Ένας στους τρεις Έλληνες αναζητούν εργασία στο εξωτερικό

Ένας στους τρεις Έλληνες αναζητούν εργασία στο εξωτερικό
Text Job written on paper. Job conception Photo: Ingram Publishing

«Brain drain» και αύξηση του χρονικού ορίου επανένταξης στην αγορά εργασίας, μεταξύ των ευρημάτων της έρευνας της Adecco.

Όλο και πιο δύσκολη καθίσταται η εύρεση εργασίας στην ελληνική αγορά, καθώς σταδιακά αυξάνεται ο χρόνος που απαιτείται προκειμένου κάποιος να επανενταχθεί στον εργασιακό «στίβο».  Μπορεί κάποιοι να μιλούν για πολιτικό-οικονομική σταθερότητα, ωστόσο, σύμφωνα με έρευνα που διεξήγαγε η Adecco, προκύπτει ότι το 2017, ο χρόνος που μεσολάβησε μέχρι την εύρεση νέας θέσης εργασίας για εκείνους που βρέθηκαν εκτός αγοράς είναι αυξημένος σε σχέση με το 2016.

Η έρευνα με τίτλο «Η Απασχολησιμότητα στην Ελλάδα – Αποτύπωση της γνώμης εργαζομένων και υποψηφίων για την αγορά εργασίας», διενεργήθηκε σε τυχαίο δείγμα 903 ατόμων με στόχο να αναδείξει την άποψη των ερωτώμενων για το κατά πόσο οι εργαζόμενοι στην Ελλάδα διαθέτουν το σύνολο των ικανοτήτων και των δεξιοτήτων που αναζητούν οι εταιρείες, καθώς και το πώς αξιολογούν οι ίδιοι τις εταιρείες, στις οποίες απασχολούνται σήμερα.

Τα στοιχεία είναι ανησυχητικά εάν λάβει κανείς υπόψη του ότι πάνω από τους μισούς που συμμετείχαν στην εν λόγω έρευνα (ήτοι 58%) ανέφεραν ότι έχουν βρεθεί έστω και μία φορά εκτός αγοράς εργασίας, όταν δύο χρόνια πριν το αντίστοιχο ποσοστό διαμορφωνόταν στο 54%. Μάλιστα το 37% όσων δηλώνουν άνεργοι, είναι εκτός αγοράς εργασίας εδώ και τουλάχιστον 12 μήνες, στοιχείο που υπογραμμίζει τη διεύρυνση του αριθμού των συμπολιτών μας που εισέρχονται στην κατηγορία των μακροχρόνια ανέργων.

Την ίδια ώρα, αυξάνεται και ο αριθμός όσων αναζητούν εργασία στο εξωτερικό. Πρόκειται για μία σταθερά ανοδική τάση τα τελευταία χρόνια, καθώς το σχετικό ποσοστό ανήλθε σε 11% των ερωτώμενων των 2015, έφτασε το 28% το 2016 και άγγιξε φέτος, το 2017, το 33%.


Το φαινόμενο του «brain drain» φαίνεται πως καλά κρατεί, αφού οι υποψήφιοι εργαζόμενοι, μολονότι θα κληθούν να βγουν από το «comfort zone» τους, είναι διατεθειμένοι να εγκαταλείψουν την πατρίδα τους, καθώς αισθάνονται μεγαλύτερη ασφάλεια στο εξωτερικό για το λόγο ότι οι δουλειές είναι καλύτερα αμειβόμενες, από ότι στην Ελλάδα, ενώ το εργασιακό περιβάλλον είναι τέτοιο που ευνοεί την επαγγελματική ανέλιξη.

Για την επιλογή μίας εταιρείας ή ενός εργοδότη πρωταρχικό ρόλο παίζει το καλό εργασιακό κλίμα (43%), καθώς και η ηθική και δίκαιη αντιμετώπιση εργαζομένων και συνεργατών (40%). Ακολουθούν οι πρωτοβουλίες και ευκαιρίες εκπαίδευσης και επιμόρφωσης των στελεχών (39%), οι ισχυρές προοπτικές για μελλοντική ανάπτυξη και εξέλιξη (39%), η ικανή διοίκηση (22%) και η τήρηση του ωραρίου εργασίας (21%).

Οι εργαζόμενοι που είναι ακόμα ενεργοί στην αγορά και αναζητούν το επόμενο επαγγελματικό βήμα, στοχεύουν κυρίως σε εταιρείες που προσφέρουν ευκαιρίες για διαρκή εκπαίδευση και ανάπτυξη του προσωπικού, ενώ για τους ανέργους προτεραιότητα φαίνεται να έχει η ηθική και δίκαιη συμπεριφορά της εταιρείας.

Παράλληλα, οι ερωτηθέντες κλήθηκαν να κάνουν την αυτοκριτική τους αναφορικά με το πόσο καταρτισμένοι είναι στον τομέα τους. Η συντριπτική πλειοψηφία θεωρεί ότι διαθέτει σε πολύ ή αρκετά ικανοποιητικό βαθμό το σύνολο των ικανοτήτων και δεξιοτήτων που χρειάζονται οι επιχειρήσεις, ενώ τα προσόντα που παρουσιάζουν τα υψηλότερα ποσοστά στην έρευνα σύμφωνα με τη γνώμη των ίδιων των υποψηφίων και εργαζομένων αφορούν απαραίτητα “softskills”, όπως επικοινωνιακές και οργανωτικές ικανότητες, ευελιξία και προσαρμοστικότητα, ικανότητα εργασίας σε ομάδα και εργασιακό ήθος.

Μονόδρομος η δια βίου εκπαίδευση

Ενθαρρυντικό είναι δε πως 7 στα 10 άτομα που συμμετείχαν στην έρευνα, αναγνωρίζοντας τις διαρκώς μεταβαλλόμενες ανάγκες στην αγορά εργασίας, έχουν λάβει επιπλέον εκπαίδευση προκειμένου να ασκήσουν με μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα τα καθήκοντά τους.

Κατά μέσο όρο οι συμμετέχοντες αναφέρουν πως έχουν λάβει περισσότερες από δύο διαφορετικές μορφές επαγγελματικής κατάρτισης, με πιο δημοφιλείς να αναδεικνύονται οι ημερίδες και τα συνέδρια (72%), τα εκπαιδευτικά σεμινάρια που έχει σχεδιάσει η ίδια η εταιρεία τους (62%) και τα διαδικτυακά σεμινάρια (onlinecourses) (47%). Είναι ιδιαίτερα ενθαρρυντικό το γεγονός ότι 1 στους 2 δηλώνει πως παρακολουθεί διαδικτυακά σεμινάρια, ενώ εξίσου σημαντικός αριθμός, 2 στους 5 δηλώνουν πως παρακολουθούν πανεπιστημιακά προγράμματα με στόχο την απόκτηση πτυχίου ή πιστοποίησης.

Σε κάθε περίπτωση ιδιαίτερο ενδιαφέρον θα έχει να δούμε το πώς βλέπουν οι εταιρείες την αγορά εργασίας, τι προοπτικές υπάρχουν, τι ζητούν από τους εργαζομένους και κατά πόσο συγκλίνουν οι απόψεις και οι ανάγκες των δύο. Σημειώνεται πως το 2ο μέρος της έρευνας «Απασχολησιμότητα στην Ελλάδα | 2017 – Αποτύπωση της γνώμης των εταιρειών», είναι σε εξέλιξη και τα αποτελέσματά του θα ανακοινωθούν στο 4ο τρίμηνο του 2017