδικώς ο Σόιμπλε είναι ιδιαίτερα ανοιχτός ως προς την κριτική του στην κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ. Η γερμανική κυβέρνηση διαθέτει βέβαια αρκετό επαγγελματισμό για να συνεργαστεί εποικοδομητικά με κάθε νέα κυβέρνηση».

*Ο Λάζαρος Μηλιόπουλος είναι πολιτικός επιστήμονας στο Πανεπιστήμιο της Βόννης με ειδίκευση και πολλαπλές δημοσιεύσεις στα πεδία της πολιτικής φιλοσοφίας και θεωρίας, της θρησκείας και πολιτικής, των πολιτικών συστημάτων Γερμανίας και Ελλάδας, της ιστορίας των κομμάτων αλλά και του εξτρεμισμού.

Πηγή: Deutsche Welle